Συνθήκη Σένγκεν και μεταναστευτική κρίση
Τη φετινή χρονιά η Ελλάδα αποτέλεσε το επίκεντρο των δύο μεγαλύτερων κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους η έξοδος από την ευρωζώνη ήταν απειλητικά κοντά και τελικά η Αθήνα και οι πιστωτές της ξόδεψαν μήνες διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμφωνίας και την αποφυγή της διαρραγής της νομισματικής ένωσης. Στο δεύτερο εξάμηνο η Ελλάδα αντιμετώπισε μια τεράστια αύξηση ατόμων, αιτούντων άσυλο, που προέρχονται από τις περιοχές που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση ή εμφύλιες συγκρούσεις και προσπαθούν να φτάσουν στη Βόρεια Ευρώπη. Το τελευταίο διάστημα τα δύο ζητήματα δείχνουν να διασταυρώνονται με πολλά δημοσιεύματα να κάνουν λόγο για προτάσεις μελών της Ε.Ε. να τεθεί η Ελλάδα εκτός της Συνθήκης Σένγκεν, κάτι που υποδηλώνει ότι τα θέματα της μετανάστευσης και του χρέους θα συνδεθούν ακόμη περισσότερο στο μέλλον.
Από τον Μιχάλη Έρνεστ*
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν κουραστεί από αυτό που αντιλαμβάνονται ως έλλειψη συνεργασίας από την Αθήνα στο πλαίσιο της προσπάθειας για την ανάσχεση εισροής των αιτούντων άσυλο στην Ευρώπη. Η υπόθεση παραπέμπει στο γεγονός ότι η Ελλάδα, μάλλον απρόθυμα, αποφάσισε να δεχτεί μια ειδική αποστολή του Frontex για την ενίσχυση των ελέγχων στα σύνορα και ότι καθυστερεί να εφαρμόσει καλύτερη τεχνολογία στην καταγραφή των αιτούντων άσυλο. Αυτό εν μέρει είναι αλήθεια. Ως χώρα που προκαλείται για συνοριακά ζητήματα από την Τουρκία και εθνικιστικά από την ΠΓΔΜ, η Ελλάδα δεν είναι ενθουσιώδης στο να δεχθεί ξένους να περιπολούν τα σύνορά της. Επιπρόσθετα στο προσφυγικό, η Αθήνα έχει επιλέξει, από την αρχή της κρίσης, να επιτρέπει στους αιτούντες άσυλο να εγκαταλείπουν τη χώρα και να μετακινούνται προς την Κεντρική Ευρώπη. Ωστόσο αυτή η στρατηγική γίνεται ολοένα και πιο αναποτελεσματική, αφού αρκετές χώρες κατά μήκος της Βαλκανικής οδού δημιουργούν φράκτες για την ασφάλεια των συνόρων τους και για να ανακόψουν τις προσφυγικές ροές.
Η ουσία του θέματος είναι ότι Ελλάδα και Ε.Ε. έχουν διαφορετική προσέγγιση για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Η Ε.Ε. θέλει η Ελλάδα να ενισχύσει τους συνοριακούς ελέγχους, να βελτιώσει τη διαδικασία εισόδου των μεταναστών στο έδαφός της και να δημιουργήσει νέα hot spots για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο. Η Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, επιθυμεί να σταματά η εισροή μεταναστών από την Τουρκία. Θα ήθελε ακόμη τα μέλη της Ε.Ε. να δεχθούν περισσότερους πρόσφυγες και τέλος να λάβει πρόσθετη οικονομική βοήθεια.
Η Ελλάδα συνδέει επίσης την προσφυγική κρίση με το πρόγραμμα διάσωσης. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η προσφυγική κρίση οδηγεί σε μη αναμενόμενες δαπάνες και ως εκ τούτου οι όροι της διάσωσης πρέπει να χαλαρώσουν. Η «απειλή» για αποβολή της Ελλάδας από τη Συνθήκη Σένγκεν, η οποία εξάλειψε τους συνοριακούς ελέγχους στην Ευρώπη, στην πραγματικότητα δεν θα προσφέρει λύση για τη μεταναστευτική κρίση. Η συντριπτική πλειοψηφία των αιτούντων άσυλο μετακινούνται από τη στεριά, τη στιγμή που η Ελλάδα δεν έχει χερσαία σύνορα με μέλη της Συνθήκης Σένγκεν. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα ήδη περιβάλλεται από χώρες που έχουν σε ισχύ συνοριακούς ελέγχους. Ως εκ τούτου αποβολή της Ελλάδας από τη Σένγκεν θα έχει επιρροή μόνο στα λιμάνια και τα αεροδρόμια της χώρας. Αν άνθρωποι συνεχίζουν να εισέρχονται στην Ελλάδα από την Τουρκία, αλλά δεν τους επιτρέπεται να μετακινηθούν προς τα βόρεια, λόγω των ελέγχων στα σύνορα, η μεταναστευτική κρίση στην Ελλάδα μόνο θα επιδεινωθεί.
Περαιτέρω, μια αποβολή θα αποτελέσει έναν ακόμη οδοδείκτη στη σταδιακή διάβρωση της αρχής περί ελεύθερης κυκλοφορίας στην Ευρώπη. Θα τραυματίσει επίσης την εύθραυστη κυβέρνηση, αλλά θα βλάψει σοβαρά και την αφοσίωση των Ελλήνων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσο περισσότερο η Ε.Ε. μειώνει τα οφέλη που αποκομίζει κάποιος όντας μέλος του ηπειρωτικού μπλοκ τόσο δημιουργούνται σκεπτικισμοί και λιγότερο ενδιαφέρον για παραμονή στη νομισματική ένωση.
Το μέλλον της ελληνικής διάσωσης περνάει από τις αποφάσεις των ίδιων των κυβερνήσεων της βόρειας Ευρώπης που δείχνουν τιμωρητική διάθεση έναντι της χώρας για υποτιθέμενη έλλειψη συνεργασίας στην προσφυγική κρίση. Στο επίκεντρο της διαφωνίας βρίσκονται όμως οι βασικές αδυναμίες της Ε.Ε. Τα ευρωπαϊκά ζητήματα αντιμετωπίζονται ως προβλήματα με συγκεκριμένα κράτη και οι αντικρουόμενες στρατηγικές προτεραιότητες των χωρών αντιμετωπίζονται με «προειδοποιήσεις» για μέτρα σε βάρος τους. Αυτή η στρατηγική δεν αποτελεί βιώσιμη μέθοδο προκειμένου να σταματήσει τον εν εξελίξει πολιτικό κατακερματισμό της Ένωσης.-
*Ο Μιχάλης Έρνεστ είναι Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών