Τρίτη, 25 Νοέμβρη, 2025 - 13:15

Για τον Διονύση

Ω, Αφέντη Τσουτσουλομύτη…

Γράφει ο Μάριος Νόττας*

Σου έγραφα για τον Διονύση, συχνά - πυκνά.

Που να φανταστώ πως εδώ, στο Βοulevard, πριν ένα μήνα, την ώρα που ‘έκλεινα’ το “Ομιλείτε την Αγγλικήν;” ο Διονύσης άλλαζε πίστα.

 

…Μην σε ξεγελούν τα “πήγε στο επέκεινα”, “εγκατέλειψε το σαρκίο”, “συνάντησε τον βαρκάρη” και άλλα, ποιητικά ή μη, ευρηματικά ή όχι, πικραμένα αυθεντικά ή επίπλαστα.

Ο Διονύσης, -ξέρω, μου το ‘ξομολογήθηκε χθες βράδυ-  απλώς έκανε update, επικαιροποιήθηκε στην υπερβατική πλατφόρμα την οποία ούτως ή άλλως κοινωνούσε, αλλά το έκανε (“πως να σας το πω”, που θα ‘λεγε ο ίδιος) με αδρό, λεπτοφυή και ευγενή τρόπο, όπως δηλαδή έζησε και δημιούργησε. 

…Ποιος άραγε έχει αμφιβολίες πως οι ποιητές κοιμούνται με ξωτικά; 

Οι δημιουργοί, κάθε είδους, είναι η γέφυρά μας με το πριν και μετά. Με τον χωρόχρονο και το άρωμα της προέλευσης και του προορισμού. Μας πετάνε μια σχοινόσκαλα, ώστε κλονιζόμενοι να επιχειρήσουμε μια  στιγμιαία επανασύνδεση όχι με εκείνο που υπάρχει (άρα και θα φύγει) αλλά με εκείνο που Είναι. 

 

Βλέπεις, οι ίδιοι, δεν “φεύγουν”, δεν έφυγαν ποτέ. Το αδιάκριτο νήμα που μας κρατά όλους on line τόσο μεταξύ μας, όσο και με το Αόρατο έχει φυσική υπόσταση για τον θνητό δημιουργό. Είναι ο τηλέγραφός του, η διασύνδεση που του επιτρέπει κλεφτές ματιές σε αυτό που θα μας μεταφέρει ως άξιος υπερβατικός Αγωγιάτης, με την μαγευτική μορφή του Έντεχνου Επικοινωνήματος (πίνακας, στίχος, συμφωνία).

Αυτό το καλώδιο, αυτή η παλλόμενη χορδή θα μας κρατάει εσαεί ενωμένους μαζί του.

Οταν ο δημιουργός μηχανεύεται συγχορδίες, μεταπτώσεις, άτονα ‘σφάλματα’ και θεϊκή ποίηση, το κάνει με υστεροβουλία. Μος κοιτάζει λοξά, αν βρήκε στόχο, σηκώνει το τηλέφωνο και μιλάει με τον Πατσιφά, ανησυχεί για τις πωλήσεις. Εγκαταλείπει το σύμπαν, κλείνεται στο σπιτάκι στο Πήλιο, τσακώνεται με αυτούς που αγαπά, φουσκώνει σαν τον Σταύρο και κυρ Σταύρο (ναι, τον αφέντη Τσουτσουλομύτη) και πικραίνεται με της Αυριανής -και όχι μόνο- τους τρωγλοδύτες. Και γυρίζει το μάγουλο στο άδικο χαστούκι του ‘89-90, λίγο μετά την κατάκτηση της (μέχρι τότε) κορυφής με το Opus Magnus (Ρεζέρβα). Μια παράγραφος γι αυτό, το ‘άλλο’ βρωμικό ‘89, παραμονεύει λίγες γραμμές πιο κάτω..

Ο δημιουργός αδυνατεί να κρατήσει ‘τα αγαθά’ για τον εαυτό του.

Η διαφορά του δημιουργού ως Υπεράνθρωπος (σε σχέση με τους υπόλοιπους εξ΄ημών) είναι στην αντίληψη, την ευαισθησία και την ανίκητη ορμή της διάχυσης.

 

Διαφέρει από τον μύστη-ασκητή. 

