Τρίτη, 21 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ, 2025 - 01:45

1974:Η τραγωδία της Κύπρου

Αδράνεια – Λάθη – Προδοσία

Τα απόρρητα και αποχαρακτηρισμένα έγγραφα μετά την παρέλευση 50ετίας που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΥΠ, σχετικά με το πραξικόπημα και την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974, ήταν περισσότερο μια ενέργεια για το θεαθήναι -παρά ουσίας. Η δημοσιοποίησή τους μικρή συμβολή έχουν στην πλήρη αποκάλυψη όλων εκείνων των μεθοδεύσεων, πριν και μετά από το πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Μακάριο, και που οδήγησαν τελικά στην προδοσία του Ελληνισμού -στην κατοχή σχεδόν της μισής Μεγαλονήσου. Και όπως μετά από εκατό χρόνια εξακολουθούμε μέχρι και σήμερα να μαθαίνουμε και να ψάχνουμε την αλήθεια για την άλλη μεγάλη προδοσία, αυτή σε βάρος του μικρασιατικού Ελληνισμού, το 1922 -έτσι και για το έγκλημα στην Κύπρο, για πολλές δεκαετίες ακόμη, οι επόμενες γενιές θα έχουν να μάθουν πολλά.

Τα αποχαρακτηρισμένα Δελτία Πληροφοριών της που έδωσε στην δημοσιότητα η ΕΥΠ έχουν βέβαια την μικρή τους ιστορική συνεισφορά, υπό την έννοια ότι αποτελούν επίσημα έγγραφα (ντοκουμέντα), πιστοποιώντας γεγονότα -γεγονότα ωστόσο ήδη γνωστά από άλλες σοβαρές μαρτυρίες και πηγές. Όμως, με μια προσεκτική παρατήρηση, διαπιστώνεται ότι η ΕΥΠ δεν έδωσε στην δημοσιότητα το σύνολο των Δελτίων Πληροφοριών της για εκείνη την τραγική περίοδο. Λείπει το Δελτίο της ημέρας της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο, στις 20 Ιουλίου του 1974, όπως και το Δελτίο της παραμονής του πραξικοπήματος της χούντας των Αθηνών εναντίον του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974). Γιατί άραγε δεν είδαν κι αυτά το φως της δημοσιότητας; -ή, μήπως η τότε ΚΥΠ με το κλιμάκιο της στην Λευκωσία δεν συμμετείχε στην ανατροπή του ηγέτη της Μεγαλονήσου; Οπωσδήποτε δε, στο αρχείο της υπάρχουν εκθέσεις και αναλύσεις για τα τραγικά  γεγονότα, τα οποία τα τρώει το μαύρο σκοτάδι -και ποιος ξέρει για πόσα χρόνια ακόμη.

Η γνωστοποίηση των εγγράφων που έκανε η ΕΥΠ για την περίοδο του 1974, το μοιραίο εκείνο καλοκαίρι για τον κυπριακό Ελληνισμό, θυμίζει λίγο πολύ την γνωστοποίηση πριν από περίπου έξι χρόνια του ημιτελούς Φακέλου της Κύπρου, του πορίσματος δηλαδή της διερεύνησης που είχε κάνει η Ελληνική Βουλή πριν από τριάντα χρόνια σχετικά με τις ευθύνες για το πραξικόπημα και την εισβολή στην Μεγαλόνησο. Ένας «Φάκελος» ξεθυμασμένος από τον χρόνο (είχε συνταχθεί από εποχής Ανδρέα Παπανδρέου), ο οποίος όμως δεν κατεδείκνυε σε βάθος τα προδοτικά γεγονότα που είχαν συντελεστεί, κι ούτε τον περίεργο ρόλο όλων εκείνων των προσώπων, στρατιωτικών, πολιτικών και διπλωματών –πέραν των γνωστών πρωταιτίων και πρωτεργατών-, που είχαν ενεργή παρουσία εκ του παρασκήνιου στην τραγική έκβαση της υπόθεσης. Ρόλοι που παίχτηκαν σε Αθήνα, Άγκυρα, Λευκωσία, Ουάσιγκτον  και Λονδίνο.

 Δεν θα πρέπει δε, να αγνοείται πως το νησί της «θλιμμένης Παναγιάς» καρατομήθηκε σε δύο φάσεις. Επί της χούντας του Ιωαννίδη («Αττίλας 1») και επί της δημοκρατικής αλλαγής στην Ελλάδα –επονομαζόμενη και ως Μεταπολίτευση («Αττίλας 2»). Και χρειάζεται να υπενθυμιστεί ότι, τις δύο πρώτες ημέρες της εισβολής και μέχρι την επίσημη εκεχειρία (22/7/1974) η Τουρκία είχε καταλάβει το 6% της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επί Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα, με τον «Αττίλα 2» (14 – 17/8/1974) η Τουρκία το επεξέτεινε στο 38%.

