Νίκος Βούτσης: Δεν υπάρχει περιθώριο συνεργασίας ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ
Κε πρόεδρε, σε λίγες μέρες ο κόσμος καλείται στην κάλπη για να ψηφίσει για το ποιος πολιτικός αρχηγός θα καθορίσει το μέλλον του τα επόμενα 4 χρόνια. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον Αλέξη Τσίπρα, πιστεύετε ότι έχει το χρόνο για να κάνει τη μεγάλη ανατροπή, ή στόχος σας είναι απλά να «ψαλιδίσετε» τη διαφορά με τη Ν.Δ. ώστε να είστε μια ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση στη Βουλή και ενδεχομένως να μην είναι αυτοδύναμος ο Κ. Μητσοτάκης;
Είναι κοινή συνείδηση ότι εδώ και πολύ καιρό βιώνουμε πυκνούς πολιτικούς χρόνους. Μ’ αυτήν την έννοια και καθώς τα θέματα τα οποία έχουν τεθεί στο επίπεδο των διαφορών πάνω σε όλα τα προγραμματικά ζητήματα ωριμάζουν και διευκρινίζονται κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Θεωρώ ρεαλιστικό το στόχο της ανατροπής των δεδομένων με τα οποία μας προίκισε η πρόσφατη ευρωεκλογική αντιπαράθεση.
Η συγκεκριμένη διαδικασία είχε βεβαίως τα εντελώς δικά της και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σε σχέση με το βασικό διακύβευμα που όλοι συνειδητοποιούν ότι βρίσκεται σήμερα μπροστά σε κάθε Έλληνα πολίτη και δεν είναι άλλο από τη λήψη απόφασης για το μέλλον του ιδίου, της οικογένειάς του και της χώρας μας.
Σε τηλεοπτική του συνέντευξη ο Αλέξης Τσίπρας, έθεσε το δίλημμα των εκλογών. «Έξοδος από τα μνημόνια ή πισωγύρισμα». Άρα εσείς στέλνετε ένα μήνυμα στους ψηφοφόρους των ευρωεκλογών και της τοπικής αυτοδιοίκησης ότι ψήφισαν λάθος; Λάβατε το μήνυμα από την τριπλή κάλπη;
Εάν σε κάτι έχω να κάνω κριτική για την ποιότητα της αντιπαράθεσης στις πρόσφατες τριπλές εκλογές, είναι ότι δεν ετέθησαν σε βάθος τα πολύ σοβαρά θέματα που αφορούν στο παρόν και το μέλλον της Ευρώπης, στα πολιτικά κυριολεκτικά σταυρικά διακυβεύματα στο «μεγάλο κάδρο» όπως συνηθίζω να λέω, στο βαθμό που όλοι συνειδητοποιούμε ότι οι επιπτώσεις για τη χώρα μας και την κοινωνία μας, επηρεάζονται άμεσα και καθοριστικά απ’ αυτές τις διεργασίες.
Είναι σαφές ότι μιλάμε για την Ελλάδα μετά τα μνημόνια αλλά όχι για τη χώρα μας ακόμα εκτός της κρίσης. Το πρόγραμμα το οποίο εξετέθη από τον Πρωθυπουργό και τα στελέχη μας για τις κοστολογημένες δεσμεύσεις που αφορούν την επόμενη τριετία σε όλα τα βασικά ζητήματα της οικονομίας, της κοινωνίας και των θεσμών, με επίκεντρο το σταυρικό ζήτημα της αντιμετώπισης της ανεργίας και της αναδιανομής υπέρ των πλέον αδυνάτων, απαντάει ευθέως σε αυτό το ερώτημα. Αποτελεί την εναλλακτική με το ακραία νεοφιλελεύθερο σχέδιο, το οποίο ομολογημένα ή ανομολόγητα βρίσκεται στην καρδιά αλλά και στις λεπτομέρειες του αντίπαλου σχεδίου της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του κ Μητσοτάκη.
Αυτό το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα επιπλέον θετικό υπόβαθρο που προσδίδει αξιοπιστία και φερεγγυότητα στη ρητορική, σε αντίθεση με το πρόσφατο αλλά και το απώτερο παρελθόν, όταν δηλαδή δεν υπήρχαν οι πραγματικοί οικονομικοί πόροι και η κατάσταση της πραγματικής οικονομίας που θεμελίωναν και δικαιολογούσαν τέτοιου είδους μέτρα, διαμορφώνοντας την εύλογη εντύπωση στο λαό ότι είναι «κρεσέντο προεκλογικών παροχών» από ένα αφερέγγυο πολιτικό σύστημα.
Κινούμενοι λοιπόν μέσα στο πλαίσιο των δεσμεύσεων, με την έννοια των συγκεκριμένων στόχων, οι οποίες έχουν αναληφθεί από τη χώρα μας προς τη διεθνή κοινότητα των δανειστών και έχοντας μέσω της αναδιάρθρωσης του χρέους ένα καθαρό διάδρομο δεκαπενταετίας για την εφαρμογή αναπτυξιακών πολιτικών με κοινωνικό και οικολογικό πρόσημο, εκτιμώ ότι θα γίνει φανερό στον ελληνικό λαό, τόσο ότι είναι ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα, όσο και κυρίως ότι ως πρωθυπουργός ο Α. Τσίπρας και ως πλειοψηφία ο ΣΥΡΙΖΑ που είναι καρδιά της ευρύτερης προοδευτικής συμμαχίας, θα μπορέσουν να το υλοποιήσουν και θα είναι ανάχωμα σε καταστροφικές και αντικοινωνικές πολιτικές.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός ζήτησε συγγνώμη για τις ρουσφετολογικές μετατάξεις. Χειριστήκατε λάθος το θέμα; Μήπως μπήκατε τελικά και εσείς στο λογική άλλων κυβερνήσεων του παρελθόντος «έλα μωρέ δε βαριέσαι να βοηθήσουμε και μερικά δικά μας παιδιά» και κάπου εκεί ξέφυγε ο έλεγχος της κατάστασης;
Ούτε κατά διάνοια δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Θέλω να είμαι πάρα πολύ ευθύς ότι και στον τομέα τον εργασιακό –που πάντοτε ήταν πολύ ευαίσθητος στη Βουλή στην οποία επί χρόνια είχε οικοδομηθεί ένα σύστημα πελατειακών σχέσεων- έγιναν σημαντικά βήματα και πορευτήκαμε με ριζικά διαφορετική πολιτική. Δεν έφυγε κανείς, κάτι που αν συνέβαινε θα ήταν αδιανόητο σε συνθήκες κρίσης. Προκηρύξαμε μέσω ΑΣΕΠ και τις 17 θέσεις μονίμων υπαλλήλων που δικαιούτο η Βουλή την τελευταία τετραετία και «τακτοποιήσαμε» τόσο το θολό καθεστώς των υπηρεσιών καθαριότητας που ήταν σε εργολάβους, όσο και το ζήτημα των δεκάδων ειδικών φρουρών που έληγε η θητεία τους και βεβαίως λειτουργήσαμε πλέον με έναν ενιαίο, διαφανή και ψηφισμένο Κανονισμό της Βουλής που δεν επιτρέπει τις προεδρικές αυθαίρετες παρεμβάσεις.
Ειδικότερα για το ζήτημα των μετατάξεων, η Βουλή καθυστερημένα εναρμονίστηκε με τον νέο Νόμο του 2016 της κινητικότητας και με διευρυμένης πλειοψηφίας απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής από το Φλεβάρη, μετά από πίεση μάλιστα τόσο στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όσο και του συλλόγου των υπαλλήλων, προχωρήσαμε στην έναρξη αυτής της διαδικασίας δίνοντας προς όλους τους ενδιαφερόμενους αυτό το δικαίωμα, βεβαίως μέσα στο πλαίσιο των περιορισμών που βάζει η σχετική νομοθεσία. Ανταποκρίθηκαν 64 υπάλληλοι ήδη της βουλής και με μια διαδικασία που απαίτησε περίπου 2 μήνες με τα υπουργεία συγκεντρώθηκαν αυτές οι περιπτώσεις που προφανώς δεν αφορούν μόνο αποσπασμένους επί ΣΥΡΙΖΑ, λίγο πριν τις Ευρωεκλογές και την ενδιάμεση μεταβατική φάση.
Έχω πει ευθέως ότι εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως κάναμε λάθος για το ότι δεν αφήσαμε να εξελιχθεί αυτή η διαδικασία –η οποία θα εξελιχθεί είτε έτσι είτε αλλιώς κατά νομό- μετά και τις Εθνικές εκλογές, στην τελική της φάση και δημιουργήθηκε το έδαφος για μια σκληρή δημόσια αντιπαράθεση αλλά και αυστηρή και εύλογη κριτική προς τη Βουλή μέσα στην κοινή γνώμη. Η παραδοχή αυτή, στην οποία αναφέρθηκε και ο Πρωθυπουργός προσφάτως, έχω πει επίσης μέσα στην αίθουσα της Βουλής, ότι δεν αλλάζει την άποψή μου για τις σοβαρές τομές οι οποίες έγιναν στον εργασιακό τομέα χωρίς καμία ρουσφετολογική διάθεση και επ’ αυτού έχουν γνώση και γνώμη όλες οι πολιτικές δυνάμεις και τα επιτελεία που βρίσκονται μέσα στη Βουλή.
Κε πρόεδρε θα ήθελα την εκτίμηση σας για τη συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τον Πάνο Καμμένο και τον Νίκο Κοτζιά. Ήταν ένας χαρούμενος «πολιτικός γάμος» που κατέληξε σε ένα άσχημο διαζύγιο και εν κατακλείδι έβλαψε το κόμμα σας; Ή υπήρχαν και οφέλη αν δεχθούμε ότι η Συμφωνία με τα Σκόπια προσμετράται ως ένα θετικό βήμα της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα;
Ο Νίκος Κοτζιάς πρωταγωνίστησε, προφανώς στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής και των πρωτοβουλιών του ΠΘ, στο να αρθεί μια εκκρεμότητα διαχρονική, ένα τραύμα σε ένα κρίσιμο εθνικό ζήτημα. Το έκανε με τον καλύτερο τρόπο για τα συμφέροντα της χώρας, αλλά και για τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής και δεν είναι τυχαία τα εξαιρετικά σχόλια που έχει αποσπάσει η κυβέρνηση από το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών θεσμών και κυβερνήσεων. Λυπούμαι πράγματι τόσο για τις άδικες επιθέσεις απέναντί του, αλλά και για την επιλογή του ιδίου να παραιτηθεί από την κυβέρνηση το πιο κρίσιμο διάστημα. Νομίζω πως στο πλαίσιο ανασυγκρότησης του γενικότερου προοδευτικού χώρου οι διαδρομές μας και με το Νίκο και τη συλλογικότητά του, το «ΠΡΑΤΤΩ», θα αποκτήσουν κάποια στιγμή ξανά τον κοινό βηματισμό που χρειάζεται.
Η αποτίμησή μου για τον Π. Καμμένο και τους ΑΝΕΛ ταυτίζεται απολύτως με τις -επανειλημμένες επί του θέματος της αποτίμησης της κοινής κυβερνητικής θητείας- θετικές αναφορές που έχει κάνει ο ΠΘ. Βεβαίως θεωρώ ότι εφόσον και όταν έγινε σαφές ότι κατά τη διάρκεια της δικής μας θητείας, βοηθούσης και της κατάστασης στη γείτονα χώρα, θα επιλύετο τελικά το ζήτημα, δεν είχε νόημα και δεν παρήγαγε θετικό πρόσημο από εκεί και πέρα η συνέχιση αυτής της συνεργασίας στο κυβερνητικό επίπεδο, γιατί εκτός της αντιφατικής εικόνας που προσέδιδε η Κυβέρνηση γι’ αυτό το τόσο κρίσιμο ζήτημα, χάσαμε και πολύτιμο χρόνο για να επικοινωνήσουμε και να πείσουμε για την ορθότητα αυτής της επιλογής και την ιδιαίτερη εθνική σημασία που έχει για το παρόν και το μέλλον της χώρας και ιδιαίτερα και των συμπολιτών μας της Ελληνικής Μακεδονίας.
