Ξεραΐλα…
«Ανάθεμα το κράτος, παιδιά μου, ανάθεμά το• αυτό θα φάει το Έθνος»
Νίκος Καζαντζάκης
Δυσκολεύτηκα πολύ σε αυτό το κείμενο της επικοινωνίας μας. Πώς έπρεπε ν’ αρχίσω; Αισιόδοξα και ελπιδοφόρα όπως επιτάσσει η αρχή κάθε νέου έτους ή αρνητικά όπως υπαγορεύει η άτεγκτη πραγματικότητα; Δύσκολος ο δρόμος ανάμεσα στους μελίρρυτους χτύπους της καρδιάς και στις ανοικτίρμονες σειρήνες της προσγειωμένης λογικής. Κυριολεκτικά, εδώ που οδηγηθήκαμε, τα ’χω χαμένα.
Όπως και εσείς, υποθέτω. Μπροστά στο άφωτο σταυροδρόμι, πού να στρίψουμε τη ζωή μας; Στο θνησιμαίο αδιέξοδο του αριστερού δρόμου ή στον ατέρμονα της δεξιάς παρόδου; Να προχωρήσουμε στην ευθεία του αθώρητου ορίζοντα ή να οπισθοχωρήσουμε στις «αποθήκες των παλιών συνηθειών»;
Πώς μας έμπλεξαν έτσι; Πώς αυτοπαγιδευτήκαμε; Πώς δεν καταφέραμε –κατά τον Ελύτη- να διανύσουμε τη μικρή απόσταση του ενός χιλιοστού που μας χώριζε από τη λογική;
Παρατηρώ το πολιτικό σκηνικό και θλίβομαι. Οι αρχολίπαροι όλων των αποχρώσεων, όλων των μέσων κατηγοριών, παίζουν τα ρέστα τους. Ρεφάρουν πάνω στην ένδεια και τις αγωνίες μας. Επιδιώκουν επικρατήσεις και νίκες πάνω στην ήττα της Ελλάδος. Ανεγείρουν οδοφράγματα πολώσεως και ξανάβουν πάλι το μέτωπο μνημονιακών – αντιμνημονιακών. Μη και μείνουμε μια μέρα χωρίς διαίρεση. Λες και σ’ αυτόν τον χρεοκοπημένο τόπο περισσεύουν δυνάμεις. Τραγέλαφος: οι σημερνοί μνημονιακοί είναι οι χθεσινοί πολέμιοί του. Και οι σημερινοί αντιμνημονιακοί είναι οι χθεσινοί υπέρμαχοί του! Όταν όλοι τους, εκείνο το νάρκισσο καλοκαίρι, τον επονείδιστο εκείνον Αύγουστο του 2015, ψήφισαν σύσσωμοι και σύψυχοι το επαχθές 3ο μνημόνιο…
Θα μου πείτε, και πότε δεν ήταν διχασμένη η Ελλάδα, για να μην είναι σήμερα; Έχετε απόλυτο δίκιο. Δεν διχάστηκε στην εθνική παλιγγενεσία του 1821; Δεν διαιρέθηκε, ακόμη, στο θέμα της γλώσσης (στο κατ’ εξοχήν εργαλείο της συνεννοήσεως που μας ενώνει); Λες και η καθαρεύουσα και η δημοτική δεν ήταν οι δύο ιδιωματικές μορφές τής μιας και ενιαίας ζωντανής γλώσσας, αυτής της ελληνικής του Σολωμού ή του Κάλβου, του Παλαμά ή του Παπαδιαμάντη, του Καβάφη ή του Καζαντζάκη• γλώσσα με τόνους - στολίδια κάτι ως «κυματοειδείς αμπελώνες», και με ζώσες ευωδιαστές μιλιές «αναδίδοντας την αλμύρα των θαλασσόχορτων». Αλλά, γιατί να μη διχάσουν οι πολιτικοί μας ταγοί όταν ο λαός στην πλειονότητά του είναι κι αυτός διχασμένος στις αυταπάτες του; Οι μισοί Έλληνες πιστεύουν ότι με τη λήξη (;) των μνημονίων θα παύσει η χώρα να χρωστά… τα μαλλιά της κεφαλής της στους δανειστές της και οι υπόλοιποι μισοί νομίζουν ότι θα επιστρέψουν στην εποχή της «μάσας και της μπάκας». Τότε (2.000 – 2008) που κράτος, επιχειρήσεις, νοικοκυριά ξεκοκάλιζαν δανεικά 500 δισεκατομμύρια ευρώ, κάπου δυόμισι φορές περισσότερο απ’ ό,τι ήταν το ΑΕΠ της χώρας!
Όμως με «αριστερούς» λαϊκισμούς και «δεξιούς» διαχωρισμούς, με αποϊδεολογικοποιημένους σχηματισμούς – διαχειριστές, με πτυχιούχες μετριότητες, με στιλβωμένες γραβατοφορεμένες επιφάνειες και με αποφορά φτηνής κομματίλας που μας έχει κατακλύσει στα τηλεοπτικά κανάλια, η πατρίδα δεν μπορεί να σταθεί. Τι θα μπορούσε να γίνει; Ο λόγος του Οδυσσέα Ελύτη θα μπορούσε να είναι ένας καλός πνευματικός οδοδείκτης: στην κιτρινίλα, στην ξεραΐλα, στη σημασία στ’ αξιώματα, πρέπει –επιτέλους– οι Νεοέλληνες να σταματήσουνε να δίνουνε συνεχώς εξετάσεις και να παίρνουνε άριστα. Θα εισακουστεί; Αν ναι, η ελληνική ατιθάσευτη ψυχή θα μπορέσει και πάλι να κάνει το θαύμα της. Αν όχι, ας ετοιμάζεται η Ελλάδα –έτσι γυμνή από υψηλούς συμβολισμούς και αναφορές που είναι– για τη νέα επονείδιστη υπογραφή της. Όχι σε νέα μνημόνια, αλλά πάνω στο παγωμένο μάρμαρο της λησμοσύνης.
Zωγραφική: Τέσσερις Εποχές/Γ.Τσαρούχης