Φώτης Κόντογλου: Ο ασκητής της Ρωμιοσύνης
Τα ελληνικά λογοτεχνικά φανερώματα της δεκαετίας 1920 – 1930 κυριαρχούνται από το καταθλιπτικό πνεύμα της διάλυσης ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή, γεγονός ευεξήγητο αν αναλογιστούμε τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις της περιόδου του Μεσοπολέμου στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς. Οι περισσότεροι Έλληνες λογοτέχνες έβλεπαν τις λαμπρές ελπίδες του Ελληνισμού να οδεύουν προς την καταστροφή μέσα στο λιμάνι της Σμύρνης και εξέφραζαν την αδυναμία τους να συγκροτήσουν και να προβάλουν με το έργο τους ένα εθνικό όραμα.
Γράφουν:
Π.Δ. Μαστροδημήτρης*
Πέγκυ Κουνενάκη*
Η εμφάνιση, ωστόσο, ορισμένων νέων δημιουργών στον λογοτεχνικό στίβο εξεικόνισε εύγλωττα την ανάγκη της ανανέωσης σχημάτων και αντιλήψεων, αποτελώντας τον προάγγελο της μεγάλης στροφής που πραγματοποίησε η λεγόμενη γενιά του ’30. Κεντρική θέση σ’ αυτό το μεταίχμιο κατέχει μία από τις σημαντικότερες προδρομικές παρουσίες, ο πεζογράφος και αγιογράφος Φώτης Κόντογλου (Αϊβαλί 1895 – Αθήνα 1965). Η λογοτεχνική του παραγωγή, πρωτότυπη και μεταφραστική, οι απόψεις για την Τέχνη που διατυπώνει στους προλόγους των έργων του και το ιδιότυπο προσωπικό του ύφος σηματοδοτούν μια μεγάλη τομή στη νεοελληνική πεζογραφία: στον φριχτά διαψευσμένο μεγαλοϊδεατισμό αντιτάσσουν την ανάγκη της επιστροφής στις πηγές της ελληνικότητας, με έμφαση στο Βυζάντιο∙ στα ποικίλα μηνύματα και διδαχές των ευρωπαϊκών ιδεολογικών και λογοτεχνικών ρευμάτων τη συλλογική συνείδηση της Ορθοδοξίας∙ στον ομφαλοσκοπικό, ενίοτε, ηθογραφισμό προηγούμενων και σύγχρονων συγγραφέων τη διάνοιξη νέων οριζόντων και τον εξωτικό κοσμοπολιτισμό, παρουσιασμένο με λογοτεχνική αφέλεια, κατά το πρότυπο του Defoe∙ στο αναιμικό, τέλος, πεισιθάνατο και, συχνά, αφρόντιστο ύφος, τη δύναμη και τον παλμό μιας έντονα προσωπικής γραφής, που συναιρούσε τον εφιαλτικό κόσμο του Poe και τη θαυμαστή διήγηση RL Stevenson με τα συναξάρια των αγίων και τον παραμυθικό κόσμο της Χαλιμάς, στο πλαίσιο μιας γοητευτικής δημοτικής, «μπολιασμένης» από τη γλώσσα των θαλασσινών, επηρεάζοντας γόνιμα τη γραφή μεταγενεστέρων πεζογράφων.
«Πρωτάκουστη» ιστορία
Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Μικρασία, πολυταξιδεμένος, σπουδαγμένος στη Γαλλία, ο Κόντογλου δεν αφέθηκε ποτέ να αφομοιωθεί από την κοινωνία της Αθήνας, όπου εγκαταστάθηκε σαν πρόσφυγας. Η πρώτη εμφάνισή του στα γράμματα στην Ελλάδα συμπίπτει χρονικά με την τραγωδία της ιδιαίτερης πατρίδας του, που σφράγισε ολόκληρο τον Νέο Ελληνισμό: τη Μικρασιατική καταστροφή (Αύγουστος του 1922). Ο «Πέδρο Καζάς», γραμμένος το 1919 και πρωτοδημοσιευμένος στο Παρίσι το 1920, εκδίδεται στην Αθήνα το 1922 με πλούσια εικονογράφηση από τον ίδιο τον Κόντογλου, συνταιριάζοντας έτσι τη ζωγραφική προσέγγιση με τον αφηγηματικό λόγο. Πρόκειται για την «πρωτάκουστη» ιστορία ενός Ισπανού κουρσάρου που τη διηγείται ο φονιάς του, αφήγημα παράδοξο και συγκλονιστικό, που αιχμαλωτίζει με την έντασή του και οδηγεί τη ρωμαλέα γραφή του Κόντογλου στην άμεση αναγνώριση από τη σύγχρονή του κριτική.