Κάνοντας έναν απολογισμό αυτών των χρόνων του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, τι κρατάτε ως θετικό που δεν θα αλλάζατε με οποιοδήποτε πολιτικό κόστος;
Μου δίνετε την ευκαιρία να επισημάνω ότι αντίστοιχα στη Βουλή ήταν πολύ σημαντικές οι νομοθετικές πρωτοβουλίες σε κρίσιμα ζητήματα δικαιωμάτων και ελευθεριών, αλλά και οι διαδικασίες για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, για την επεξεργασία και τη δημοσιοποίηση του Φακέλου της Κύπρου, για την υπερψήφιση της απαράγραπτης ελληνικής απαίτησης επί των Γερμανικών αποζημιώσεων και βέβαια νομοθετήματα με κοινωνική μεροληψία υπέρ των αδύναμων και ευπαθών κατηγοριών και όσων υπέστησαν βαρύτατες επιπτώσεις από την εφαρμογή των μνημονίων.
Μιλώντας και ως πρώην Υπουργός Εσωτερικών, σας λέω ότι θεωρώ «ιστορικές στιγμές» τόσο τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, όσο και την αντιμετώπιση του δραματικού πολύμηνου και πολύχρονου όπως εξελίχθηκε προβλήματος της άσκησης πολιτικής για το μείζον ζήτημα των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών.
Ο Νίκος Βούτσης είναι ευχαριστημένος από την θητεία του στη Βουλή; Είχατε εντάσεις ακόμη και προσωπική αντιπαράθεση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Τι θα θυμάστε από την πορεία σας στο κοινοβούλιο και τι θα θέλατε να αλλάξετε αλλά ενδεχομένως δεν προλάβατε;
Θα ξεκινήσω από τα αρνητικά, δηλαδή από το ότι θα έπρεπε να υπάρχει εντονότερη και εκ μέρους μου πίεση για να ασκείται με μεγαλύτερη ανταπόκριση ο Κοινοβουλευτικός Έλεγχος, με την παρουσία ει δυνατόν όλων των υπουργών. Επίσης αναγνωρίζω ότι υπήρξαν ενδεχομένως λάθη και παραλήψεις στην αντιμετώπιση πρωτόγνωρων και πολυπαραγοντικών ζητημάτων, μέσα σε μια πολύ δύσκολη οκτακομματική Βουλή, με ισχυρότατες αντιπαραθέσεις και εντάσεις σε όλο το φάσμα του Κοινοβουλευτικού - Νομοθετικού έργου και με την αντιμετώπιση πολύ ακραίων καταστάσεων, κυρίως από την πλευρά και τη ρητορική των βουλευτών της Χ.Α.
Θεωρώ σε κάθε περίπτωση, ότι υπήρξε από την πλευρά μου η πρέπουσα θεσμική προσήλωση, ότι λειτούργησε ο Κανονισμός και βεβαίως το Σύνταγμα της χώρας, ότι κάναμε κρίσεις με αξιοκρατικά κριτήρια κατά νόμο, ότι λειτουργήσαμε άψογα τη Διάσκεψη των Προέδρων με τις επιλογές μας με 4/5 όλων των συνθέσεων των Ανεξάρτητων Αρχών και τις πολλαπλές ετήσιες ακροάσεις των Ανώτατων Δικαστικών, αλλά και την διεύθυνση των πολύωρων συζητήσεων μέσα στο Κοινοβούλιο. Βεβαίως η θητεία σ’ αυτή τη δύσκολη θέση, που είναι ταυτόχρονα Πολιτειακό αξίωμα, δε μπορεί παρά να δέχεται και κριτικές και να επισημαίνονται και λάθη τα οποία ο ίδιος δεν ήμουν σε θέση να αντιληφθώ έγκαιρα.
Θέλω όμως να προσθέσω επίσης την εξαιρετική αναβάθμιση και λειτουργία του καναλιού της Βουλής, την πολύ σημαντική λειτουργιά του Ιδρύματος για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και την πολύ μεγάλη εξωστρέφεια που επιδείχθηκε από τις υπηρεσίες μας για την επαφή με την κοινωνία, που είχε και ως αποτέλεσμα και την ανάκτηση και διεύρυνση μιας επισκεψιμότητας στα όρια των 130.000 συμπολιτών μας ετησίως, εκτός βέβαια και από τις πυκνότατες ακροάσεις κοινωνικών φορέων σε όλες τις Επιτροπές και καθ’ όλη την προετοιμασία του κοινοβουλευτικού έργου.
Ειδικά για το θέμα των εξωστρεφών πρωτοβουλιών, θέλω να επισημάνω τη μεγάλη πρωτοβουλία της Βουλής για να έχει επιτέλους η χώρα μας μετά από δεκαετίες μνημείο και μουσείο μέσα στο Άουσβιτς, για να αποδίδεται ο ελάχιστος φόρος τιμής προς τις δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων, κυρίως εβραίων συμπολιτών μας, που αφήσαν εκεί την τελευταία τους πνοή. Γενικότερα ήμασταν παρόντες σε σειρά πρωτοβουλιών για την ανασύσταση της ιστορικής μνήμης αλλά και τη μάχη της μνήμης απέναντι στη λήθη, που πρέπει να ενταθεί σήμερα σε όλη την Ευρώπη, για να μη ξαναζήσουμε τα δεινά του φασισμού.
Κε Βούτση, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα κόμμα που αφουγκράζεται τις αγωνίες τις κοινωνίας; Ανάλογα και με το αποτέλεσμα των εκλογών, χρειάζεται μια αναμόρφωση στο εσωτερικό του; Μπορεί να μετεξελιχθεί σε ένα νέο κόμμα στο μέλλον ενδεχομένως και με άλλο όνομα; Έχουμε δει στο παρελθόν κόμματα να αλλάζουν πρόσωπα και φυσιογνωμία.
Επ’ αυτού θέλω να είμαι πάρα πολύ σαφής, για το ότι η ριζοσπαστική Αριστερά ως τέτοια και μόνο στη χώρα μας κυβερνά και ζητάει για τρίτη φορά, μέσα και από ευρείες συμμαχίες που σηματοδοτεί η «Προοδευτική Συμμαχία», την ψήφο του ελληνικού λαού.
Δεν θα αλλάξει κάτι ως προς το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, με την έννοια του να μετεξελιχθεί σε μια Κεντρώα ή σοσιαλδημοκρατική δύναμη. Πλην όμως, ο σημερινός κομματικός οργανισμός έχει σαφείς παθογένειες, για τις οποίες όλοι μιλάμε και διαμορφώνουμε απόψεις και προτάσεις.
Παθογένειες που αφορούν τόσο στα ζητήματα των συμμαχιών και της υποστήριξης του μοντέλου συνεργασίας με τους προοδευτικούς σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους της Ευρώπης, όσο και με τη «κοινωνική γείωση» που ήταν απαραίτητο εδώ και χρόνια να έχει οικοδομήσει το κόμμα. Άρα πολλά, πάρα πολλά πρέπει να αλλάξουν, όχι όμως η καρδιά, η ταυτότητα και η γενική στρατηγική του κόμματος.
Για το καλό της χώρας και εάν ποτέ χρειαστεί μια κυβέρνηση συνεργασίας, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να συνεργαστεί με τη Νέα Δημοκρατία, δεδομένου ότι στο μέλλον θα έχουμε τη διεξαγωγή εκλογών με απλή αναλογική και άρα θα είναι σχεδόν αδύνατο η χώρα να κυβερνηθεί από ένα κόμμα;
Εδώ και καιρό, ακόμα και με την εφαρμογή αυτού του τερατώδους εκλογικού συστήματος, στου οποίου την αλλαγή δεν προσέτρεξαν δυνάμεις, πχ. όπως το ΠΑΣΟΚ, να συνδράμουν υπέρ της απλής αναλογικής, έχει διαμορφωθεί η συνθήκη και η αντίστοιχη κουλτούρα για κυβερνήσεις συνεργασίας, οι οποίες όμως έχουν διαμορφωθεί και θα διαμορφωθούν και στο μέλλον, είμαι σίγουρος, γύρω από τους δυο ριζικά διαφορετικούς πόλους που εκφράζουν προγραμματικά, αλλά θα έλεγα και ιστορικά-ηθικά, την καρδιά του πολιτικού συστήματος. Ως εκ τούτου αντιλαμβάνεστε ότι δεν υπάρχει περιθώριο συνεργασίας ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και σε ΝΔ, ανάμεσα στην προοδευτική παράταξη και τη Δεξιά στη χώρα μας.
**Φωτογραφίες: Φρόσω Κανελλίδου