Η χούντα ήξερε για την επέμβαση της Τουρκίας

Τι αποκάλυψαν τα έγγραφα που έδωσε στην δημοσιότητα η σημερινή ΕΥΠ; Ότι η χούντα του Ιωαννίδη είχε προειδοποιηθεί για την επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο. Αυτό ήταν γνωστό εδώ και κάποια χρόνια -δεν χρειάζονταν να μας το μάθει η ΕΥΠ με τα έγγραφα της. Όσοι, λίγο έως πολύ έχουμε ασχοληθεί με την Κύπρο, ξέραμε από καιρό (από διάφορες σοβαρές πηγές) ότι ο Ιωαννίδης, μετά το πραξικόπημα που σχεδίασε ο ίδιος στην Κύπρο και πριν από την εισβολή της Τουρκίας, δεχόταν από διάφορες πλευρές άπειρα μηνύματα ότι θα υπάρξει επέμβαση. Είχε προειδοποιηθεί από το κλιμάκιο της τότε ΚΥΠ στην Κυρήνεια και συγκεκριμένα από τον επικεφαλής της, αντισυνταγματάρχη Αλέξανδρο Σημαιοφορίδη. Το κλιμάκιο μάλιστα της ΚΥΠ στην Κυρήνεια είχε καταγράψει και τις προπαρασκευαστικές ενέργειες της Τουρκίας στο λιμάνι της Μερσίνας απ’ όπου ξεκίνησε ο αποβατικός της στόλος. Ενημέρωση είχε επίσης από τον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα, Ρόμπιν Τζων Χούπερ.

Γιατί ο «αόρατος δικτάτορας» πήρε αψήφιστα τις προειδοποιήσεις; Ποιος τον εξαπάτησε; Ποιοι τον έσπρωξαν στο βλακώδες πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου; Ποιοι τον καθησύχαζαν ότι δεν πρόκειται να υπάρξει απόβαση τουρκικών δυνάμεων κι ότι σε καμία περίπτωση δεν θα διεξαγόταν ελληνοτουρκικός πόλεμος; Ποιος ήταν ο ακριβής ρόλος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και της CIA; Γιατί δεν εφαρμόστηκαν τα σχέδια αποτροπής της τουρκικής εισβολής; Γιατί απαγορεύτηκε δύο φορές ο απόπλους των τριών ελληνικών υποβρυχίων από την Ρόδο προς την Κύπρο; (Σημείωση: τα υποβρύχια «Νηρεύς», «Τρίτων» και «Γλαύκος» είχαν αποσταλεί στη Ρόδο από 19/7/1974). Γιατί δεν επετράπη η επιχειρησιακή δράση ενός σμήνους πολεμικών αεροπλάνων (είκοσι Φάντομ) που στάθμευαν προς τον σκοπό αυτό στο Καστέλι της Κρήτης; Τι ρόλο έπαιξαν ο ΑΕΔ (Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων) και οι τρεις αρχηγοί των Όπλων; Γιατί οι στρατηγοί που διοργάνωσαν το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου παρέμειναν στις ηγετικές θέσεις τους και μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα; Μήπως αυτοί οι ίδιοι οι στρατηγοί παραπλάνησαν και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή για τις στρατιωτικές δυνατότητες της Ελλάδας; Η κυβέρνηση της εθνικής ενότητας είχε ή όχι την πληροφόρηση, ότι παρά την εκεχειρία της 22 Ιουλίου η Τουρκία συνέχιζε να ενισχύει τις δυνάμεις στην Κύπρο, ούτως ώστε όταν εκδηλώθηκε ο «Αττίλας 2» (14 – 17 Αυγούστου) δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά ένας περίπατος για τον τουρκικό στρατό; Εάν όχι, γιατί; Εάν ναι, έπρεπε ή όχι να αντιδράσει; Επιβαλλόταν ή όχι η Ελλάδα να έκανε χρήση του ρόλου της ως εγγυήτριας χώρας της Κύπρου; Γιατί αφέθηκε σ’ αυτόν τον ρόλο (που τον είχε) να τον παίξει μόνο η Τουρκία;

Αυτά τα ερωτήματα και εκατοντάδες άλλα, είναι που συνθέτουν με τις απαντήσεις τους το «πως» και το «γιατί» της τραγωδίας της Κύπρου, το καλοκαίρι του 1974. Ερωτήματα τα οποία δεν έχουν απαντηθεί επίσημα εδώ και πενήντα χρόνια από το ελληνικό κράτος, από καμία κυβέρνηση -κι ούτε βέβαια από κανένα επίσημο έγγραφο της τότε ελληνικής ΚΥΠ ή, από τα αρχεία υπουργείων Εξωτερικών και πρεσβειών, σε Ελλάδα και αλλοδαπή. Κάποια βέβαια από τα ερωτήματα έχουν ήδη απαντηθεί, κι αυτό ύστερα από ενδελεχή έρευνα σοβαρών ιστορικών, πολιτικών επιστημόνων και δημοσιογράφων, οι οποίοι με τα βιβλία που εξέδωσαν και με την αρθρογραφία τους στον Τύπο φώτισαν επαρκώς κάποιες σκοτεινές πτυχές της προδοσίας. Εξυπακούεται, πως εάν είχε διεξαχθεί η δίκη για τους πρωταίτιους του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, τα αναπάντητα ερωτήματα που θα είχαν απομείνει θα ήταν πολύ λιγότερα.

Βρώμικο γεωπολιτικό παιγνίδι

Παρά ταύτα, πενήντα χρόνια μετά τον ακρωτηριασμό του Ελληνισμού στην Α. Μεσόγειο, για το τι παίχθηκε στο «νησί της θλιμμένης Παναγιάς, η «εικόνα» σ’ έναν βαθμό έχει ξεκαθαρίσει -όχι φυσικά μέσω του επίσημου κράτους. Και η πραγματικότητα είναι ότι, όπως το 1922 στη Σμύρνη, έτσι και στην Κύπρο το 1974 παίχτηκε ένα από τα πιο αιματοβαμμένα και τα πιο βρώμικα γεωπολιτικά – γεωστρατιωτικά παιγνίδια σε βάρος του Ελληνισμού. Τόσο το πραξικόπημα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου (παρά το μυθολόγημα που πίστεψε αφελώς ο Ιωαννίδης περί ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα), όσο και η εισβολή των Τούρκων που ακολούθησε δεν απέβλεπε πουθενά αλλού, παρά στη διχοτόμηση του νησιού και κατ’ επέκταση μέσω αυτής στον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου από την δυτική Συμμαχία (ΝΑΤΟ).

Το βρώμικο σχέδιο άρχισε να προπαρασκευάζεται από την επομένη της λήξης του Αραβο – Ισραηλινού πολέμου στη Μ. Ανατολή (πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, 1973), όπου αρχικά το Ισραήλ κινδύνεψε από την επίθεση των Αράβων (Αίγυπτος, Συρία) -και με τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Α. Μεσόγειο να διακυβεύονταν κι αυτά άμεσα. Προ του κινδύνου που διαγραφόταν, καθώς την πρώτη εβδομάδα των επιχειρήσεων ο ισραηλινός στρατός ηττάτο, ο τότε Αμερικανός ΥΠΕΞ, Χένρι Κίσινγκερ, ζήτησε από την κυβέρνηση των Αθηνών (χούντα, με πρωθυπουργό τον πολιτικό Σ. Μαρκεζίνη) την άδεια χρήσης του αεροδρομίου της Ελευσίνας και της βάσης της Σούδας, προς χρήση από τα πολεμικά αεροπλάνα των ΗΠΑ -προς στάθμευση και ανεφοδιασμό τους. Πίσω από τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, ως γνωστό, εκτυλισσόταν ο ανταγωνισμός των δύο υπερδυνάμεων της εποχής, της Σοβιετικής Ένωσης και της Αμερικής, οι οποίες με αερομεταφορές προωθούσαν στις εμπόλεμες χώρες πολεμικό υλικό. Η πρώτη υπερδύναμη στα αραβικά κράτη και η δεύτερη στο Ισραήλ. Συνεπώς για τις ΗΠΑ, η Ελευσίνα και η Σούδα ήταν αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση του Αραβο -Ισσραηλινού πολέμου. Ο Μακάριος και ο δικτάτορας Παπαδόπουλος δεν ανταποκρίθηκαν στο αίτημα του Κίσινγκερ.

Το σχέδιο ανατροπής του Μακάριου

Με τη λήξη του πολέμου, που κράτησε περίπου τρεις εβδομάδες, παρά την τροπή που τελικά πήρε υπέρ του Ισραήλ, η αμερικανική εξωτερική (Κίσινγκερ) επιδίωξε μια περαιτέρω ισχυροποίηση στην περιοχή της Α. Μεσογείου. Αυτό θα γινόταν εάν η Κύπρος -ένα αδέσμευτο κράτος (και ολίγον φιλοσοβιετικό)- άλλαζε στρατόπεδο. Με το να πέρναγε υπό Νατοϊκό έλεγχο. Κι αυτό θα γινόταν με την ανατροπή του προέδρου της Κύπρου, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, άλλωστε, δεν είχε ξεχάσει την στάση του στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ -σε βάρος των συμφερόντων των ΗΠΑ, όπως και του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Ο τελευταίος «φαγώθηκε» πολύ εύκολα, μόλις ένα μήνα μετά από την λήξη του Αραβο -Ισραηλινού πολέμου, και αμέσως μετά από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Άλλωστε, ο δικτάτορας εκείνη την εποχή ήταν για τους Αμερικανούς ένα «καμένο χαρτί». Είχε εκπληρώσει τους λόγους για τους οποίους τον είχαν φέρει στην εξουσία το 1967, με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.

Για την Μακάριο, τον νόμιμο πρόεδρο της Κύπρου, τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Χρειαζόταν ένας μεθοδευμένος σχεδιασμός, ένας βρώμικος σχεδιασμός, που τον υλοποίησε εν αγνοία της (;) η νέα χούντα που διαδέχτηκε την χούντα του Παπαδόπουλου -μια κυβέρνηση ανδρεικέλων (με πρωθυπουργό τον Α. Ανδρουτσόπουλο), με τα νήματα όμως να κινεί εκ του παρασκηνίου ο «αόρατος δικτάτορας» Δ. Ιωαννίδης. Την βρώμικη δουλειά στην Ελλάδα ανέλαβε να την φέρει σε πέρας η CIA -ενώ την διαχείριση της όλης κρίσης, από την αρχή και μέχρι την εισβολή και κατάληψη της Κύπρου από την Τουρκία, επιλήφθηκε προσωπικά ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ.

Να ανοιχθεί μια παρένθεση εδώ και να ειπωθεί ότι από έγκριτους πολιτικούς παρατηρητές, έχει εκφραστεί η άποψη πως το σχέδιο διχοτόμησης και ΝΑΤΟποίησης  της Κύπρου μέσω της Τουρκίας, δεν είχε αφετηρία τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ -ότι τα θεμέλια του είχαν μπει πολύ πιο παλιά. Και συγκεκριμένα από το 1959, στις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, όπου είχε αποδοθεί στην Κύπρο το καθεστώς της ανεξαρτησίας. Δεν στερείται σοβαρότητας αυτή η άποψη. Τότε, με την Συμφωνία, είχε αποδοθεί στην Τουρκία ο ρόλος εγγυήτριας δύναμης στην Κύπρο -όπως βέβαια και στην Ελλάδα και την Αγγλία. Με λίγα λόγια, είχε δοθεί στην Τουρκία η δυνατότητα μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης. Και όχι μόνο. Με την Συμφωνία της Ζυρίχης η Τουρκία εξασφάλισε την εκπροσώπηση τής τουρκικής μειονότητας (το 18% του πληθυσμού) στην εθνική κυβέρνηση της Κύπρου δια αντιπροέδρου, με δικαίωμα βέτο, και την δυνατότητα δημιουργίας ξεχωριστής τουρκοκυπριακής Βουλής. Εν ολίγοις, το 82% των Ελληνοκυπρίων εξομοιώθηκε με το 18% των Τουρκοκυπρίων και για πρώτη φορά η Τουρκία πάταγε πόδι στην Κύπρο με τον πιο επίσημο και νομιμοποιημένο τρόπο. Και η εισβολή της Τουρκίας στο μαρτυρικό νησί πραγματοποιήθηκε δεκατέσσερα χρόνια μετά, βάσει του άρθρου 4 της Συμφωνίας Ζυρίχης – Λονδίνου…

 Η συμφωνία είχε υπογραφεί από την πλευρά της Ελλάδος από τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Ευάγγελο Αβέρωφ, πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών αντίστοιχα.

Η δράση της CIA

Κλείνοντας αυτή την σοβαρή παρένθεση, επανερχόμενοι στην περίοδο του 1973, τον «αόρατο δικτάτορα», τον Ταξίαρχο Δ. Ιωαννίδη, ανέλαβε να ποδηγετήσει το κλιμάκιο της CIA στην Αθήνα -και συγκεκριμένα ο Ελληνοαμερικανός πράκτορας Γκάστ Αβρακώτος. Ο πράκτορας τον έπεισε, ότι εάν ανέτρεπε τον Μακάριο μέσω της ελληνικής στρατιωτικής δύναμης (ΕΛΔΥΚ) που υπηρετούσε στο νησί, μαζί με τους Έλληνες αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου, θα μπορούσε στην συνέχεια, με την συγκατάθεση των ΗΠΑ, να κηρύξει την ένωση της Ελλάδας με την Μεγαλόνησο. Τον διαβεβαίωσε ακόμη, ότι σε αυτήν την περίπτωση δεν θα αντιδρούσε η Τουρκία κι ούτε θα ξεσπούσε κάποιος ελληνοτουρκικός πόλεμος! Ο Ταξίαρχος ήταν τόσο φιλόδοξος, τόσο ψευτοπατριώτης και, φυσικά, τόσο πανηλίθιος, που τα πίστεψε όλα αυτά. Και ο «αόρατος εθνικός βλάκας» έβαλε μπροστά το πραξικόπημα στην Κύπρο -την ανατροπή του Μακαρίου. Τον σχεδιασμό του πραξικοπήματος και την ανατροπή / δολοφονία του Μακάριου ανέλαβαν ο «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων Γρηγόρης Μπονάνος, ο αρχηγός του Στρατού Ανδρέας Γαλατσάνος, ο αρχηγός του Ναυτικού Πέτρος Αραπάκης και ο αρχηγός της Αεροπορίας Αλέξανδρος Παπανικολάου. Οι δύο τελευταίοι ήταν άμεσα καθοδηγούμενοι της πρεσβείας των ΗΠΑ –άνθρωποι του αμερικάνικου παράγοντα.

