Οι φοβισμένοι
Αν δεν υπήρχαν οι φοβισμένοι, ο κόσμος των θαρραλέων θα έγερνε επικίνδυνα και θα τσακιζόταν η οικουμένη στα βράχια του κυνισμού
Ήταν στο σχολείο κάτι παιδιά χλωμά και αμίλητα. Σπανίως χαμογελούσαν, ποτέ δεν έκαναν φασαρία στο μάθημα, ποτέ δεν συμμετείχαν σε καυγάδες. Ζούσαν σ’ έναν δικό τους κόσμο ερμητικά κλειστό, χωρίς να διαθέτουν καν το χάρισμα του ξεχωριστού που παραπέμπει σε φύσεις καλλιτεχνικές ή σε πρόωρα ανεπτυγμένη φιλοσοφική τάση. Εκείνο που έβλεπες καθαρά ήταν ο φόβος στα μάτια τους. Ένας αδιόρατος φόβος που σκίαζε το βλέμμα τους και δεν τους επέτρεπε να περπατούν με το κεφάλι ψηλά και να σε κοιτάνε κατευθείαν στα μάτια. Κι εγώ που είχα από μικρός τα αντίθετα χαρακτηριστικά -έλεγαν για μένα πως είμαι διάολος, καυγατζής και ανακατωσούρας- πολύ τα συμπαθούσα αυτά τα παιδιά.
Διέκρινα έναν ανεπίδοτο βουβό καημό, μια πίκρα διαρκή, μια «ευγενική μελαγχολία», αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω αν οφειλόταν στα δύσκολα της οικογένειας ή σε κάτι εγγενές, από αυτά που ταλανίζουν τον άνθρωπο και τον κρατούν κλεισμένο στο υπόγειο του διαρκούς φόβου…
Από τότε μέχρι σήμερα ποτέ δεν καταφέρθηκα εναντίον των φοβισμένων. Υπερασπίζομαι τον φόβο, τη διστακτικότητα και την παροιμιώδη δειλία τους όχι από οίκτο αλλά από κάτι ενστικτώδες που μου λέει ότι αν δεν υπήρχαν οι φοβισμένοι, ο κόσμος των θαρραλέων θα έγερνε επικίνδυνα και θα τσακιζόταν η οικουμένη στα βράχια του κυνισμού…