Παρέλαση - Παρωδία
Κυριακή, Οκτωβρίου 27, 2024 - 22:21
…και η Δημιουργική Ασάφεια της Ελληνικότητας
Γράφει ο Μάριος Νόττας*
Υπάρχουν τρεις έννοιες στην υπέροχη γλώσσα μας (ίσως και στα σανσκριτικά, πουθενά αλλού…) η διάκριση των οποίων πιθανώς θα μας έλυνε όλα τα προβλήματα, τρέχοντα και επερχόμενα: Εκπαίδευση, Παιδεία, Αγωγή.
Το πρώτο στοχεύει στην ‘εκμάθηση’ τεχνών και δεξιοτήτων, με έμφαση σε εκείνες που λύνουν τεχνικά θέματα της καθημερινότητας ή μεταφέρουν κάποια ειδική δεξιότητα από τον ‘μάστορα’ (μεταδάνειο, εκ του master) στον μαθητευόμενο. Δυστυχώς με την διασταλτική έννοια, την χρησιμοποιούμε ως υποκατάστατο για εκείνο που θα έπρεπε να νοείται ως στόχος και υποχρέωση της Πολιτείας και του κάθε πολίτη - που είναι η Παιδεία. Ετσι μιλάμε για Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια και Πανεπιστημιακή εκπαίδευση, έναν πρώτο, απαραίτητο, ωστόσο λειψό στόχο.
Το δεύτερο, ‘Παιδεία’, μολονότι μπορεί να περιλαμβάνει το πρώτο, είναι κατ’εξοχήν η διαμόρφωση του ηθικού σκέλους του πολίτη (ή του ανθρώπου), και του δίνει τον διανοητικό οπλισμό να διακρίνει μεταξύ ‘καλού’ και ‘κακού’, εγωισμού και συλλογικού οφέλους, περιλαμβάνοντας έννοιες κλειδιά όπως οικογένεια, θρησκεία, πατρίδα (τρείς κατασυκοφαντημένες λέξεις από την αριστερά, με το άλλοθι των slogan της χούντας των συνταγματαρχών 1967-74) αλλά και άλλων ανώτερων λειτουργιών, όπως η αλληλεγγύη και κοινωνική ενσυναίσθηση (για τα οποία η δεξιά έχει διαχρονικά κατηγορηθεί, ένθεν κακείθεν, πως αγνοεί).
Το τρίτο, ‘Αγωγή’ εμπεριέχει απαραιτήτως το δεύτερο, ενίοτε όχι και το πρώτο. Στα σύγχρονα λεξικά περιγράφεται περίπου έτσι: “Η διαδικασία απόκτησης τρόπων συμπεριφοράς, μετάδοσης αξιών, ιδανικών κ.α. που έχει ως στόχο τη διαμόρφωση του χαρακτήρα”. Η συνοπτική περιγραφή είναι ακριβής. Πρόκειται για μία ατέρμονη διαδικασία που περιλαμβάνει τον πνευματικό οπλισμό της διάκρισης. Εμφορείται από τις ανώτερες ανθρώπινες αξίες και θέτει τις καθημερινές επιλογές και αποφάσεις στη προκρούστεια κλίνη του ‘Καλού’. Έχοντας διαποτίσει την μοναδική ανθρώπινη Συνείδηση του καθενός μας με το σύστημα αξιών και γράδων ενός ανώτερου τύπου οντότητας, υποστηρίζει ένα ‘ηθικό μικρο-κλίμα’ μοναδικό σε κάθε ανθρώπινη προσωπικότητα. Ο βαθμός ανάπτυξής της, καθορίζει και το ποσοστό λαμπρότητας της ύπαρξης, στη κλίμακα ανάπτυξης του βασανισμένου ανθρώπινου είδους.
..Με τις παραπάνω σκέψεις άκουγα, κάπου μακριά, από τα μεγάφωνα την ετοιμασία των μικρών μαθητών για την φετινή παρέλαση. Αναπόφευκτα, έκανα τη τετριμμένη σύγκριση με τα δικά μου μαθητικά χρόνια. Τότε που τα χρώματα ‘μιλούν’ απ’ευθείας στη ψυχή, που οι γιορτές γίνονται αντιληπτές από την ανοιχτή καρδιά ενός παιδιού ως περίοδοι αγάπης και διαφορετικότητας και που οι υπόλοιπες μέρες (‘καθημερινότητα’) αποκτούν διαλεκτική αξία σε αντίστιξη με το γιορτινό τραπέζι της Κυριακής, τα έγχρωμα φώτα των Χριστουγέννων, το άρωμα από τα τσουρέκια τη Λαμπρή.