Αξίζει να επισημανθούν, μια συγκυρία και κάποια γεγονότα. Οι πρωταγωνιστές της Συμφωνίας Ζυρίχης – Λονδίνου από ελληνικής πλευράς, ο Καραμανλής και ο Αβέρωφ, συναντώνται (και πρωταγωνιστούν) την δραματική περίοδο των γεγονότων του 1974. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ συναντάται είτε ως «γεφυροποιός» με το στρατιωτικό καθεστώς -σε μια προσπάθεια που είχε αναλάβει για μια «βελούδινη» μετάβαση από την δικτατορία σε δημοκρατικό καθεστώς, είτε ως υπουργός Εθνικής Αμύνης στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας που σχηματίστηκε αμέσως μετά την κατάρρευση της χούντας. Ο Καραμανλής συναντάται ως πρωθυπουργός της Ελλάδος στην περίοδο αποκατάστασης της δημοκρατίας (Μεταπολίτευση), κληθείς από το στρατιωτικό καθεστώς να επιστρέψει από το Παρίσι -ύστερα από παρασκηνιακή διαβούλευση του ίδιου του Αβέρωφ, ανατρέποντας την επιλογή του στρατηγού και «Προέδρου της Δημοκρατίας» Φαίδωνα Γκιζίκη, που ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο τελευταίος πρωθυπουργός πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967.

Ήξερε ο Αβέρωφ για το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου

Είχε ανάμειξη ο εκδότης Χρήστος Λαμπράκης;

Τρεις έως πέντε ημέρες πριν εκδηλωθεί το άφρων πραξικόπημα του καθεστώτος των Αθηνών εναντίον του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974), ο Αβέρωφ το γνώριζε. Την πληροφορία για το τι επρόκειτο να συμβεί την είχε, όπως αναφέρεται στον Φάκελο της Κύπρου, από τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα Χένρι Τάσκα. Γεννάται το ερώτημα: Γιατί δεν ενημέρωσε είτε τον πρέσβη της Κύπρου στην Αθήνα είτε κατευθείαν τον πρόεδρο της Κύπρου Αρχιεπίσκοπο Μακάριο; Όμως δεν ήταν μόνο ο Αβέρωφ που γνώριζε. Και αρκετοί άλλοι. Άλλωστε, σε επίπεδο μυστικών υπηρεσιών, το σχεδιαζόμενο πραξικόπημα ήταν «κοινό μυστικό». Την ακριβή μάλιστα ημερομηνία εκδήλωσης του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, η CIA την ήξερε τουλάχιστον από τις 23 με 24 Ιουνίου, όπως έχουν φανερώσει επίσημα έγγραφα.