 

Ο δεύτερος (ο μύστης) ‘κρατάει’ την μέθεξη. Την χειρίζεται ίσως σε επίπεδα πιο λεπτοφυή και πέρα από την ύπαρξή μας, παραμένει όμως φαινομενικά αδρανής στον κόσμο μας.

…Ενώ ο πρώτος, ο Δημιουργός, ασφυκτιά.

 

Εχοντας βραχεί ο ίδιος στην απέραντη θάλασσα (προέλευσης και προορισμού) εκεί όπου τα λαμπυρίζοντα χρώματα ηχούν και οι ήχοι λάμπουν, θέλει να τινάξει την ουσία και να υγράνει τον κόσμο όλο. Αν δεν το κάνει θα πεθάνει - όχι, έχει δουλειά πριν από αυτό. 

 

Εχοντας μία ασυνείδητη γνώση πως η έννοια του ‘εαυτού’ είναι (υπερβατικά) ανύπαρκτη, χαράζει τα σωθικά μας. Βλέπεις, η μαχαιριά του έντεχνου χασάπη, είναι η καλύτερη απόδειξη της μη-ιδιωτικότητας. Αν κάποιος μπορεί να μας κάνει όλους να κλαίμε, τότε υπάρχει κάτι Ενιαίο στην ύπαρξή μας.

Κάθε ανάσα του Διονύση (1944-2025) ήταν κοινωνία με το αόρατο - όπως συμβαίνει και σε εσένα και εμένα (αν η ‘πράνα’ των σανσκριτικών κειμένων είναι μια ανοησία, τότε απλά διάβασε Σωκράτη). 

Τα πονήματά του (ο Διονύσης είναι πρωτευόντως Ποιητής και οι μουσικές είναι απλώς οι φέροντες οργανισμοί των Στίχων του)  μιλάνε ευθέως στα σώβαθα της ψυχής μας, και μας συνδέουν -έστω και για μια στιγμή- με κάτι μεγάλο, ωραίο, ανυψωτικό, οικείο. 

Το τελευταίο έχει σημασία.

“Οικείο”.

 

Η Τέχνη (“δημιουργία”, αν προτιμάς) είναι ο δρόμος της αφυπνιστικής ανάκλησης.

Δεν υπάρχουν συγκινήσεις καινούργιες.

Κάθε βαθειά ηδονική κοινωνία, κάθε εμβάπτιση του εσώτερου στο μαγευτικό άγνωστο δεν είναι παρά μία επιστροφή.

Είναι μία ακαριαία και άχρονη θύμιση μίας υπόστασης πολύ αληθινής και οικείας, σε σχέση με όσα περατά, σύντομα και βασανιστιστικά επιμένουμε να θεωρούμε ως  

Ύπαρξη.

Ο Δημιουργός θυμάται. Πάει κι έρχεται, βουτάει στη στέρνα της Ουσίας και τινάζεται, σκορπάει και μπολιάζει. 

Ο Διονύσης ήταν καλός, πολύ καλός σε αυτό. Έτσι…

 

Διονύσης Σαββόπουλος, Μάριος Νόττας (Boulevard), Τάσος Οικονόμου (ERT NEWS)

…Μέρος 1ον____________

Άκουσε το Κάλεσμα.

Σε τρυφερή ηλικία, εγκατέλειψε την θαλπωρή μιας πόλης ζεστής, ανθρώπινης, προστατευτικής (Σαλονίκη) για το άγνωστο της μεγαλούπολης, της αδρανούς, της ανθρωποφάγου. Ήρθε στην πρωτεύουσα. Οι πρώτες του εικόνες, καθοριστικές σαν το χαστούκι δασκάλου, οιονικώς ορίζουσες, ξετυλίχτηκαν σε εκείνο το νυχτερινό ταξίδι με το Φορτηγό. Μπορεί άραγε η στιγμιαία απόφαση ενός νταλικέρη να δεχτεί συντροφιά του έναν μουστακαλή χίπι να γίνει το (επι)Δρων αίτιο της διάπλασης μίας νέας συλλογικής αισθητικής που με την σειρά της θα γίνει μέρος του Πολιτισμού αυτού του τόπου; Μπορεί και παραμπορεί. 

