«Ο απατεώνας δούλος»
Και αν στο σημερινό σκηνικό της πολιτικής κουζίνας στην Ελλάδα οι φωνές των διανοουμένων μοιάζουν με ληγμένα υλικά που δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν στις συνταγές της, η ουσία παραμένει η ίδια: Η αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής και η κυριαρχία συμπεριφορών μιας μαζικής κουλτούρας εχθρότητας, μισαλλοδοξίας, εμμονών κα ιδεοληψίας δίχως προοπτική
Νούμερα παντού... Δεξιά κι αριστερά, σαν από άλλο σύμπαν, πιθανές κι απίθανες περιπτώσεις ανθρώπων, θες η κρίση, θες τα χρόνια ψυχολογικά τους προβλήματα, θες και τα δύο ή και κάποια άλλα μαζί, έχουν βαλθεί να πυροβολούν την κοινή λογική και την αισθητική. Η τελευταία δεν έχει σχέση με τα ντυσίματα ή τα χτενίσματα αλλά με τον λόγο, την οπτική και τη δημόσια εικόνα της αντιληπτικής ικανότητας του καθενός.
Και δεν είναι, ντε και καλά, οι διάφορες κλινικές περιπτώσεις μπετοναρισμένων ιδεοληπτικών και ψυχαναγκαστικών που για άλλη μια φορά απολαμβάνουμε στα πάνελ και στα social media, αυτό που προκαλεί την κατάπληξη. Αλλά η μαζική αποδοχή τους και η επίφαση σπουδαιότητας που ντύνει σαν, καλή ώρα, σχολικά βιβλία, την απέραντη σκουπιδολογία.
Δεν έχει νόημα, στην παρούσα φάση, η περιπτωσιολογία. Η αναφορά σε διάφορα νούμερα που υποτιμούν τη νοημοσύνη του μέσου όρου των πολιτών είτε πλασάροντας ανιστόρητες ανοησίες ως περισπούδαστα αποσπάσματα «πολύτιμης» σκέψης είτε διαστρεβλώνοντας την κοινή λογική με ιακωβίνικο πάθος, παμπόνηρους ελιγμούς, κραυγαλέους τακτικισμούς, σκηνοθετημένες τσαντίλες, προετοιμασμένους καυγάδες. Θα είχε, ίσως, ένα κάποιο νόημα, ο προβληματισμός για το πού έχει πάει ο λόγος κάποιων ανθρώπων ικανών, αν όχι να εμπνεύσουν, να προβληματίσουν και να προσγειώσουν τα ανερμάτιστα κοκόρια των media.
Από την άλλη πλευρά, είναι λογικό, όλη αυτή η ιστορία με την ατέλειωτη διαδικασία εκλογών, να διαστρεβλώνει ακόμα και το ίδιο το μήνυμα αλλά και το βαθύτερο νόημα της δημοκρατικής άσκησης. Στις νεωτερικές κοινωνίες ή σε αυτές τις λεγόμενες πολιτισμένες, δεν γίνονται εκλογές για να αντικαθιστά η λαϊκή βούληση την έλλειψη πρωτοβουλίας και την αδυναμία των τεχνικών διακυβέρνησης ή το προσωπικό έλλειμμα ουδενός. Ούτε, βεβαίως, γίνονται εκλογές και για να αντικαθίσταται διά της πλαγίας το σύστημα διακυβέρνησης από ένα στρεβλό μόρφωμα λαϊκής δημοκρατίας, κάτι που ιστορικά απέτυχε χωρίς να έχει ανακαλυφθεί ακόμα κάποιο θεσμικό ισοδύναμο που να προσομοιάζει στις βασικές ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του.
Η καθημερινή διαδικασία που δίνει κανονική και αποδεκτή μορφή ακόμα και στην αποδεδειγμένη γελοιότητα «που είναι πολύ πιθανό να μπει στη Βουλή» δεν είναι τόσο αθώα ούτε και political correct. Δεν είναι φυσιολογικό, φέρ’ ειπείν ο πρόεδρος ενός αστείου κομματικού σκαριφήματος, τύπου Βασίλη Λεβέντη, να χαρίζει επί σειρά ετών το απίστευτο γέλιο από παρακμιακές τηλεοπτικές συχνότητες και μέσα σε λίγους μήνες να λογίζεται ως πιθανότητα μιας κάποιας «δημοκρατικής εκδοχής». Είναι ακόμα μια απόδειξη της ποιότητας του συνολικού πολιτικού προσωπικού στην Ελλάδα, ενδεικτική ή και αντιπροσωπευτική των χαρακτηριστικών των παθών του πλήθους.
