Πέμπτη, 24 Απρίλη, 2025 - 10:27

Οι πλατείες ξαναγέμισαν, η πολιτική «κανονικότητα» ανατρέπεται

Μετά τις εκλογές του 2019 και κυρίως εκείνες του 2023, ήταν διάχυτη η αίσθηση σε όλη την κοινωνία, ότι οι «άγριες» εποχές του 2011 – 2015 αποτελούσαν πια παρελθόν και ότι το πολιτικό σύστημα είχε βρει ξανά τις σταθερές του, μετά από την παρατεταμένη περίοδο αστάθειας που είχε προκαλέσει η οικονομική κρίση και η επιβολή των Μνημονίων. Ότι οι πλατείες που γέννησε η οικονομική κρίση, έχουν εξαφανισθεί ανεπιστρεπτί, καθώς δεν πρόκυπτε από κάπου ότι θα ανέκυπταν αιτίες για την εκ νέου δημιουργία τους. Ότι επανήλθε η «πολιτική κανονικότητα». Η ΝΔ και προσωπικά ο κ. Μητσοτάκης είχαν επιβεβαιώσει την κυριαρχία τους, έχοντας συντρίψει τον μεγάλο πολιτικό αντίπαλο τους, τον ΣΥΡΙΖΑ, αναγκάζοντας τον κ. Τσίπρα να παραιτηθεί.

Γράφει ο Ηλίας Δημητρέλλος

Λίγους μήνες πριν τις εκλογές είχε μεν προηγηθεί η τραγωδία των Τεμπών, αλλά είχε προκληθεί η πλανημένη, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων εντύπωση, ότι καθώς δεν είχε επηρεάσει το αποτέλεσμα των εκλογών, δεν θα είχε στο μέλλον κάποιο πολιτικό αντίκτυπο. Εν τω μεταξύ, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη, και δη σε τρία πια μικρότερα κόμματα, το δε ΠΑΣΟΚ, με τον κ. Ανδρουλάκη και πάλι αρχηγό, δεν έχει κατορθώσει να κεφαλαιοποιήσει την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, παραμένοντας στα ισχνά δημοσκοπικά ποσοστά του 13-15%, και ως εκεί.

Η υποτίμηση από την κυβέρνηση όμως του πραγματικού αντικτύπου της τραγωδίας των Τεμπών στην καρδιά όλης της κοινωνίας, καθώς και η αδυναμία να δοθούν πειστικές απαντήσεις από την Δικαιοσύνη και τις κρατικές υπηρεσίες, στα αίτια αυτής, παρά το γεγονός ότι είχαν πια περάσει δύο έτη, ανέτρεψαν το πολιτικό σκηνικό. Στην κυβέρνηση ποτέ δεν αντιλήφθηκαν πόσο πόνεσε η κοινωνία από το χαμό όλων αυτών των νέων ανθρώπων, τα οποία ένιωσε ότι ήταν και τα δικά της παιδιά. Δεν κατάλαβε ποτέ ότι όλοι μας ταυτιστήκαμε με τους γονείς, και με τρόμο αναλογιστήκαμε ότι θα μπορούσαμε να είμαστε στην θέση τους. Έτσι, απαξιώθηκαν οι χαροκαμένοι γονείς και οι προσπάθειές τους να αναζητήσουν την αλήθεια, δίνοντας χώρο στις πρώτες «θεωρίες συνωμοσίας», για τις οποίες ουδείς πια μπορεί να βάλει το χέρι του στην φωτιά ότι είναι αληθείς ή κατασκευάσματα, αφού ουδείς μπόρεσε να τις αποκρούσει πειστικώς και εγκαίρως. Και κάπως έτσι, για πρώτη ίσως φορά τόσο δραματικά, μειώθηκε, αν δεν εξαϋλώθηκε κιόλας, η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην Δικαιοσύνη και εν γένει στους πολιτειακούς θεσμούς.

Την ίδια στιγμή, στο συλλογικό πένθος προστέθηκε η αγανάκτηση των πολιτών για την αποδεδειγμένη επί δεκαετίες αδυναμία του Κράτους να τους προσφέρει επιτέλους μία ασφαλή σιδηροδρομική γραμμή από την Αθήνα έως την Θεσσαλονίκη, όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη.

Στα ανωτέρω, ήλθαν να προστεθούν ήδη υφιστάμενα άλυτα προβλήματα, όπως η παρατεταμένη αδυναμία των νοικοκυριών να αντιμετωπίσουν τη συνεχιζόμενη ακρίβεια, η κούραση και η απογοήτευση από την αποτυχία να παταχθεί η ανομία σε κάθε γωνιά των πόλεών μας και σε έκφανση της δημόσιας ζωής, πυροδοτώντας το ούτως ή άλλως εκρηκτικό κλίμα.

Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμούμε και τη συμβολή των προσώπων. Η φυσιογνωμία της κ. Καρυστιανού, το δράμα της ως μάνα, ο λόγος και κυρίως η δράση της, συγκίνησαν και κινητοποίησαν. Οι δε επιθέσεις εναντίον της, από ηλίθιους ή προβοκάτορες, το μόνο που κατόρθωσαν ήταν να την καταστήσουν εμβληματική φυσιογνωμία του «κινήματος των Τεμπών».

Και έτσι οι πλατείες ξαναγέμισαν, πρώτη φορά όμως με τόσο πολύ κόσμο. Στις 28 Φεβρουαρίου κατέβηκε στους δρόμους η μισή Ελλάδα, θα μπορούσε να πει κάποιος σχηματικά, επί σκοπώ αμφισβητήσεως όλων πια.

Στο στόχαστρο είναι ξανά τα πάντα, αυτή την φορά όμως δεν υπάρχει ένας μόνο πολιτικός φορέας που θα μπορέσει να υποδεχθεί όλη την εκλογική πελατεία των πλατειών, όπως ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ το 2011-2014. Ο πολυκερματισμός της Αντιπολίτευσης αριστερά του κέντρου, από τη μία ανοίγει το πολιτικό παιχνίδι για όλους, από την άλλη όμως καθιστά όλους μάλλον μικρούς μεμονωμένους παίκτες. Αυτή τη στιγμή ο πιο υποσχόμενος πολιτικά παίκτης είναι η κ. Κωνσταντοπούλου, η οποία έχει επιτύχει να καρπωθεί σχεδόν αποκλειστικά μόνο εκείνη το κλίμα του ξεσηκωμού συγκεκριμένου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι η κ. Κωνσταντοπούλου που το Σεπτέμβριο του 2015 βρέθηκε εκτός Βουλής, κατόρθωσε να είναι σήμερα ο κύριος πολιτικός εκφραστής του 61% που ψήφισε ΟΧΙ στο Δημοψήφισμα. Επενδύει πολιτικά στον πόνο και την οργή και κερδίζει εκλογικά.

Το ΠΑΣΟΚ του κ. Ανδρουλάκη αδυνατεί να αντιληφθεί ότι το κόμμα του δεν έχει τίποτε πια να κερδίσει εκλογικά, πρωτοστατώντας στην αμφισβήτηση όλων των θεσμών, αφού οι ψηφοφόροι που σκέπτονται και ψηφίζουν έτσι, έχουν αποχωρήσει από το Κίνημα από το 2012 και δεν ξαναγυρίζουν. Δεν θέλει προφανώς να αποδεχθεί ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων που έχουν μείνει ακόμη στο ΠΑΣΟΚ, είχαν ψηφίσει ΝΑΙ στο Δημοψήφισμα. Ούτε φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει, ούτε δύναται, να αντιληφθεί ότι στο αντισυστημικό πλοίο με καπετάνιο την «πρώτη φορά Αριστερά», οι επιβάτες του έχουν κατέβει από το 2019 και έχουν αναχωρήσει για άλλους πια προορισμούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τελειώσει, αλλά δεν το λένε παραέξω, για να μην χάσουν τα κομματικά μεροκάματα και οφίτσια.

Οι πλατείες εκτοξεύουν πολιτικούς σχηματισμούς, εκτός πολιτικού συστήματος. Τόσο το ΠΑΣΟΚ, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ πια, αποτελούν μέρος του συστήματος, έχουν κριθεί ως μέρος της εξουσίας και έχουν καταδικασθεί στη συνείδηση εκείνων που σήμερα το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούν μάταια και αποτυχημένα να καλοπιάσουν, καβαλώντας το αντισυστημικό κύμα που γέννησε η τραγωδία των Τεμπών.

Τέλος, για τη ΝΔ, το πρώτο καμπανάκι ήχησε με την αποτυχία επανεκλογής του κ. Μπακογιάννη στο Δήμο Αθηναίων, η δεύτερη καμπάνα αυτή την φορά, με την άρνηση 1,2 εκατομμυρίων ψηφοφόρων της να πάνε να ψηφήσουν στις Ευρωεκλογές του 2024. Αν ακούσει και τρίτη καμπάνα, θα έχει χαθεί το παιχνίδι.

Προς όφελος; Ουδείς σήμερα γνωρίζει.