Εγεννήθη “Φορτηγό”. Εγινε διθυραμβικώς μέρος της αναδυόμενης κουλτούρας εκείνων που ονειρευόμενοι γέννησαν το όραμα και άρωμα μίας καλύτερης, δικαιότερης, ισόνομης και ευτυχούς παγκόσμιας κοινωνίας. Επηρέασε, συσπείρωσε και μπόλιασε δεκάδες άλλους δημιουργούς που στις δεκαετίες που ακολούθησαν, πίστεψαν πως όταν έχεις Κάτι να Πεις, κάντο σαν τον Διονύση: Το κέλευσμα έχει μυστήριους τρόπους να γίνεται Έργο. 

Μέρος 2ον_______

Εμπιστεύτηκε το Κάλεσμα.

Ο Διονύσης ποτέ του δεν ακολούθησε τον εύκολο δρόμο. Ανοιγε δικό του. Με τον αιρετικό / προκλητικό για την επονομαζόμενη ‘μέση αισθητική αντίληψη’ στίχο του, με τις δαιδαλώδεις ενορχηστρώσεις (αργότερα εμπιστευόμενος και καθοδηγώντας  μάστορες του είδους), με τις οξείες αντιθέσεις του (από την πολυπλοκότητα του Μπάλλου, στην απλότητα του Καραγκιόζη, του Ντιρλαντά και του Δημώδους, ή επανεφεύροντας το Ζεϊμπέκικο) και την αστείρευτη φρεσκάδα ενός εσαεί εφήβου (το εξομολογήθηκε ο ίδιος, στο Ηρώδειο, “50 χρόνια μεταπολίτευση”), θύμιζε ακροβάτη χωρίς δίχτυ ασφαλείας, που η μοναδική του ασφάλεια είναι η Πίστη στη Τέχνη του.

Κατανοητό, καθώς ο Διονύσης ήταν κάτοχος και μίας άλλης τεράστιας Δεξιότητας:

Της έλλογης και παιδευμένης αμφισβήτησης.

Τι κότσια χρειαζόντουσαν για να κάνει το ‘Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο’..;

Από δω μέχρι την Σαλονίκη.

Αν δεν έχεις κοιμηθεί με Ξωτικά δεν μπορείς να αγνοήσεις την κοινωνική απαξίωση για έναν μαχαιροβγάλτη  και τραβώντας την κουρτίνα να φτιάξεις ένα οργισμένο / τρυφερό ποίημα, γροθιά στο στομάχι μας. 

Αν δεν έχεις γράψει στα παπάρια σου τον καθωσπρεπισμό της κοινωνίας του “στιγμιαίου” αδικήματος της δικτατορίας, της κομματίλας και του “εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάρτης” δεν δικαιούσαι να δισκογραφείς τους “Κωλοέλληνες”. Πράγμα που μας φέρνει στο…

Μέρος 3ον______

Δεν απαρνήθηκε το Κάλεσμα

Αντίθετα, το αποδόμησε ψέγοντας εαυτόν, πρώτα απ’όλους.

Ο Διονύσης έκοψε μαλλιά και γένια για να κυκλοφορήσει “Το Κούρεμα”.

Στο κούρεμα, ο Διονύσης στόχευε εαυτόν και τη γενιά του. Ο στίχος που (ηθελημένα;) αγνοήθηκε από όλους τους ‘πονεμένους’ της εποχής ήταν αυτός μπροστά στον καθρέπτη:  «Μα εμείς που είμαστε οι ίδιοι ποιητές πώς να κρυφτούμε/ οι κουρεμένοι επαναστάτες τι να πούμε». Όπως και ο στίχος «ήμασταν πάντοτε μιας ήττας που νικάει την εξουσία/ και ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά, τι τραγωδία»

Κατά τα άλλα, ο Διονύσης παίρνει φόρα και συγκρούεται με πλήρη επίγνωση της σφοδρότητας με κάθε ιερό και όσιο των “προοδευτικών” ψηφοφόρων, προκαλώντας τους “με το κεφάλι πάνω στον πάγκο του χασάπη” (Ἀχαρνῆς, 1977), σε σημείο που να εξυμνεί “τον ίδιο τον διάολο” γράφοντας ένα τρυφερό τραγούδι για τον Μητσοτάκη. Ο δίσκος αυτός γίνεται αφορμή 35 χρόνια αργότερα στη κηδεία του Διονύση, να μείνουν κενές οι θέσεις των εν λόγω εκπροσώπων. 