Αλλά το θέμα μας είναι οι εξαφανισμένες φωνές των ανθρώπων που έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν. Είναι δεδομένο ότι αυτές οι φωνές έχουν από καιρό αφήσει τα κόμματα πίσω. «Στο μεταξύ, τα κόμματα έγιναν μετα-ιδεολογικά: δεν έχουν πια σαφή κατευθυντήρια γραμμή, ούτε κοινωνική ταυτότητα. Αυτό ισχύει για όλες τις πλευρές της πολιτικής σκακιέρας, κυρίως όμως για τα αριστερά κόμματα που, όπως οι σοσιαλδημοκρατίες και τα κομμουνιστικά κόμματα, είχαν υπάρξει το πρότυπο του μαζικού πολιτικού κόμματος. Όλα τους γνώρισαν διασπάσεις, μεταμορφώσεις, ή ορισμένες φορές αυτοδιαλύθηκαν. Έγιναν πολυσυλλεκτικά κόμματα, catch-all parties σύμφωνα με την έκφραση του Αμερικανού πολιτειολόγου Ότο Κιρχάιμερ. Αυτά τα κόμματα έχουν πολύ λιγότερα ενεργά μέλη από τους προδρόμους τους, δεν έχουν ανάγκη από δική τους εφημερίδα, εκφράζονται μέσω των ΜΜΕ και προσανατολίζουν τη γραμμή τους ανάλογα με τις διακυμάνσεις μιας κοινής γνώμης που μετριέται με σφυγμομετρήσεις, όπως και κάτω από την πίεση διαφόρων λόμπι», γράφει ο Ιταλός καθηγητής Enzo Traverso στο «Τι απέγιναν οι διανοούμενοι;» (εκδ. του εικοστού πρώτου, μτφρ.: Ν. Κούρκουλος). Και δεν θα είχε άδικο αν μέσα στη λίστα των μεταλλαγμένων κομμάτων περιελάμβανε και τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ.
Και αν στο σημερινό σκηνικό της πολιτικής κουζίνας στην Ελλάδα οι φωνές των διανοουμένων μοιάζουν με ληγμένα υλικά που δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν στις συνταγές της, η ουσία παραμένει η ίδια: Η αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής και η κυριαρχία συμπεριφορών μιας μαζικής κουλτούρας εχθρότητας, μισαλλοδοξίας, εμμονών κα ιδεοληψίας δίχως προοπτική. Την οποίαν βεβαίως καλλιεργούν εντέχνως οι διεκδικητές της επανεκλογής. Και αν, τώρα, καταγγέλλονται τα «σταριλίκια» σαν να ήταν επιλογές κάποιου εξωγήινου παράγοντα, τα ερωτήματα για την ποιότητα και τη σοβαρότητα όλων μας παραμένουν.
Η απάντηση μπορεί να είναι απλούστερη και να εξηγεί τη μαζική συμπεριφορά που λέγαμε: «Ο Ιταλός έχει ανταγωνιστικές σχέσεις με το κράτος, τους νόμους, την κοινωνία. Και ο Μπερλουσκόνι είναι η προσωποποίηση αυτού του άναρχου και ατομικιστικού ιδεώδους. (…) Είναι ο υπηρέτης που διασκεδάζει το αφεντικό, αλλά ταυτόχρονα καταφέρνει και του την φέρνει. (…) Ο απατεώνας δούλος. Παλαιότερα, οι Ιταλοί ντρέπονταν κάπως για αυτά τα χαρακτηριστικά τους. Τώρα βλέπουν τον Μπερλουσκόνι πρωθυπουργό και αισθάνονται υπερήφανοι που είναι αγράμματοι, άξεστοι, χυδαίοι και κλέφτες». Αυτά τα λέει ο Νάνι Μπαλεστρίνι, ένας Ιταλός ακτιβιστής και διανοητής που πριν από δύο δεκαετίες βρέθηκε στο στόχαστρο των Αρχών της χώρας του με την κατηγορία της εξτρεμιστικής δράσης και έδωσε συνέντευξη στον δημοσιογράφο Δημ. Δεληολάνη, η οποία δημοσιεύεται στο βιβλίο «Τα θέλουμε όλα» (εκδόσεις Στοχαστής).
Τώρα, ίσως να μη μένει τίποτα άλλο από το να συμβιβαστούμε με το γεγονός ότι όλο με κάποια διακύμανση του μετρίου θα έχουμε να κάνουμε. Αυτές έχουμε…