Γεωγραφικού διαχωρισμού πολιτικές επιπτώσεις
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 24, 2018 - 04:35
Η τουρκική στρατηγική στόχευση για την Κύπρο σχηματοποιήθηκε εν είδει διαγράμματος τακτικών κινήσεων πολιτικής τον Δεκέμβριο του 1956. Τότε υπεβλήθη προς τον Τούρκο πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές και η δεύτερη έκθεση του καθηγητή συνταγματικού δικαίου στο πανεπιστήμιο της Άγκυρας, Νιχάτ Ερίμ, που αφορούσε στην δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα επέτρεπαν στην Τουρκία να αποκτήσει σταδιακά και σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα χρόνου τον έλεγχο του χώρου της Κύπρου.
Από την Μερσίλεια Αναστασιάδου*
Σημειώνεται, πως ένα έτος νωρίτερα, τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο 1955, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Φατίν Ρουστού Ζορλού, στην Τριμερή Διάσκεψη που συνεκλήθη στο Λονδίνο από την Βρετανία, υπεστήριξε πως σε περίπτωση μεταβολής του καθεστώτος στην Κύπρο, η νήσος θα έπρεπε να αποδοθεί στην Τουρκία, καθώς συνιστούσε παράγοντα καταλυτικής σημασίας για την ασφάλεια της τουρκικής ενδοχώρας, λόγω της γεωγραφικής προς την Τουρκία εγγύτητάς της.
Με την παραβίαση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης για τον αποικιακό λαό της Κύπρου στο σύνολό του, οικοδομήθηκε η sui generis κατασκευή της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προϊόν συνεταιρισμού Ελλάδας, Τουρκίας, Μεγάλης Βρετανίας, το οποίο έμελλε σύντομα να εκδηλώσει τις δομικές του αδυναμίες και παρεκκλίσεις από την δημοκρατική αρχή. Τον Νοέμβριο του 1963 υπεβλήθησαν, κατά παρακίνηση του Βρετανού υπάτου Αρμοστή στην Κύπρο, Sir Arthur Clark, από τον τότε πρόεδρο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, 13 σημεία τροποποίησης του συντάγματος.
Στις 21 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, αξιοποιώντας η Τουρκία μια πολλά αναμενόμενη προσχηματική αφορμή και με βάση ένα ελάσσουσας σημασίας περιστατικό βίας, υποκίνησε επεισόδια συγκρούσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων σε ολόκληρη την νήσο, τα οποία και απέκτησαν διεθνείς διαστάσεις, με την τουρκική κυβέρνηση να απειλεί με εισβολή. Η Άγκυρα προέβαλλε σταθερά την οπτική πως διακυβεύεται η ασφάλεια των Τουρκοκυπρίων και ως εκ τούτου δεν μπορούν οι δύο κοινότητες να συμβιούν, αλλά θα πρέπει να διαχωριστούν σε διακριτές, εθνικά συμπαγείς γεωγραφικές περιοχές, θέση η οποία εντοπίζεται και στα υπομνήματα του 1956.
Στην συγκεκριμένη οπτική εκτιμούμε πως το γεγονός της συμβίωσης Ελλήνων και Τούρκων στην νήσο για αιώνες είναι αυτόδηλο της εσφαλμένης τουρκικής προσέγγισης. Υπογραμμίζεται, επίσης, πως η εχθρική παράσταση αναφορικά προς το σύνοικο στοιχείο σχηματοποιήθηκε μεσούντος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ εναντίον του βρετανικού
ζυγού, στο πλαίσιο της υιοθέτησης της αρχής του διαίρει και βασίλευε από την αποικιοκρατική δύναμη.
Οι προϋποθέσεις οριοθέτησης πολιτικών απαρχής της διχοτόμησης ετέθησαν εντός 15 ημερών από της 21ης Δεκεμβρίου, όταν και παρεμβαινόντων και των Βρετανών, χαράσσεται η «Πράσινη Γραμμή», που απετέλεσε έκτοτε το όριο φυσικού διαχωρισμού σε δύο κοινοτικές οντότητες, όχι θεσμικά όπως ήταν στην συνταγματική δομή των Συμφωνιών που διημείφθησαν στην Ζυρίχη, αλλά και γεωγραφικά. Τούτο επέπρωτο να υλοποιήσει σταδιακά το σχέδιο του βρετανοτουρκικού παράγοντα για προώθηση της διχοτόμησης. Η εισβολή του 1974 εμπέδωσε de facto και βιαίως την τουρκική φιλοσοφία περί εθνικά ομοιογενών ζωνών στην Κύπρο, με την κατοχή 36% και πλέον της κυπριακής επικράτειας, καθώς και την συνεπακόλουθη μαζική και συστηματική καταπάτηση δικαιωμάτων και ελευθεριών των νομίμων κατοίκων της νήσου.
Εντεύθεν, το πλαίσιο διαπραγμάτευσης για την επίλυση του Κυπριακού υιοθετεί παραμέτρους της τουρκικής στοχοθεσίας, αφού συζητείται, και από την δεκαετία του 1990 εκφράζεται expressis verbis στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, η αντίληψη του διαχωρισμού στην βάση δύο ζωνών, πολιτική που αντανακλάται στην αποδοχή των τετελεσμένων της εισβολής και στην θεσμική νομιμοποίησή τους. Κάτι τέτοιο προδήλως αντιστρατεύεται την δημοκρατική αρχή και το κράτος δικαίου, αλλά επίσης θέτει τις βασικές προδιαγραφές ενός πολιτειακού συστήματος, που δεν συναντάται σε κανένα άλλο από τα 193 αναγνωρισμένα υποκείμενα διεθνούς δικαίου.
Δεδομένης της εκτεθείσας συλλογιστικής μιας βιαίας πρόσδεσης της Κύπρου σε ένα δρομολόγιο τουρκικής στρατηγικής, εφαρμοζομένης επί έξι και πλέον δεκαετίες, θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει τον προβληματισμό ως προς την ευκρινώς και θορυβωδώς αυξανόμενη απειλή επιβίωσης του Κυπριακού Ελληνισμού στην μεγαλόνησο. Τούτο τίθεται επιτακτικώς και εν όψει επικειμένων διαδικασιών διακοινοτικού διαλόγου. Αντικρίζοντας την σταθερώς αρνητική πορεία, θα πρέπει να αναστοχαστούν οι ηγεσίες Κύπρου και Ελλάδος το πώς επήλθαν τα ανωτέρω και πως θα καταστούν σε θέση να αντιμετωπίσουν τις επόμενες μετά βεβαιότητας επερχόμενες κινήσεις της Άγκυρας.
*Διεθνολόγος, Επιστημονική Συνεργάτης Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο