Τετάρτη, 6 Νοέμβρη, 2024 - 10:57

Μανώλης Μητσιάς: «Συγγνώμη Πόλη μου»

Τα τραγούδια παλαιότερα τα έγραφαν άνθρωποι με ταλέντο και όχι με σκοπό την εμπορικότητα. Για αυτό άντεξαν στον χρόνο. Ήταν τραγούδια δημιουργίας.

Ένας βαθιά Έλληνας, ένας μεγάλος λαϊκός ερμηνευτής, ένας λιτός άνθρωπος – είναι οι λίγες μόνο λέξεις που αρκούν για να περιγράψει κανείς  τον Μανώλη Μητσιά και να εξιστορήσει την θητεία / προσφορά του στο γνήσιο ελληνικό τραγούδι σχεδόν επί εξήντα χρόνια. Κι όταν τον κουβεντιάσεις από κοντά, με το ίδιο ξεχωριστό ηχόχρωμα της φωνής του που ερμήνευσε τα ανεπανάληπτα τραγούδια του, θα σε γοητέψει για την σεμνότητα, τις ευαισθησίες και τον ρομαντισμό του. Με την καρδιά του, σαν την καρδιά μικρού παιδιού, στα όσα σου αφηγείται, να χτυπά στην παλιά καλή Ελλάδα, στην Ελλάδα των ποιοτήτων και των αξιών -κάπου εκεί στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Κι ας παρήλθαν τα χρόνια, κι ας γεύτηκε δόξες και επιτυχίες, παραμένει ο εαυτός του, το παιδί εκείνο που δούλευε στα καπνοχώραφα τού χωριού του για τον επιούσιο -που έψελνε στις εκκλησιές για να βρίσκεται μέσα στην παράδοση, μέσα στις ρίζες του. Και ξεχειλίζουν παράπονο τα φυλλοκάρδια του  για την απουσία της Ελλάδας από την Κωνσταντινούπολη -για την αναισθησία διαχρονικά του ελληνικού κράτους και των εκάστοτε πρωθυπουργών, που αδιαφόρησαν για τον διωγμό χιλιάδων Ελλήνων και την εξαφάνιση του Ελληνισμού από την ιστορική κοιτίδα του, την Κωνσταντινούπολη. Κι όταν πρόσφατα επισκέφθηκε την Αγία Σοφία, κατασυγκινημένος αναρωτήθηκε, «Γιατί, εμείς που είμαστε». Και τραγούδησε στη συναυλία του το «Συγγνώμη Πόλη μου».
 
Για τον καταξιωμένο τραγουδιστή δεν χρειάζεται να ειπωθούν περισσότερα. Μπροστά στην απλότητα του, δεν χρειάζονται τα πομπώδη λόγια. Άλλωστε, και ο ίδιος δεν τα έχει ανάγκη. Τα τραγούδια του μίλησαν -και εξακολουθούν να μιλούν, στη ψυχή χιλιάδων Ελλήνων. Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί αναγνώστες, ο Μανώλης Μητσιάς στην Boulevard. .  
 
-Πολιτιστικά / καλλιτεχνικά πως κρίνετε την εποχή μας; Διαπιστώνετε μια πνευματική παρακμή, μια έκπτωση αξιών και ποιοτήτων; Ή, μήπως παράγονται σήμερα πολύ δημιουργικά πράγματα, τα οποία οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δεν αντιλαμβάνονται και η αξία τους θα εκτιμηθεί από τις επόμενες γενιές;
 
Μακάρι να είναι το τελευταίο που λέτε, αλλά νομίζω πως ζούμε μια εποχή πολύ προς τα κάτω, παρά προς τα πάνω. Δεν υπάρχει η δημιουργία που υπήρχε παλαιότερα, ειδικότερα στη δεκαετία του ’70. Δε λέω για τη δεκαετία του ’50, τότε μετά τον πόλεμο, που βγήκαν όλες οι μεγάλες μουσικές δυνάμεις, ο Τσιτσάνης, ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις -οι ποιητές μας, ο Γκάτσος, ο Ελύτης. Ήταν η δεκαετία αυτή που έγινε μια σύμπτυξη δυνάμεων. 
 
-Η αλήθεια είναι ότι λείπουν σήμερα τα «βαριά ονόματα», όπως αυτά που αναφέρατε. Δεν υπάρχουν προσωπικότητες τεράστιας ακτινοβολίας που να μπορούν να κάνουν την Ελλάδα γνωστή στα πέρατα της γης, όπως παλαιότερα. Που οφείλεται αυτό κατά την γνώμη σας;
 
Δεν έχουμε ονόματα γιατί σήμερα ό,τι γίνεται, γίνεται με βάση το κέρδος. «Τι θα κερδίσουμε, τι θα βγάλουμε». Παλαιότερα, ό,τι γινόταν δεν αποσκοπούσε στο κέρδος. Όπως καταλαβαίνετε, ποιότητα και ποσότητα και κέρδος δεν πάνε μαζί. Άμα οι καλλιτέχνες κοιτάνε πως θα οικονομήσουν, είναι σίγουρο τότε πως δεν ενδιαφέρονται για καλό πράγμα. Δείτε το τραγούδι, την δουλειά μου. Δεν το αφήνουν να έχει ποιότητα αυτοί που κινούν τα νήματα της καλλιτεχνίας. Δείτε τι παρουσιάζουν σήμερα οι τηλεοράσεις, τα μεγάλα κανάλια. Δείτε τι παρουσιάζουν κάθε μέρα. Εταιρείες δίσκων δεν υπάρχουν πια. Όλα γίνονται μέσω ενός μικρού βίντεο με τραγουδάκια. Δεν υπάρχει μια επιτροπή να ελέγξει, τι είναι αυτό. Εμείς όταν λέγαμε ένα τραγούδι το ήλεγχε μια επιτροπή. Στην Columbia θυμάμαι υπήρχε μια επιτροπή από συνθέτες και στιχουργούς οι οποίοι ενέκριναν ή όχι ένα τραγούδι. Σήμερα ο καθένας στέλνει ένα τραγούδι από το σπίτι του. Στέλνουν ένα βίντεο και το παίζει η τηλεόραση. Η Ελλάδα δεν βγαίνει πια στο εξωτερικό με ποιότητες, αλλά με την Γιουροβίζιον.    
 
-Τα τραγούδια που έχετε ερμηνεύσει έχουν μια τεράστια αντοχή στον χρόνο. Ακούγονται εδώ και τριάντα και σαράντα και πενήντα χρόνια, χωρίς να έχουν χάσει την μουσικότητα, το νόημά τους και την εκφραστική ερμηνεία τους. Για παράδειγμα «Στη Ελευσίνα μια φορά» και «Μη χτυπάς σ’ ένα σπίτι κλειστό» είναι τραγούδια που δεν χορταίνεις να τα ακούς μέχρι και σήμερα, Σήμερα, λοιπόν, το ελληνικό τραγούδι έχει το στοιχείο της διαχρονικότητας, θα ακούγεται το ίδιο ευχάριστα μετά από μια, δυο, τρεις δεκαετίες -ή, ως επί το πλείστον είναι μιας χρήσης, μιας σεζόν;
 
Τα τραγούδια παλαιότερα τα έγραφαν άνθρωποι με ταλέντο και όχι με σκοπό την εμπορικότητα. Για αυτό άντεξαν στον χρόνο. Ήταν τραγούδια δημιουργίας. Τα δημιουργούσαν οι δημιουργοί τους -και αυτό ήταν το θέμα τους, πως θα το τονίσουν, πως θα το εντάξουν, τι μουσική θα έχει, πως θα τονιστεί το καλό από το κακό. Τα τραγούδια που αναφέρατε εξακολουθούν να ακούγονται από τον κόσμο μέχρι σήμερα εδώ και πενήντα πέντε χρόνια. Σήμερα δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Το σημερινό τραγούδι δεν είναι διαχρονικό, είναι της στιγμής. Τα τραγούδια που άντεξαν στον χρόνο, δεν παίζονται πια σήμερα στα ραδιόφωνα, στην τηλεόραση. Δεν τα παίζουν πια. Εγώ ακούω ραδιόφωνο συχνά, το τι παίζουν το βράδυ είναι να τραβάς τα μαλλιά σου. Έχω να ακούσω τον Μπιθικώτση στο ραδιόφωνο ένα μήνα. Ποιον, τον Μπιθικώτση. 
 
-Μήπως φταίει ότι το τραγούδι έγινε περισσότερο «επιχείρηση»;
 
Πάντα υπήρχαν επιχειρηματίες, αλλά παλαιότερα οι επιχειρηματίες είχαν και μια κουλτούρα. Υπήρχαν τότε ο Τάκης ο Λαμπρόπουλος και ο Αλέκος ο Πατσιφάς. Αυτοί ήταν οι μεγάλοι δημιουργοί του ελληνικού τραγουδιού. Ο Λαμπρόπουλος με την μεγάλη Columbia, τη δεκαετία του ’50, στην οποία συναντήθηκαν ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Μούτσης, Γκάτσος, κι όλοι αυτοί οι μεγάλοι. Αργότερα ήρθε ο Πατσιφάς με το νέο κύμα. Δεν υπάρχουν σήμερα τέτοιοι άνθρωποι.
 
 
-Γιατί η εποχή μας δεν γεννάει τέτοιους ανθρώπους;
 
Γιατί η εποχή μας είναι της ταχύτητας και του χρήματος, και τίποτα άλλο. 
 
-Ξεκινήσατε από τα χαμηλά και φτάσατε στην κορυφή. Το φτωχόπαιδο ενός χωριού της ορεινής Χαλκιδικής, που δούλευε στα καπνοχώραφα, που δεν είχε χρήματα ούτε για τσιγάρα να αγοράσει, βρέθηκε στην Αθήνα στα μεγάλα σαλόνια των μεγάλων δισκογραφικών εταιρειών, να συνεργάζεται με τους μεγαλύτερους συνθέτες και στιχουργούς και τα τραγούδια του να γίνονται τεράστιες επιτυχίες. Που οφείλεται αυτή η πορεία στην κορυφή, μόνο στο ταλέντο σας; Αρκεί μόνο το ταλέντο για να φτάσει ένας καλλιτέχνης ψηλά;
Ταλέντο έχουν κι άλλοι, και μεγαλύτερο από μένα -τραγουδιστικό εννοώ. Ίσως να μην είχαν χαράξει την κατάλληλη πορεία για να φτάσουν σ’ ένα υψηλό σημείο. Πρέπει να ξέρεις με ποιον συνεργάζεσαι, τι τραγούδια θα πεις. Άμα πεις ένα δυο τραγούδια για να μπεις στο εξώφυλλο ενός περιοδικού, δεν θα επιτύχεις. Σ’ εμένα, πολλά από τα τραγούδια μου που έγιναν επιτυχίες ή που τ’ αγάπησε ο κόσμος, χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός. Εάν γινόταν επιτυχία κατευθείαν, εκείνη την στιγμή, μετά από ένα μήνα θα τα ξεχνούσε ο κόσμος. Ποτέ δεν επεδίωξα να πω τραγούδια τα οποία είχα σκοπό γίνουν σουξέ. Ήθελα τα τραγούδια μου σιγά – σιγά να ζυμωθούν με τον κόσμο και ν’ αγαπηθούν. Αυτό έκανα όλα αυτά τα χρόνια. Κοίταγα και με ποιους σημαντικούς ανθρώπους θα συνεργαστώ. Είχα την τύχη να είμαι ένας τραγουδιστής, ο μοναδικός στην Ελλάδα, που είπε τρεις δίσκους του Μάνου Χατζιδάκι σε πρώτη εκτέλεση, έχω πει πάνω από εκατό τραγούδια του Νίκου Γκάτσου. Μην νομίζετε πως όλα αυτά τα τραγούδια είχαν πάντα άμεση ανταπόκριση από το κοινό, ότι τα αγάπησε από την αρχή ο κόσμος. Σιγά – σιγά τα αγάπησε ο κόσμος. Πρέπει να έχεις κουράγιο και υπομονή σαν άνθρωπος.
 
-Έχω διαβάσει ότι πριν επιχειρήσετε να μπείτε στα βαθιά του ελληνικού τραγουδιού, θελήσατε να πάρετε το οκέι από τον Μίκη Θεοδωράκη. Εν καιρώ στρατιωτικής δικτατορίας, το 1968, τον επισκεφθήκατε στο Βραχάτι για να σας ακούσει. Δεν το έχουν κάνει πολλοί αυτό, ίσως και κανένας. Πως το σκεφθήκατε; Πείτε μου για αυτό το τεστ, κι αν σας απέρριπτε, θα συνεχίζατε στο τραγούδι;
 
Δεν ξέρω τι θα γινόταν εάν με απέρριπτε ο Θεοδωράκης, είναι ένα δίλλημα αυτό. Μπορεί να σταματούσα, μπορεί και συνέχιζα για τους φίλους μου στη Θεσσαλονίκη. Δεν ξέρω όμως εάν θα έκανα καριέρα. Μπορεί και να με ανακάλυπτε στη συνέχεια κάποιος άλλος. Εγώ από μικρός δεν έκανα τίποτα άλλο από το να ψέλνω και να τραγουδώ. Μου άρεσε. Όταν λοιπόν πήγα στον Μίκη, μ’ έβαλε να τραγουδήσω.  Ήταν τότε φρουρούμενος στο Βραχάτι, αλλά το ρίσκαρα, ΄΄ας με συλλάβουν΄΄, είπα. Έκατσε λοιπόν στο πιάνο ο Μίκης κι εγώ είπα ένα τραγούδι. Του άρεσε πολύ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μου δώσει τέσσερα τραγούδια από «Τα τραγούδια του Ανδρέα», τα οποία δεν είχαν ακόμη κυκλοφορήσει. Μου είπε να βγω στο εξωτερικό για να τα τραγουδήσω, και να συναντήσω εκεί την Φαραντούρη και τον Καλογιάννη. Τον ερώτησα, «αξίζω;» «Αξίζεις», μου απάντησε. 
Εγώ όμως δεν μπορούσα να βγω έξω, είχα προβλήματα με το καθεστώς. Δεν πήγα. Το «αξίζεις» όμως του Μίκη, μου έφτανε.
 
-Μιλήστε μου για τον Μίκη, τον καλλιτέχνη Θεοδωράκη, τον άνθρωπο Θεοδωράκη.
 
Ο Μίκης ήταν πολύ μεγάλος σαν άνθρωπος. Και μεγάλος σαν καλλιτέχνης. Ήταν πλούσιος σε προσφορά, δεν είχε κόμπλεξ για τίποτα. Συμπεριφέρθηκε άψογα σε όλον τον κόσμο. Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, και το λέω πάντα, ήταν η συμπεριφορά του. Είτε μιλούσε σε αρχηγό κράτους είτε σ’ ένα εργάτη του λιμανιού, η συμπεριφορά του ήταν η ίδια. Η ίδια ευγένεια. Αυτό το παρακολούθησα επανειλημμένως και μου έκανε μεγάλη εντύπωση. 
 
-Συνεργαστήκατε και με τον άλλο τιτάνα της μουσικής, τον Μάνο Χατζιδάκι. Μου τον περιγράφετε;
 
Άλλη μεγάλη προσωπικότητα. Κι αυτός πλούσιος σε προσφορά. Λίγο αυστηρός, αλλά εάν άξιζες θα σου άνοιγε την πόρτα. Εάν δεν άξιζες θα στο έλεγε με τον τρόπο του. 
 
-Και από τους δύο αυτούς μεγάλους συνθέτες, τι μάθατε, τι κρατήσατε το οποίο να αποτέλεσε πυξίδα στην πορεία σας;
 
Από τον Μίκη κράτησα αυτή την αγκαλιά που έδινε σε όλον τον κόσμο. Και τον ηρωισμό του απέναντι στις απειλές για τις πολιτικές του θέσεις. Μπροστά μου τον απειλούσαν «μην κάνεις συναυλία γιατί θα σε σκοτώσουμε», κι έλεγε «εγώ πάω, και ελάτε να με σκοτώσετε». Από τον Χατζιδάκι έχω κρατήσει αυτή την ευφυία που είχε. Αυτή την γλώσσα που την χρησιμοποιούσε μ’ έναν μοναδικό τρόπο. Τον θαύμαζα να μιλάει. Όταν άρχιζε να μιλάει ο Χατζιδάκις, εγώ κρεμόμουν από τα χείλη του να ακούσω τι θα πει. Αυτόν που επίσης θαύμαζα ήταν ο Νίκος Γκάτσος. Είχα την μεγάλη τύχη και την χαρά να βρίσκομαι στην παρέα του. Ο Γκάτσος ήταν ο σοφός της παρέας. Όλοι παρακολουθούσαν με προσοχή το τι θα πει. Ήταν λιγόλογος και ποτέ δεν έκανε τον σπουδαίο. Εγώ τον προκάλεσα επανειλημμένως και του έλεγα ΄΄κύριε Γκάτσο τι να κάνω για αυτό που μου έχουν πει΄΄, και μου έλεγε ΄΄παιδί μου, εσύ ξέρεις΄΄. Σου έδινε πάντα την ευκαιρία να σκεφτείς. Και να είσαι υπεύθυνος των πράξεων σου. Και αυτό το κατάλαβα αργότερα, πολύ μετά, όταν άκουσα τον στίχο του στα ΄΄Ρεμπέτικα΄΄ του Ξαρχάκου, «Μονάχος βρες την άκρη της κλωστής». Τότε είπα, αυτός είναι ο Γκάτσος. Και είχε το μεγάλο ταλέντο, μέσα σε τρεις στίχους να σου πει μια ολόκληρη ιστορία. Ο πιο συμπυκνωμένος ποιητής που βγήκε ποτέ.  
 
-Έχετε μια πορεία κάπου 55 χρόνια στο τραγούδι. Πενήντα πέντε χρόνια χρυσάφι, αγωνίες, στεναχώριες -τι απ’ όλα;
 
Στα πενήντα πέντε χρόνια και παραπάνω, πέρασα πολλές αγωνίες, πολλές στεναχώριες και πολλές απογοητεύσεις, γιατί ενώ τραγουδούσα τα καλύτερα τραγούδια δεν είχαν άμεση ανταπόκριση. Αυτό με στενοχωρούσε στην αρχή. Αλλά, βέβαια, μέσα μου πίστευα ότι αυτά θα γίνονταν επιτυχίες. Από την άλλη, εάν τα τραγούδια είχαν γίνει επιτυχία από τη μια ημέρα στην άλλη, θα είχαν χαθεί. ΄΄Άσε θα καταλάβουν΄΄, έλεγα μέσα μου κι αυτό με παρηγορούσε. Μετά στις μπουάτ, έφευγα τα βράδια χωρίς να έχω πάρει ούτε μια δραχμή -και για πολλούς μήνες.
 
-Η καλύτερη και η χειρότερη στιγμή της καλλιτεχνικής σας πορείας;
 
Η καλύτερη στιγμή ήταν όταν ξεκίνησα την καριέρα μου, σε μπουάτ στην Πλάκα. Τότε, με τον Μούτση και την Γαλάνη, κάναμε επανάσταση στη νύχτα. Οι χειρότερες στιγμές ήταν αυτές που σας είπα πριν, οι απογοητεύσεις που τα τραγούδια μου δεν είχαν κάποιες χρονιές τον αντίκτυπο που εγώ περίμενα. Αλλά να σας πω κάτι, ο τραγουδιστής πρέπει να διαισθάνεται τα τραγούδια, ποια είναι καλά και ποια όχι. Εγώ για να πω την ΄΄Πιρόγα΄΄ του Μικρούτσικου, άλλαξα εταιρεία. Έφυγα από την Columbia, παρακάλεσα και μ’ άφησαν ελεύθερο, για να πάω στην τότε CBS για να πω την ΄΄Πιρόγα΄΄. Και έκανα πολύ καλά γιατί η ΄΄Πιρόγα΄΄ θεωρείται σήμερα ένα από τα τρία τέσσερα κορυφαία τραγούδια του αιώνα. 
 
-Τόσες δεκαετίες στην πρώτη γραμμή του λαϊκού τραγουδιού, βγάλατε αρκετά χρήματα; Και να το θέσω διαφορετικά επειδή είστε ένας πολύ σεμνός καλλιτέχνης και άνθρωπος: Θα μπορούσατε να βγάζατε πολύ περισσότερα χρήματα εάν το θέλατε; 
 
Χρήματα δεν έβγαλα γιατί οι μπουάτ δεν είχαν την δυνατότητα. Μας έδιναν λίγα, όχι όσα έπρεπε να πάρουμε. Δεν έχω παράπονο. Δεν έπαιρνα ποτέ όσα έπαιρναν οι άλλοι, ούτε και το επιδίωξα. Εμένα με ενδιέφερε να τραγουδάω και να έχω ένα μεροκάματο όπως όλοι οι άνθρωποι και να συντηρώ την οικογένειά μου. Τίποτα άλλο. Μου πρόσφεραν τα «κοσμικά» μαγαζιά της παραλίας χρήματα πολλά. Μου δίνανε δεκαπέντε και είκοσι φορές παραπάνω χρήματα απ’ ότι έπαιρνα στην Πλάκα, στις μπουάτ, και είπα όχι. Τι να πήγαινα να έκανα στα κέντρα της παραλίας, να πω τον Γκάτσο και τον Χατζιδάκι; Δεν το έβλεπα ποτέ οικονομικά. Με ενδιέφερε να περνάει ο κόσμος καλά. Και ποτέ δεν έκανα συμφωνία με τον επιχειρηματία ΄΄θέλω τόσα΄΄. Ποτέ, ποτέ. Κι αν μου έλεγε ο επιχειρηματίας ΄΄δεν βγαίνω΄΄, δεν έπαιρνα τίποτα. Δεν ήμουν καλός στα χρήματα. Θυμάμαι στην καριέρα μου μια χρονιά, και ήταν η καλύτερη χρονιά μου, μου είπανε στο «Ζουμ» να πάμε με ποσοστά. Το γέμιζα τρεις φορές την βραδιά, και στο τέλος δεν πήρα μία. Πως τα φέρανε, πως τα κάνανε, μού δώσανε για όλη την χρονιά 20.000 δραχμές. Δεν ήμουν καλός στις μπίζνες. Η γυναίκα μου τα έβλεπε αυτά και μου έλεγε ΄΄θα σε ρίξουν΄΄. Αλλά εγώ δεν τραγουδούσα για τα χρήματα. ‘Ήθελα να εκφραστώ. Δεν βαριέσαι, άδειοι ήρθαμε στη ζωή, άδειοι θα φύγουμε…
 
-Μιας και το θίγετε το θέμα, σας φοβίζει ο θάνατος;
 
Όχι, δεν με φοβίζει ο θάνατος, είναι κάτι που θα γίνει. Αρκεί να φύγουμε μη πονώντας.
 
-Πως θα θέλατε να σας θυμούνται;
 
Όπως θέλει ο καθένας, όπως το έχει στο μυαλό του. Ό,τι κάνω, δεν το κάνω για την υστεροφημία μου, το κάνω γιατί το πιστεύω εγώ. Όπως θέλουν ας με θυμούνται.  
 