Κοσμοπολιτισμός
Πέντε χρόνια αργότερα, ο Κόντογλου θέτει τα ταξιδιωτικά του διαφέροντα, τον λιτό και ιδιόμορφα θελκτικό αφηγηματικό του λόγο καθώς και τη ζωγραφική του καλαισθησία στην υπηρεσία της διατήρησης της συλλογικής ελληνικής μνήμης και της παράδοσης του Έθνους στο βιβλίο του «Ταξείδια». Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Ανατολής, περιγραφικά του τι απέμεινε από τα χρόνια των Βυζαντινών, των Φράγκων, των Βενετσιάνων και των Τούρκων (1928).
Οι ήρωές του
Η σύζευξη φαινομενικά αντίθετων θεμάτων αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των σημαντικότερων πεζογραφημάτων του Κόντογλου, αλλά και του συνόλου του έργου του. Στην «πινακοθήκη» των ηρώων του συναντούμε πλάι πλάι αγίους, μάρτυρες, ήρωες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, κουρσάρους, κακούργους και ληστές, που ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με τον ίδιο σεβασμό.
Οι ήρωές του, μοναχικοί και μονοδιάστατοι, απαλλαγμένοι από κοινωνική συνείδηση, εσωτερικές αμφιταλαντεύσεις, προβληματισμούς ή δυσαρέσκειες, ζουν με πάθος και ένταση και πορεύονται ευθύγραμμα προς το τέλος της ζωής τους, από το οποίο κατά κανόνα αντλείται το δίδαγμα του έργου προς φρονηματισμό των αναγνωστών. Το κύριο χαρακτηριστικό των ηρώων του αλλά και του ίδιου του συγγραφέα είναι η απόλυτη πίστη στην κυριαρχική παρουσία του Θεού και η βίωση του θείου έρωτα. Η αποκάλυψη του θείου πραγματοποιείται μέσα στη «διακοσμητική ποικιλία» της φύσης, μπροστά στην ομορφιά της οποίας δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος ο Ίων ζωγράφος.
Λαϊκή ζωγραφική
Ως ζωγράφος πρωτοστάτησε στο κίνημα για τη στροφή της ελληνικής τέχνης του 20ού αιώνα προς την πνευματική ένταση της βυζαντινής παράδοσης και τη δροσιά της λαϊκής ζωγραφικής και αναβάπτισε στα νάματα της Ορθόδοξης θεολογίας την εκκλησιαστική μας ζωγραφική. Αναγεννητής της αγιογραφίας και άριστος κάτοχος μιας προσωπικής εικαστικής γλώσσας έδωσε δείγματα μοναδικής δουλειάς, απόδειξη του γνήσιου ταλέντου του. Σ’ αυτόν και το πολυσήμαντο έργο του βρήκαν καταφύγιο στα πρώτα τους βήματα νέοι δημιουργοί (Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Εγγονόπουλος, Ράλλης Κοψίδης κ.ά.) για να ανιχνεύσουν τη φυσιογνωμία τους και να μάθουν τα μυστικά της τέχνης του.
Ως πεζογράφος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους στυλίστες που παρουσιάστηκαν στα νεοελληνικά γράμματα. Γνώριζε την ελληνική όσο λίγοι, τον πλούτο της, τους διαφορισμούς της, τον εσωτερικό μηχανισμό της. Έδωσε στη γλώσσα νεύρα κι αρμούς και υποδείγματα ύφους. Ο στοχασμός, ο θρύλος, η ιστορία, η εικονογραφία, τα συναξάρια των αγίων, οι Νηπτικοί πατέρες, το Άγιον Όρος, η φύση, ήταν οι αέναες ρίζες του, οι πηγές του.
Ως στοχαστής παρέμεινε ο μεγάλος ομολογητής της Ορθοδοξίας, για την οποία με τόσο πάθος αγωνίσθηκε ως την τελευταία του πνοή. Ακλόνητος στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις δεν δεχόταν κανέναν συμβιβασμό που θα μπορούσε να νοθέψει την Ορθοδοξία, όπως μας την παρέδωσαν οι Άγιοι Πατέρες.
*Πηγή: Περιοδικό «Επτά Ημέρες – Καθημερινή», 9/7/1995