Δευτέρα, 13 Οκτωβρίου, 2025 - 15:52

Τα δικά μου καλοκαίρια…

Αγαπώ να βουτάω στη καλοκαιρινή σιωπή μιας προχωρημένης νύχτας, κι έτσι τυλιγμένος στον πυρήνα του γαλήνιου σκότους να επιστρατεύω τις αναμνήσεις μου.

Άλλο ένα καλοκαιράκι πέρασε, άλλος ένας ωραίος χρόνος αναμνήσεων προστέθηκε στη ζωή μας -όσοι τουλάχιστον μπορέσαμε να κάνουμε διακοπές. Πάλι πίσω τώρα, και προχωράμε! Και μεγαλώνουμε, δυστυχώς! Και κρατάμε ζωντανές τις επιθυμίες μας για του χρόνου, πρώτα ο Θεός υγεία να έχουμε. Κι αν κάτι μάς κρατάει ζωντανούς, μέσα σ’ ένα κόσμο παρακμής, αβεβαιότητας και ανατροπής όλων των κανόνων -σ’ ένα κόσμο σχεδόν παντού εμπόλεμο, συμφεροντολογικό, τυχάρπαστο και απόλυτης κυριαρχίας του ισχυρού έναντι του ανίσχυρου, μέχρι εξοντώσεως και του τελευταίου μυρμηγκιού -είναι οι επιθυμίες μας· τα όνειρά μας για τη ζωή. Το ονειρικό ταξίδι σε μια κρυμμένη και θαμμένη διαδρομή προς κάποιον κρυμμένο και θαμμένο προορισμό. Και αλλοίμονο στον άνθρωπο εκείνο, σε  οποιαδήποτε ηλικία κι αν βρίσκεται, που ξεμένει από επιθυμίες και πορεύεται μέσα στον εκμηδενισμό και σε ανονείρευτους κόσμους, είναι σαν να μην ζει. Είναι σαν να τερμάτισε από μόνος του την ύπαρξη και τη ζωή του…

Κι αυτό το κίτρινο καλοκαίρι με τους ανατολίτες ήλιους και τις φεγγαρόλουστες θάλασσες λίγο κράτησε, πολύ γρήγορα τερματίστηκε. Όπως όλα τα ωραία πράγματα στη ζωή. Από μια άποψη καλύτερα! Για φανταστείτε τα ωραία πράγματα να διαρκούσαν συνεχώς, στο τέλος θα τα είχαμε βαρεθεί -και μαζί με αυτά θα είχαμε πλήξει κι εμείς. Θα έπαυαν τα ωραία να ήταν ωραία κι εμείς θα μετατρεπόμαστε  σε μια αυτοματοποιημένη μηχανή επαναλαμβανόμενης παραγωγής της λύπης. Ενώ τώρα, προσδοκούμε τις καλύτερες μέρες για του χρόνου. Λίγο την έχουμε την προσδοκία; -«όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος» (Ανδρέας Εμπειρίκος).

Οι μέρες του θέρους, ιδιαίτερα του Αυγούστου, είναι οι καλύτερες. Οι πιο υπέροχες. Γιατί; Γιατί λειτουργούν πλήρως όλες οι αισθήσεις. Γιατί τα πάντα είναι η εποχή. Τα πάντα είναι καλοκαίρι. Η μυρωδιά μια κυκλαδίτικης ξερολιθιάς είναι σκέτο καλοκαίρι. Το θαλασσόβρεχτο ξωκλήσι με τον γαλάζιο τρούλο είναι κι αυτό σκέτο καλοκαίρι. Η ευωδιά του πράου γιασεμιού είναι ακραιφνές καλοκαίρι. Το άρωμα των γλυκόχυμων φρούτων είναι αυθεντικό καλοκαίρι.  Η παλιά αρχοντική οικία ενός καραβοκύρη στις Σπέτσες, μόνο καλοκαίρι αποπνέει. Οι θάλασσες που υφαίνουν με τον παφλασμό τους τις στεριές, αν μη τι άλλο καλοκαίρι είναι. Ο ουρανός που πλέκει το γαλάζιο ύφασμα του μέσα στα δέντρα, καλοκαίρι είναι. Οι ποικιλόχρωμες πεταλούδες που ανασαίνουν στον άνεμο καλοκαίρι είναι και αυτές. Τα δέντρα που κατοικούνται ξανά από τα απονήρευτα πουλιά και τα αποτρελαμένα τζιτζίκια, που μας συντροφεύουν με τις φωνούλες και τα τραγούδια τους, είναι αληθινό καλοκαίρι. Το κρασί, που τις νύχτες μαλακώνει την καρδιά, είναι αψευδές καλοκαίρι. Το διάβασμα ενός βιβλίου, στη σκιά μιας κληματαριάς -όταν έξω ο ήλιος ξεχειλίζει και πυρώνει τη γη, ή, στο εγκάρδιο λυκόφως σε μια ακρούλα μιας αυλής, ακόμη και στη βεράντα του διαμερίσματος μας, καλοκαίρι είναι κι αυτό…

Το δικό μου καλοκαίρι, ο δικός μου Αύγουστος, περιέχει, εκτός από τα προηγούμενα, και κάποιες άλλες τελετουργίες. Αγαπώ να βουτάω στη καλοκαιρινή σιωπή μιας προχωρημένης νύχτας, κι έτσι τυλιγμένος στον πυρήνα του γαλήνιου σκότους να επιστρατεύω τις αναμνήσεις μου. Και αυτές εδράζονται στον «μονίμως χαμένο παράδεισό μου», για να χρησιμοποιήσω μια φράση ενός πολύ οικείου μου προσώπου, του ζωγράφου και διανοούμενου Σωτήρη Σόρογκα. Όπου ο χαμένος παράδεισος δεν είναι άλλος από τις εικόνες των παιδικών χρόνων. Σχεδόν μέχρι να ξεπροβάλει το πρώτο αμυδρό φως της ημέρας, για ώρες ολόκληρες αφήνω ελεύθερο το μυαλό μου να ταξιδέψει στα πολύ πίσω της ηλικίας μου, στα αμέστωτα ακόμη χρόνια μου, και να τριγυρίσει στη λάμψη και στο θάμπος των λιωμένων ήλιων αλλοτινών καλοκαιριών. Αλλοτινών και δικών μου Αυγούστων! Ιδιοτροπία; Το πιθανότερο! Ας μην ξεχνάμε όμως, ότι το κάθε άτομο είναι για τον εαυτό του ένας μόνος του. Μια μοναδικότητα, μια μονάδα σε μια κοινωνία.

Κι εκεί, μέσα στη σιωπή της προχωρημένης νύχτας, με τη ζεστή ανάσα της καλοκαιρινής νύχτας να με τυλίγει, προβάλλονται από την οθόνη του μυαλού μου πρόσωπα και εικόνες. Πρόσωπα που πλέον δεν υπάρχουν, και εικόνες που πλέον δεν επαναλαμβάνονται. Αυτή η νυχτερινή διεργασία του μυαλού μου πότε με χαροποιεί και πότε με πικραίνει. Στεναχώρια, γιατί από εκείνους τους θερινούς μήνες, σήμερα απουσιάζουν οι γονείς και κάποιοι φίλοι μου. Χαρά, γιατί η καλοκαιρινή μου νιότη έπλεε σε καλοσυνάτες μέρες. Μέρες απλές, άδολες και αυθεντικές -που τότε ο παραθερισμός δεν ήταν βιομηχανία και γκλάμουρ καταστάσεις, αλλά το ταπεινό προσκύνημα και ανάταση ψυχής στο μεγάλο δημιούργημα του Θεού, στη φύση…

Στα δικά μου καλοκαίρια της νιότης δεν πήγαινες στην παραλία για να ακούσεις δυνατή μουσική από τα γιγάντια ηχεία των κάθε λογής μπιτσόμπαρων, αλλά για να αφουγκραστείς τον φλοίσβο ενός ειρηνικού κύματος πάνω στην άμμο. Δεν πήγαινες για να ξαπλώσεις το κορμί σου σε τίποτα ρωμαϊκά ανάκλιντρα, κάτω από εξωτικούς τεχνικούς ίσκιους φύλλων φοινίκων, αλλά  για να κολυμπήσεις και να νιώσει το σώμα σου την δροσιά και την αλμύρα της θάλασσας -που κάτω από την δροσερή σκιά ενός πεύκου ένιωθες το αεράκι να σου ανανεώνει το μυαλό. Δεν πήγαινες για θαλάσσιο μπάνιο για να παραγγείλεις στην παραλία ακριβά εδέσματα και ποτά κοκτέιλ, αλλά εάν ήθελες να ξεγελάσεις την όρεξη που σου άνοιγε η θάλασσα, αρκούσε το τάπερ της μαμάς με ό,τι είχε μέσα, με  ό,τι πρόχειρο είχε παρασκευάσει αποβραδίς.

Εκείνα τα παλιά καλοκαίρια, τότε που είμαστε παιδιά, και διακοπές να μην πηγαίναμε και στην Αθήνα να μέναμε (πράγμα πολύ σπάνιο καθώς η κάθε οικογένεια, και η πιο φτωχή, είχε τον τρόπο να βρεθεί σ’ ένα παραθαλάσσιο τόπο), πάλι καλοκαιρινοί αισθανόμαστε. Στο πυρωμένο τσιμέντο, που βρέχαμε την κάψα του με το λάστιχο, παίζαμε με τους συνομήλικους μας τα διάφορα παιγνίδια του δρόμου, και το βράδυ όταν είχε σχολάσει ο φύλακας του πάρκου (γιατί μας κυνηγούσε ο μπαγάσας και μας έσκιζε την πλαστική μπάλα) παίζαμε ποδόσφαιρο στο ολόφρεσκο κουρεμένο γρασίδι. Νωρίτερα, τα απογεύματα, τρώγαμε τα παγωτά μας -και τα μετρούσαμε κάθε φορά, ώστε στο τέλος της σεζόν να κάναμε στην παρέα τον απολογισμό για να δούμε ποιος είχε φάει τα περισσότερα. Και τα κεχριμπαρένια μεσημέρια, ονειρικά ήταν κι αυτά -με τα χάρτινα καραβάκια που αφήναμε στις λιμνούλες της περιοχής, με τους βόλους που παίζαμε και με τα περιοδικά που ανταλλάσσαμε μεταξύ μας τα παιδιά (τα «Κλασικά εικονογραφημένα», το «Μπλεκ» και τον «Μικρό Σερίφη»). Και μόλις πετάξαμε λίγο μπόι, και τα πόδια μας πατούσαν στη γη, πιάσαμε τα κανονικά ποδήλατα (αφήνοντας στην άκρη τα παλιά με τις βοηθητικές ρόδες) και το ρίχναμε με τους φίλους στις καλοκαιρινές ποδηλατάδες, σε αποστάσεις μακρύτερες από την περιοχές που  μέναμε. Και όλα αυτά τα απλά και τα μικρά μας έκαναν χαρούμενους. Κι αυτή ήταν η μαγεία του καλοκαιριού, που δεν υπήρχε μέρα που να μην είμασταν ευτυχισμένοι. Που από το πρωί μέχρι το βράδυ μας έχανε το σπίτι. Και ας μέναμε στην Αθήνα αυγουστιάτικα, η θάλασσα δεν μας έλειπε. Μας πήγαινε η μητέρα για μπάνιο στις κοντινές παραλίες της Αττικής (συνήθως στην Βουλιαγμένη και στην Βάρκιζα) και περνάγαμε εξαίσια κολυμπώντας και παίζοντας στο νερό με μια μεγάλη μπλε πλαστική μπάλα της NIVEA (την είχαμε κερδίσει στην συσκευασία της αντιηλιακής κρέμας, στο μικρό μπλε στρογγυλό κουτάκι), που προηγουμένως έπρεπε να την φουσκώναμε με το στόμα για κανένα πεντάλεπτο. Όπως φουσκώναμε και τα στρώματα θαλάσσης…

Ήταν τότε τα καλοκαίρια που όλο περιμέναμε. Τα πάντα περιμέναμε. Περιμέναμε με ανυπομονησία την ώρα που θα πέρναγε από τη γειτονιά με το τροχήλατο καροτσάκι του ο ασπροντυμένος παγωτατζής για να αγοράσουμε τα παγωτό «ξυλάκι». Περιμέναμε το λεωφορείο ή το πούλμαν κάποιου τουριστικού γραφείου για να μεταφερθούμε σε κάποια κοντινή παραλία. Περιμέναμε το απογεύματα να έμπαινε απαγορευτικό στην κυκλοφορία των αυτοκινήτων (στη Φωκίωνος Νέγρη) και να κάναμε ακίνδυνα το πατίνι μας. Περιμέναμε το απόβραδο να σχόλαγε ο φύλακας του δήμου, και ανεμπόδιστα να κλωτσούσαμε το τόπι μας. Περιμέναμε πως και πως την υπόσχεση τού πατέρα για δώρο ένα ποδήλατο, εάν είχαμε πάρει καλούς βαθμούς στα μαθήματα. Περιμέναμε πως και πως τα καινούργια πέδιλά μας από τον «Μούγερ» της Πατησίων. Περιμέναμε, περιμέναμε, περιμέναμε…Κι όταν αποκτούσαμε αυτά που περιμέναμε (και τα αποκτούσαμε σχεδόν όλα), η προσμονή τους μάς είχε κάνει να τα χαρούμε διπλά και τριπλά -απ’ ό,τι εάν τα είχαμε μεμιάς. Είμασταν μονίμως ευτυχισμένα παιδιά…