 
-Συμβιβασμούς κάνατε στο επάγγελμά σας; Καμιά φορά δεν είναι αναγκαίοι;
 
Έκανα συμβιβασμούς. Έκανα για έναν χρόνο και γύρισα πίσω! Έφυγα από μπουάτ, θυμάμαι, και πήγα σ’ ένα κοσμικό μαγαζί μεγάλο. Πήγα για κανένα χρόνο, είδα τι είναι κι έφυγα. Όμως κι εκεί που πήγαμε, το αλλάξαμε. Πήγαμε στα «Δειλινά», μαζί με τον Χάρρυ Κλυνν και τον Μητροπάνο, και κάναμε την επανάσταση στη νύχτα. Αρχίζαμε δέκα και μισή, δηλαδή το κάναμε μπουάτ, και τελειώναμε δύο τα ξημερώματα. Λέγαμε μάλιστα σαν σλόγκαν, «ανθρώπινες ώρες, ανθρώπινες τιμές». Είχαμε κι έναν επιχειρηματία πολύ καλό, τον Μιχαηλίδη που έλεγε ΄΄κι εγώ μαζί σας, δεν θέλω να βλέπω τα αίσχη που γίνονται στα μαγαζιά της νύχτας΄΄. Τα άλλα μαγαζιά ξεκινούσαν το πρόγραμμα τους στη μία τα ξημερώματα, εμείς αρχίζαμε στις δέκα και μισή το βράδυ, αυτό ήθελε κουράγιο και κότσια για να το κάνεις. Και πήγαμε για πολύ λίγα χρήματα. Δεν πρέπει να γδέρνεις τον κόσμο για να σε ακούσει, ποιος είσαι;
 
-Αλλά το αφήσατε…
 
Ναι, γύρισα πάλι στην μπουάτ. Οι πίστες στα λεγόμενα κοσμικά κέντρα είναι ένα ψεύτικο πράγμα. Οι πίστες και τα λαμέ φορέματα δεν μ’ άρεσαν ποτέ. Ούτε τα πανάκριβα ρούχα και τα Dior που φόραγε ο κόσμος για να επιδεικνύεται. Ήθελα έναν άνθρωπο απλό και καθαρό να με ακούει. Τίποτε άλλο. Οι μπουάτ για εμένα ήταν ό,τι καλύτερο, γιατί είναι χώρος που ακούς καλά τραγούδια και συγχρόνως χώρος που αναδεικνύει και νέα ταλέντα -και χώρος που δεν κάνεις εκπτώσεις σαν τραγουδιστής. Μέσα από τις μπουάτ βγήκαν πολλά παιδιά από το Νέο Κύμα. 
 
-Οι επιρροές σας από ποιο είδος μουσικής είναι; Οι βυζαντινοί ψαλμοί για παράδειγμα σας επηρέασαν; Έχω μάθει ότι μικρός ήσασταν ψάλτης.
 
Με επηρέασε πολύ η βυζαντινή μουσική. Έψαλα στην εκκλησία του χωριού μου μέχρι τα είκοσι μου χρόνια. Άκουγα στο ραδιόφωνο τους μεγάλους ψαλτάδες που είχε η Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη είχε πολύ καλούς ψαλτάδες. Ο Καραμάνης, ο Ταλιαδόρος και ο Χρύσανθος, ήταν τρεις μεγάλοι ψαλτάδες στην Θεσσαλονίκη, οι οποίοι με επηρέασαν πάρα πολύ. Ο καλός ψάλτης, ο βυζαντινός ψάλτης, είναι για μένα αγαλλίαση ψυχής. Με επηρέασε πολύ και το δημοτικό τραγούδι της Μακεδονίας. Και από μικρό παιδί άκουγα τους γονείς μου να τραγουδάνε στα χωράφια μακεδονίτικα.   
 
-Τι ρόλο παίζει στη ζωή σας η θρησκεία; Είστε θρησκευόμενος, εκκλησιάζεστε τακτικά;
 
Είμαι θρησκευόμενος αλλά δυστυχώς δεν έχω πολύ καιρό στη διάθεσή μου για να πηγαίνω στην εκκλησία. Όμως πιστεύω. Δεν είμαι τίποτα φανατικός, αλλά πιστεύω όπως πιστεύουν όλοι οι απλοί άνθρωποι. Πιστεύω στον Θεό και αντλώ δύναμη απ’ Αυτόν. Κι όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα πάω στην εκκλησία. Σίγουρα την Μεγάλη Εβδομάδα ψέλνω. Οπωσδήποτε.
 
-Που πηγαίνετε;
 
Πηγαίνω σε εκκλησίες σε απομονωμένα μέρη κι αυτό, γιατί όταν πήγα μια φορά στην εκκλησία μιας πόλης, ήρθαν και μου ζητάγανε αυτόγραφα και είπα ΄΄αμάν, δεν γίνεται αυτό τα πράγμα΄΄, και έκτοτε απομονώθηκα. Πηγαίνω Μεγάλη Εβδομάδα στην Σύρο και ψέλνω με την χορωδία των παιδιών και μου αρέσει πολύ αυτό. Εδώ στην Αθήνα δεν πηγαίνω γιατί φοβάμαι το κοσμικό. Θέλω να πάω στην εκκλησία της γειτονιάς μου, αλλά εάν πάω θα έρθουν και θα μου ζητούν αυτόγραφα και δεν το θέλω αυτό. Πηγαίνω στο Άγιο Όρος. Έχω πάει πολλές φορές. Πραγματικά μου αρέσει πολύ. Ηρεμώ. Έχω και φίλους μοναχούς. Και μόλις μου ξαναδοθεί η ευκαιρία θα ξαναπάω. 
 
-Να έρθω στη πρόσφατη δουλειά σας, «Συγγνώμη Πόλη μου», και διαβάζω τον στίχο που ερμηνεύετε ΄΄Πόλη πεντάμορφη ποτέ δεν σε ξέχασα, Πόλη αιώνια και λατρεμένη ο πόθος μένει΄΄. Τι είναι για εσάς η Κωνσταντινούπολη, τι συμβολίζει; Το «συγγνώμη» σε τι αναφέρεται;
 
Δεν είχα πάει ποτέ στην Κωνσταντινούπολη, πήγα για πρώτη φορά τώρα τελευταία, στα Θεοφάνια. Με είχε προσκαλέσει ο Πατριάρχης. Έκανα μια συναυλία. Γοητεύτηκα. Πιστεύω ότι είναι η ωραιότερη πόλη στον κόσμο, η πιο όμορφη. Έχω πάει σε πολλές μεγαλουπόλεις, αλλά την γοητεία της Πόλης δεν την έχει καμία άλλη. Το «Συγγνώμη Πόλη μου» σημαίνει κατά τον στιχουργό, ότι τόσα χρόνια δεν κάναμε αυτό που έπρεπε να κάνουμε ως Ελλάδα.
 
-Όπως;
 
Να διεκδικήσουμε πολλά πράγματα. Βασικά, να μην εξαφανισθεί ο Ελληνισμός. Κατά χιλιάδες διώχνανε τους Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη, πριν και μετά το 1955, και η ελληνική πολιτεία δεν έκανε τίποτα. Το κράτος και οι διάφοροι πρωθυπουργοί αδιαφορούσαν. Δε λέω να πάρουμε πίσω την Πόλη, δεν γίνεται αυτό -αλλά έπρεπε να υπάρχει εκεί ο Ελληνισμός. Πήγα στην Αγία Σοφία και συγκινήθηκα και είπα ΄΄γιατί, εμείς που είμαστε;΄΄ 
 
-Ελλάδα, τι είναι για εσάς;
 
Για μένα η Ελλάδα είναι η χώρα της δημοκρατίας και του πολιτισμού. Μακάρι να κρατήσουμε τα ήθη και τα έθιμα που είχαμε σαν Έλληνες και μακάρι να επαναφέρει το κράτος την αρχαία ελληνική γλώσσα. Χωρίς την αρχαία ελληνική γλώσσα χάσαμε το πολιτισμικό μας όραμα. Η αρχαία ελληνική γλώσσα έβαζε τα πράγματα στη θέση της. Μακάρι να επανέλθει στα σχολεία. Είναι έγκλημα που δεν διδάσκεται.
 
Φωτογραφίες: Γιάννης Μάνος