Να προλάβουμε τον καιρό μας
Η θρησκεία του χρήματος προσευχήθηκε τόσο πολύ, που οι χιλιάδες προσκυνημένοι (μεταλλαγμένοι μετα –νεο – Έλληνες) –άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο- μυρώθηκαν στο λάδι του εύκολου και κλεμμένου κέρδους.
Μας αρέσουν οι αυταπάτες. Οι αυτεπιγνώσεις και οι ρεαλισμοί –φαίνεται, δεν είναι και τόσο στο αίμα μας καθώς αυτά δεν κυλούν τα όνειρα στα οποία μονίμως θέλουμε να ενοικούμε. Κι αν η ονειροφαντασία είναι λειτουργία του νου προς έμπνευση, ας πούμε, «έχειν καλώς». Αν όμως είναι διαρκής ενέργεια προς έναν απατηλό καλλωπισμό μιας άθλιας πραγματικότητας κι ενός μίζερου εαυτού, τότε «λίαν κακώς». Τότε οι παρενέργειες είναι οδυνηρές και το τίμημα ακόμη πιο επώδυνο. Ένα τέτοιο τίμημα καταβάλει η Ελλάδα εδώ και δεκαετίες κι αυτό γιατί δεν πατούσε στη στη γη. Με αποτέλεσμα, η κοινωνία να τρέχει να προλάβει τον καιρό της, χωρίς ποτέ να τον προφταίνει. Το χάσμα πλέον είναι πολύ μεγάλο και δεν γεφυρώνεται από την μια στιγμή στην άλλη. Χάσαμε πολύ χρόνο από την Μεταπολίτευση και μετά. Ίσως να κερδήθηκε στα πρώτα χρόνια μια πολύ καλή δημοκρατία με κυρίαρχο τον λαό, η οποία όμως προϊόντος του χρόνου ξευτελίστηκε, και στις μέρες μας, αποφασίζουν πλέον, στη θέση των πολιτών, τα media και μια ελίτ πολύ κατώτερη των περιστάσεων. Χάσαμε πολύ χρόνο επί εποχής Α. Παπανδρέου, ο οποίος με τα ηγετικά –πράγματι, χαρίσματα του και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό του μετάλλαξε στην ουσία μια ολόκληρη κοινωνία μεταφυτεύοντας στα πολιτικά της γονίδια τα σπέρματα του λαϊκισμού, της αναξιοκρατίας και της ήσσονος προσπάθειας. Η εποχή Σημίτη ένας χαμένος χρόνος ήταν κι αυτή. Η θρησκεία του χρήματος προσευχήθηκε τόσο πολύ επί των ημερών του, που οι χιλιάδες προσκυνημένοι (μεταλλαγμένοι μετα –νεο – Έλληνες) –άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο- μυρώθηκαν στο λάδι του εύκολου και κλεμμένου κέρδους. Η εποχή Τσίπρα, αναδυόμενη μέσα από μια χρεοκοπία, σ’ ένα κλίμα δικαιολογημένης οργής, διέψευσε όλους τους διαψευσμένους και μαζί με αυτούς την ταλαίπωρη Αριστερά. Στο ενδιάμεσο όλων αυτών των εποχών, οι συντηρητικές κυβερνήσεις από την κεκτημένη ταχύτητα που είχε αναπτύξει ο λαϊκισμός δεν μπόρεσαν να…γυρίσουν το παιγνίδι. Σε όλη αυτή την διαδρομή μεγάλες περίοδοι της Ιστορίας ξεριζώθηκαν από την συλλογική συνείδηση του λαού. Ο πατριωτισμός δυσφημίστηκε από έναν ανερχόμενο εθνομηδενισμό, προερχόμενο τόσο από τον φιλελευθερισμό όσο από τον προοδευτικό σοσιαλισμό. Η αστική – μεσαία τάξη σχεδόν εξουδετερώθηκε και νεήλυδες του χρήματος –μέσω της διαπλοκής και της διαφθοράς, έγιναν καθεστώς.
Και εδώ είναι το πρόβλημα της χώρας. Με «ξεθυμασμένο» το αίμα και χωρίς αστική τάξη, η Ελλάδα και οι Έλληνες καλούνται να αναζητήσουν τον χαμένο τους χρόνο. Να προλάβουν τους καιρούς. Πολύ δύσκολο. Η Επανάσταση του Εικοσιένα δεν έγινε από τις ολιγαρχίες της εποχής (με εξαίρεση κάποιους καραβοκύρηδες και οπλαρχηγούς), αλλά από μια «περιθωριακή» ελίτ. Από ευγενείς, αστούς και μικροεμπόρους των ελληνικών παροικιών, σε Ανατολή και Δύση. Όλους αυτούς τους συνείχε η «Μεγάλη Ιδέα» και η ελληνική γλώσσα. Σήμερα στην Ελλάδα δεν υπάρχει τάξη αρίστων να ηγηθεί, δεν υφίσταται τάξη με αστική συνείδηση και οι Έλληνες της διασποράς (τρίτη γενιά πλέον) δεν ομιλούν καν την ελληνική γλώσσα. Πριν από τρεις μήνες σημειώθηκε μια πολιτική αλλαγή. Παρατηρείται μια θετική «κινητικότητα». Αλλά η απόσταση από τις θετικές εντυπώσεις μέχρι του δέον γενέσθαι είναι πολύ μεγάλη. Έχουμε μπροστά μας πολλούς παγωμένους χειμώνες. Τα προβλήματα δεν επιλύονται με επικοινωνιακή διαχείριση, ούτε με ευσεβείς πόθους –όσο καλών προθέσεων κι αν είναι, αλλά με δράση. Η Τουρκία βάζει φωτιά στην περιοχή μας. Ας εγκαταλειφθεί η όποια κομματική υπεροψία (από όλες τις πλευρές) διαφορετικά «ό,τι τάξει η μοίρα μας. Να είμαστε έτοιμοι να τη δεχτούμε μ’ όλο μας το είναι» (Μάνος Χατζιδάκις).