Σήμερα, που οι πάντες (σχεδόν), μικροί και μεγάλοι, έχουν τα πάντα τη στιγμή που τα θέλουν, είναι μονίμως ανικανοποίητοι. Αυτή είναι η διαφορά της τότε με την σημερινή εποχή. Τότε, το λίγο, το απλό και το αργοπορημένο, μάς έκανε ευτυχισμένους. Σήμερα, το άφθονο, το πλούσιο και το άμεσο, μας κάνει δυστυχείς…

Τώρα με αυτά που σκέπτομαι και γράφω, τι προσπαθώ; Τι θέλω να πω στ’ αλήθεια; Προσπαθώ μέσω της μνήμης μου να είμαι αυτό που ήμουν κάποτε; Εάν ναι, τι μεγάλη χίμαιρα ευτυχίας έχω; Όσο κι αν δεν θέλω να το παραδεχτώ, πρέπει επιτέλους να αποδεχτώ πως ότι είναι παλιό έχει πεθάνει. Καινούργιο είναι μόνο το καθετί που ισχύει σήμερα. Μια φορά υπήρξα (υπήρξαμε) παιδί, αυτό δεν επαναλαμβάνεται -όσο κι αν προσπαθώ να διατηρώ κάποιες από τις παλιές συνήθειες, νομίζοντας πως έτσι θα παραμείνω παιδί. Κι αν θέλω να πω κάτι, στον ελάχιστο βαθμό που μου επιτρέπει η ταπεινότητα μου, δεν είναι ότι πρέπει να επιστρέψουμε στις παλιές εποχές. Αλίμονο, τίποτα δεν μένει στάσιμο. Όλα προχωρούν κι όλα αλλάζουν -με τα καλά και τα άσχημα τους. Και οι παλιές εποχές είχαν τα αρνητικά τους. Και σε όλα τα σημερινά, που ως επί τον πλείστον είναι προς το καλύτερο της ζωής μας, πρέπει να προσαρμοζόμαστε. Απλώς, στα νέα δεδομένα που φέρνει η σημερινή εποχή μας, να μην χάσουμε την αυθεντικότητά μας και την ευγένειά μας. Και χαίρομαι που μαθαίνω ότι τα νέα παιδιά, κάτι ως μόδα, στα ελληνικά χωριά συμμετέχουν μαζικά στα πανηγύρια…

Κι εκεί που τον Αύγουστο που μας πέρασε ζούσα τις χίμαιρές μου, κάτω από ένα πευκάκι στην παραλία της Αγίας Παρασκευής, στις Σπέτσες, προσγειώθηκα απότομα στην πραγματικότητα διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα, Ρέυ Μπράντμπερυ, «Το κρασί του θέρους» (Εκδόσεις ΄΄ΑΓΡΑ΄΄). Ευχόμενος καλή συνέχεια, σας παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο -και ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του:

«Αγάπη μου, δεν θα κατανοήσεις ποτέ σου τον χρόνο; Προσπαθείς πάντα να είσαι ό,τι ήσουν κάποτε, αντί για το πρόσωπο που είσαι απόψε. Γιατί κρατάς αυτά τα αποκόμματα εισιτηρίων και τα θεατρικά προγράμματα; Θα σε πληγώσουν κάποια στιγμή αργότερα. Πέτα τα αγάπη μου. Δεν θα βγάλει πουθενά. Όσο σκληρά κι αν προσπαθείς να γίνεις ό,τι ήσουν κάποτε, μπορείς μονάχα να είσαι ό,τι υπάρχει από σένα εδώ και τώρα. Ο χρόνος υπνωτίζει. Όταν είσαι εννιά ετών, νομίζεις πως ήσουν πάντα εννιά και πως έτσι θα είσαι για πάντα. Όταν είσαι τριάντα, σου φαίνεται σαν πάντα να ισορροπούσες εκεί, σε αυτό το λαμπρό κατώφλι της μέσης ηλικίας. Και μετά, όταν γίνεσαι εβδομήντα, είσαι πάντα και στον αιώνα τον άπαντα εβδομήντα. Υπάρχεις στο παρόν, είσαι εγκλωβισμένη σε ένα νέο τώρα ή σε ένα ηλικιωμένο τώρα, αλλά δεν υπάρχει κανένα άλλο τώρα για να δεις. Να είσαι ό,τι είσαι και να θάβεις ό,τι δεν είσαι».