Στα δικά μου χρόνια λοιπόν, σε δημόσιο σχολείο, ο Γιάννης ο Ντελής έπαιζε το τύμπανο. Ηταν δεξιοτέχνης. Στο μάθημα της Ωδικής, περιλαμβάνονταν χορωδιακές εκδοχές του Εθνικού Ύμνου. Στην χειροτεχνία φτιάχναμε περίτεχνα στολίδια με γαλάζια και άσπρη κόλλα, σπάγκο και ‘κόλλα-γόμα’ (υπάρχει ακόμα, άραγε;). Οι πρόβες της παρέλασης ήταν πολύ περισσότερο από αλλιώτικο μάθημα γυμναστικής (ούτε λέξη για χάσιμο διδακτικών ωρών). Η παρέλαση η ίδια δεν ήταν κοινωνικό γεγονός, είχε νόημα. Και η επίδοσή μας ήταν όχι απλώς φιλότιμη, αλλά υποδειγματική. Όχι μόνο για όποιο βαθύ ή μη νόημα εμπεριείχε. Αλλά και ως άσκηση συλλογικής επίδοσης, αλληλοσεβασμού, συντονισμού και …υπερηφάνειας. Για το ότι φορούσαμε τα ίδια απλά άσπρα μπλε ρούχα, μας παρακολουθούσαν οι συγκινημένοι αγαπημένοι, εκτελούσαμε κάτι για το οποίο είχαμε κοπιάσει (και το αγαπούσαμε). Και διότι ακούγαμε την ίδια μουσική (στην παρέλαση, όχι νωρίτερα) που είχε συνεπάρει τους γονείς μας, όταν οι ίδιοι, ως πιτσιρικάδες 20άρηδες, είχαν βιώσει τις σκοτεινές μέρες δύο στρατιωτικών εισβολών, διαμορφώνοντας τα Έπη που καλούμασταν να γιορτάσουμε.
Πως να μην στενοχωρηθώ;
Το θέαμα στις παρελάσεις πλέον (μιλώντας τουλάχιστον για την Αθηναϊκή εκδοχή τους, στο τέλος του Οκτώβρη και του Μάρτη) είναι κάπως απογοητευτικό. Χωρίς διάθεση αφορισμού (ποτέ δεν φταίνε τα παιδιά) το αποτέλεσμα μοιάζει με αγγαρεία. Μόνο η ευδιαθεσία των παιδιών για τον (σχεδόν ‘θεσμό’) χαλαρό καφέ που θα ακολουθήσει και το συναπάντημα με φίλους και άλλους μαθητές μένει να θυμίζει κάτι από Γιορτή. Αλλά σίγουρα όχι Εθνική Γιορτή. Πράγμα φυσικό, όταν μοιάζει να αποτελεί αποτρόπαια λέξη κάθε τι ‘Εθνικό’. Οταν η αντίληψη της μοναδικότητας του τόσο μεγάλου ηθικού, μορφωτικού και πνευματικού φορτίου των ανθρώπων αυτής της μεσογειακής γωνιάς (και των της Παιδείας τους μετεχόντων) γίνεται επάρατο άγος σύμφωνα με τους επικριτές κάθε μορφής δικαιωματισμού και τους άμετρους γκλομπαλιστές. Άλλωστε η Ελληνικότητα (με το πλήρες φορτίο της λέξης) είναι πολύ περισσότερο από το να είσαι Έλληνας. Και βρίσκεται στον πυρήνα όλων των εθνικών μορφωμάτων της Δύσης, πολύ δε περισσότερο στον πυρήνα αυτών που θέλουμε να ονομάζουμε Ευρωπαϊκές Αξίες (τροφή για σκέψη για την Ευρώπη της επόμενης μέρας).
Τι κρίμα που τα παραπάνω τα ακούμε πιο συχνά από λόγιους αλλοδαπούς Φιλέλληνες, απ’ότι από συμπολίτες μας…
Όμως, όπως καλά ξέρουμε ως συστηματικοί αρνητές των καθεστηκυίων παραδοχών και καθ΄έξιν αιρετικοί, ακόμα και όταν κάτι πρόσκαιρα ‘στραβώσει’, οι γερές ρίζες του Μεσογειακού Πολιτισμού μας αντέχουν. Ενσωματώνοντας τον ανθό των διανοητικών επιτεύξεων που μας συνέχουν, μας προσφέρουν δύο υπερόπλα: Ανοσία στην ανοησία του πρόσκαιρου και ηθική αντοχή για επίδραση στο επερχόμενο. Γένοιτο.
*Ο Μάριος Νόττας ‘φορτώνει’ με την ασχήμια που στην επανάληψή της γίνεται ‘αόρατη’ και μοιρολατρικά αποδεκτή. Θεωρώντας τον εαυτό του,την ‘τάξη’ του και τους φίλους του ως μέρος του προβληματος, γράφει για μικρά και μεγάλα εωσφόρα. Σε περιόδους νηφαλιότητας διευθύνει το ECI - European Communication Institute'.