Σε μία ψύχραιμη θεώρηση του συνόλου του Έργου του Δημιουργού, του μεγέθους του ταλέντου, της συγκυρίας και και του Καλέσματος, ένα μόνο σχόλιο ταιριάζει: Σεβασμός. Σε αυτόν που είναι ικανός να γκρεμίσει τα πάντα, να κάψει γέφυρες, να αρνηθεί φιλίες, να στερηθεί εισόδημα, να πονέσει (όσο πόνεσε ο Διονύσης) για να σταθεί πιστός στην αλήθεια του. Πως αλλιώς θα ήταν αυθεντικός;

Μέρος 4ον_______

Τίμησε το Κάλεσμα

…Με τον μοναδικό τρόπο, που στη λαϊκή θυμοσοφία τα “Στερνά τιμούν τα Πρώτα”.

Ο Διονύσης είχε εκπληκτικό Ξόδι.

Με έναν εντελώς υπερβατικό τρόπο, που μόνο όσοι γνώριζαν τη περιπέτεια της υγείας του ήταν ικανοί να εκτιμήσουν, χορογράφησε μία πολύχρονη, μακρόσυρτη τελετή απολογισμού, απολογίας και συγκινητικού αποχαιρετισμού.

 

Ενώ οι δυνάμεις του έφθιναν (από το ‘21 πάλευε) αποφασίζει να κάνει επίλεκτες εμφανίσεις, προσεγμένες σε βαθμό τελειότητας με παραστάτη την εκπληκτική παραγωγό / παραστάτη Ελένη Καλέση, επικοινωνώντας με τους ‘προσκυνητές’ της Τεχνης του κατα τρόπο συνάμα ανακεφαλαιωτικό και συγκινητικό. 

 

“Μόνο Σταύρο με λένε, μόνο Σταύρο”, ψελλίζει σε αυτές τις τελευταίες εμφανίσεις, δίνοντας εκλεκτική έμφαση, στον αντίποδα του “Αφέντη Τσουτσουλομύτη”, του αυτοσχέδιου Σαββοπούλειου μυθο-ποιητικού σχολίου για την Έπαρση. 

 

Στα πονήματα της Εξόδου προστίθεται ένα εκπληκτικό ανάγνωσμα “Γιατί Τα Χρόνια Φεύγουν Χύμα” που το φιλολογικό ταλέντο του Διονύση (σε συνέχεια της ανεπανάληπτης “Σούμας” με το σύνολο του μέχρι τότε ποιητικού του Έργου) ξεδιπλώνεται ασταμάτητο. Απολογιστικό και βαθειά απολογητικό, με δομή χρονογραφίας “κλείνει” τους λογαριασμούς με την οικογένεια, τους συν-δημιουργούς και τους συμπολίτες του. Με αστείρευτη Σαββοπούλειο τρυφερότητα συγχωρεί και αναζητά ανεκτικότητα και κατανόηση απ’ όσους τον έκριναν, πληγώθηκαν ή βρέθηκαν απέναντι.

Στερνά, ανάλογα του μεγέθους του ανδρός

______________________

…Γράφοντας αυτό το κομμάτι, έσβησα περισσότερα απ’όσα έγραψα. 

Πως αλλιώς να κάνω, όταν έχουν γραφτεί (για πρώτη φορά) τόσα πολλά και τόσο εγκάρδια, από τόσους ικανούς λογοπλάστες; 

…Ετσι, άφησα έξω το μεγαλοπρεπές σχέδιό του (είχα άμεση εμπλοκή) για την Ακαδημία του Ελληνικού Τραγουδιού, την ψύχραιμη ολύμπια μεγαλοθυμία του απέναντι σε βροντερούς επικριτές όπως ο Ραφαηλίδης, αλλά και διάφορα ‘ανέκδοτα’, όπως τις δυσθυμίες του -πάντα πεντάκομψου- Διονύση στο ‘Πράντα’ ! 

Διονύση, Κύριε Σαββόπουλε μένει μόνο ένα ‘Ευχαριστώ’. 

Για όσα έκανες, για όσα δεν γνωρίζεις πως έκανες και για όσα θα συνεχίσεις να κάνεις.

 

Ο Μ.Ν. θυμώνει με την ασχήμια που στην επανάληψή της γίνεται αόρατη και μοιρολατρικά αποδεκτή. Θεωρώντας τον εαυτό του, την ‘τάξη’ του και τους φίλους του ως μέρος του προβλήματος, γράφει για μικρά και μεγάλα εωσφόρα. Σε περιόδους νηφαλιότητας, διευθύνει το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Επικοινωνίας.