Η εφημερίδα «Πολίτης» της Κύπρου, επιπλέον, είχε δημοσιεύσει απόρρητο τηλεγράφημα του τότε υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ προς την πρεσβεία της χώρας του στην Λευκωσία (Μάιος 1974), με το οποίο ζητείτο από τον Αμερικανό πρέσβη «να αρχίσουν οι  ΄΄θεραπείες΄΄ προς την κυβέρνηση Μακαρίου», όπως χαρακτηριστικά σημείωνε. Βεβαίως η γνησιότητα του τηλεγραφήματος μπορεί να ελέγχεται, ωστόσο πολλά είναι ακόμη τα στοιχεία ή οι ενδείξεις που συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση, ότι, δηλαδή, πολλοί ήταν εκείνοι οι «εξωθεσμικοί παράγοντες», σε Ελλάδα και εξωτερικό, που γνώριζαν για το επικείμενο πραξικόπημα, εκτός φυσικά από την στρατιωτική χούντα των Αθηνών η οποία άλλωστε το απεργάζονταν, με επικεφαλής τον «αόρατο δικτάτορα» Δημήτρη Ιωαννίδη, τον «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» Στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη και τον Αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων Γρηγόριο Μπονάνο. Ένα τέτοιο στοιχείο αποκαλύφθηκε στην Κύπρο πολύ μεταγενέστερα, τον Μάρτιο του 2011. Η αποκάλυψη έγινε με κατάθεση σχετικού εγγράφου στην εξεταστική επιτροπή της Κυπριακής Βουλής, σύμφωνα με το οποίο  τρεις ημέρες πριν από το πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου οι στρατιωτικοί ηγέτες των Αθηνών συναντήθηκαν με τον γνωστό εκδότη Χρήστο Λαμπράκη, στην βίλα του στον Πόρο, με τον οποίο συζήτησαν όλες τις λεπτομέρειες του πραξικοπήματος. Στη συνάντηση παραβρέθηκαν ακόμη ο εφοπλιστής Ανδρέας Ποταμιάνος και ο διπλωμάτης Ιωάννης Σωσσίδης. Ο Ποταμιάνος φερόταν σύμφωνα με τις φημολογίες της εποχής ως ο χρηματοδότης της ΕΟΚΑ Β’ (που συμμετείχε στο πραξικόπημα), ενώ ο Σωσσίδης ήταν ο Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών την περίοδο του 1964 και ως «ενωτικός» που ήταν είχε τότε παραιτηθεί, εκφράζοντας την δυσαρέσκεια του προς την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου για την απόρριψη του σχεδίου Άτσεσον. Υπενθυμίζεται ότι το σχέδιο Άτσεσον (από το όνομα του εμπνευστή του, τού πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Άτσεσον)  προέβλεπε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με την προϋπόθεση παραχώρησης – εκμίσθωσης ενός μέρους του κυπριακού εδάφους (το 10%) στην Τουρκία προς εγκατάσταση στρατιωτικής βάσης. Το σχέδιο απορρίφθηκε τόσο από τον Γεώργιο Παπανδρέου όσο και από τον Μακάριο.

Η συγκλονιστική αποκάλυψη Καραμανλή στον Μακάριο

Κανείς δεν έμαθε μέχρι σήμερα εάν το συγκεκριμένο έγγραφο που κατατέθηκε στην Κυπριακή Βουλή, τον Μάρτιο του 2011, ήταν χαλκευμένο ή όχι. Έχει όμως την σημασία και την αξία του, ότι αρχικά είχε περιέλθει στα χέρια ενός αξιόπιστου ανθρώπου, του Χάρη Βωβίδη, ο οποίος και το κατέθεσε στην Κυπριακή Βουλή. Ποιος ήταν ο Βωβίδης; Ήταν ο έμπιστος γραμματέας του Μακάριου και το παρέλαβε από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο. Έχει όμως ανάλογο ενδιαφέρον η προηγηθείσα διαδρομή τού εν λόγω εγγράφου με το οποίο περιγράφονται τα της συνάντησης του Πόρου. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε συνάντηση με τους επικεφαλής της τότε ΚΥΠ όπου και τους ζήτησε ενημέρωση για το τι είχε συμβεί στην Κύπρο. Κατά την ενημέρωσή του τού παραδόθηκε το εν λόγω έγγραφο. Όταν ο Μακάριος βρέθηκε σε επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα (29 Νοεμβρίου 1974), ο Καραμανλής του το εγχείρισε. Με την σειρά του ο Αρχιεπίσκοπος, μόλις επέστεψε στην Κύπρο, το παρέδωσε προς φύλαξη στον έμπιστο του Βωβίδη.

Η αποκάλυψη αυτή έκανε πάταγο στην Λευκωσία. Περιέργως στην Αθήνα αποσιωπήθηκε από τα μεγαλύτερα Μέσα Ενημερώσεως. Μοναδική εξαίρεση ήταν το περιοδικό HOTDOC και η εβδομαδιαία εφημερίδα «Το Παρόν» η οποία αναφέρθηκε στο θέμα σε ένα φύλλο κυριακάτικης έκδοσης. Εννοείται ότι ο «Οργανισμός Λαμπράκη» εξέδωσε ανακοίνωση και διέψευσε κατηγορηματικά το έγγραφο.

Η εισβολή

Η συνάντηση Ετζεβίτ – Σίσκο στο Λονδίνο

Όσο ήταν γνωστό μέρες πιο πριν εκδηλωθεί το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, άλλο τόσο γνωστή ήταν και η εισβολή της Τουρκίας πριν αυτή πραγματοποιηθεί στην Μεγαλόνησο. Ενώ ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέντ Ετζεβίτ έριχνε στάχτη στα μάτια της παγκόσμιας κοινής γνώμης, δηλώνοντας ότι το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου είναι εσωτερική υπόθεση της Κύπρου, στις 17 Ιουλίου είχε μεταβεί στην Αγγλία και διαβουλεύτηκε με την εγγυήτρια δύναμη  -τι άλλο;- τα της εισβολής. Το πρωί μάλιστα της ίδιας ημέρας, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας είχε πάρει την απόφαση για στρατιωτική επέμβαση στην Τουρκία. Στο Λονδίνο, εκτός του Ετζεβίτ, βρισκόταν και ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζότζεφ Σίσκο. Ο Τούρκος πρωθυπουργός ζήτησε από την αγγλική κυβέρνηση οι δυο χώρες να δράσουν από κοινού. Προφανώς ο Ετζεβίτ επιχείρησε να δώσει μια διεθνή νομιμότητα στην απόφαση του περί της επέμβασης, ώστε να μην αποτελεί μονομερή ενέργεια της Τουρκίας. Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, Χάρολντ Γουίλσον και Τζέιμς Κάλαχαν, του το αρνήθηκαν -χωρίς ωστόσο να κατέβαλαν κάποια προσπάθεια προκειμένου να τον απέτρεπαν από την εισβολή. Αυτή η ουδετερότητα της Αγγλίας, ωστόσο, μπορεί να ερμηνευτεί και ως το «πράσινο φως» για την επέμβαση της Τουρκίας στην Μεγαλόνησο. Και μπορούσαν να την απέτρεπαν εάν ήθελαν, καθώς η Μ. Βρετανία διατηρούσε στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο…

Είναι γεγονός ότι Αγγλία και οι ΗΠΑ ήταν θεατές στο έγκλημα -άλλωστε οι τελευταίες μέσω της CIA ήταν και οι εμπνευστές της όλης υπόθεσης. Ήταν δε, αδιανόητο να έπαιρνε η Τουρκία από μόνη της την απόφαση της εισβολής εάν προηγουμένως δεν είχε την συγκατάθεση της Αμερικής -από την οποία μάλιστα είχε μεγάλη οικονομική και στρατιωτική εξάρτηση. Την ημέρα της εισβολής, τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Αγγλία, ουδόλως αντέδρασαν, αν και στη θαλάσσια περιοχή της Α. Μεσογείου διατηρούσαν ναυτικές δυνάμεις - ιδιαίτερα οι ΗΠΑ με την τρομακτική δύναμη ισχύος και πυρός του 6ου Στόλου, και μ’ ένα αεροπλανοφόρο στη διάθεσή του. Άφησαν τα γεγονότα να εξελιχθούν όπως τελικά εξελίχθηκαν, ιδιαίτερα η Αγγλία η οποία ως εγγυήτρια δύναμη είχε κάθε νόμιμο δικαίωμα και ηθική υποχρέωση να επέμβει. Αμέτοχη στο έγκλημα έμεινε και η άλλη υπερδύναμη, η Σοβιετική Ένωση. Είχε τον τρόπο και την δυνατότητα να επέμβει, αλλά δεν το έπραξε. Είχε συμφέρον να προκληθεί ρήγμα στους κόλπους του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα δε στην περίπτωση που θα ξέσπαγε ένας πόλεμος μεταξύ δύο μελών της δυτικής Συμμαχίας, μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας.

Ομολογία πράκτορα ΚΥΠ:

«Αν ήθελε η ελληνική ηγεσία, οι Τούρκοι θα πάθαιναν πανωλεθρία»

Όπως προαναφέρθηκε το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας είχε ειδοποιηθεί για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, αλλά ύπνωττε τον ύπνο των ψεύτικων διαβεβαιώσεων που είχε λάβει από την αμερικανική διπλωματία και τους πράκτορες της CIA, οι οποίοι κυριολεκτικά αλώνιζαν την Αθήνα -τους οποίους οι στρατηγοί της χούντας τους εμπιστευόταν τυφλά. Εξ ου και η φράση του Ιωαννίδη, μετά την τραγωδία, «με εξαπάτησαν» -ήταν όμως ήδη πολύ αργά. Την πρώτη σοβαρή προειδοποίηση περί επεμβάσεως της Τουρκίας, το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας την έλαβε όπως ήδη έχει ειπωθεί από το κλιμάκιο της ΚΥΠ που δρούσε στην Κυρήνεια. Η προειδοποίηση έγινε από τον επικεφαλής του κλιμακίου, υπολοχαγό Αλέξανδρο Σημαιοφορίδη, ο οποίος κατάφερε να συλλέξει πληροφορίες (μιλούσε την τουρκική γλώσσα) και να καταγράψει τις προπαρασκευαστικές στρατιωτικές κινήσεις της Τουρκίας. Σε συνέντευξη του στο ΡΙΚ (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου), το 2018, θα πει: «Γνωρίζαμε τα πάντα για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και ενημερώναμε τους πάντες. Αν ήθελε η ελληνική ηγεσία οι Τούρκοι θα πάθαιναν πανωλεθρία».

Μια άλλη σοβαρή προειδοποίηση προς το ΑΕΔ (Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων) της Ελλάδας, τέσσερις ημέρες πριν την εισβολή, έγινε από το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς της Κύπρου. Το σχετικό απόρρητο σήμα έχει φέρει στη δημοσιότητα ο τηλεοπτικός σταθμός της Κύπρου SigmaLive.

Το πόσο παραμύθι έφαγε το καθεστώς της Αθήνας από τους Αμερικανούς παράγοντες και τους πράκτορες της CIA, ότι δηλαδή δεν υπάρχει περίπτωση τουρκικής επεμβάσεως με το πραξικόπημα και την ανατροπή του Μακαρίου, δύσκολα περιγράφεται. Η βλακώδης αμεριμνησία που επέδειξε η στρατιωτική χούντα ήταν πρωτοφανής. Βλακώδης και εγκληματική -κι όταν ακόμη η διεθνής κοινή γνώμη είχε πληροφορηθεί τα της εισβολής λίγες ώρες πριν εκδηλωθεί. Η εντολή απόπλου του τουρκικού αποβατικού στόλου από την Μερσίνα δόθηκε στις 5 το απόγευμα της 19ης Ιουλίου. Μισή ώρα αργότερα, στις 5.30 το απόγευμα, η βρετανική τηλεόραση παρουσίαζε πλάνα από την  αναχώρηση: Όλοι γνώριζαν το τι θα επακολουθούσε, και μόνο το καθεστώς της Ελλάδας δεν ανησυχούσε, θέλοντας να πιστεύει ότι επρόκειτο περί στρατιωτικής άσκησης της Τουρκίας. Η απόβαση - εισβολή της Τουρκίας εκδηλώθηκε στις 5.20 τα ξημερώματα της επομένης (20/7) στην περιοχή Πέντε Μίλι της Κυρήνειας.

Ο Σίσκο παγιδεύει τον Ιωαννίδη

Ο «αόρατος δικτάτορας» (και φυσικά οι στρατηγοί που σχεδίασαν το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου) αντί να βγάλει το υπηρεσιακό του όπλο και να αυτοκτονήσει, βλέποντας το τι κακό είχε προξενήσει στην Μεγαλόνησο η άμυαλη / προδοτική ενέργεια του, έχαψε ένα ακόμη το παραμύθι (μα πόσο πανηλίθιος ήταν αυτός ο αξιωματικός;), το οποίο που του πλάσαρε αυτή τη φορά ο Σίσκο, ότι, δηλαδή, οι ΗΠΑ θα εξαναγκάσουν την Τουρκία να αποσύρει τα στρατεύματα της από την Κύπρο! Τον υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζόζεφ Σίσκο, έναν από τους πιο έμπειρους διπλωμάτες του, τον είχε στείλει στην Αθήνα ο Χένρι Κίσινγκερ, προκειμένου να ελέγξει και να κατευνάσει την κατάσταση. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική, η αλήθεια είναι, ότι προς στιγμή φοβήθηκε μήπως ο Ιωαννίδης, εξαπατημένος όπως ήταν, ότι πάνω στην οργή του θα αποφάσιζε πόλεμο με την Τουρκία. Ήδη στην Ελλάδα είχε κηρυχθεί γενική επιστράτευση. Έπρεπε, πάση θυσία, αυτό το ενδεχόμενο, αυτός ο πόλεμος να αποφευχθεί -ούτως ώστε ανενόχλητη η Τουρκία να έφερνε σε πέρας το Νατοϊκό σχέδιο στην Κύπρο. Όταν ο ταξίαρχος Ιωαννίδης είπε στον Σίσκο, «με εξαπατήσατε, θα μπούμε κι εμείς στην Κωνσταντινούπολη», πήρε την απάντηση από τον Αμερικανό υφυπουργό και διπλωμάτη, «Στην Κωνσταντινούπολη θα πας, αλλά ως αιχμάλωτος»!

Παρά τις παρατεταμένες ψεύτικες υποσχέσεις των ΗΠΑ, στις οποίες αφελώς ήταν ευκολόπιστο το καθεστώς της Αθήνας, εκτός από την γενική επιστράτευση που είχε κηρύξει, προχώρησε, αν και παρέπαιε, σε διάφορες στρατιωτικές ενέργειες. Ενέργειες σωστές, αν και καθυστερημένες, που ωστόσο κατά περίεργο τρόπο μπλοκαρίστηκαν. Ενέργειες, που εάν ολοκληρώνονταν, ενδεχομένως η τροπή να ήταν διαφορετική. Ας τις δούμε με την σειρά.

Οι Έλληνες καταδρομείς που δεν έφτασαν ποτέ       

Στην Ελλάδα τις πρώτες απογευματινές ώρες της ημέρας που έγινε η εισβολή της Τουρκίας, αποφασίστηκε η μετάβαση μιας μοίρας καταδρομών στην Μεγαλόνησο. Της 2ης Μοίρας καταδρομών που εδρεύει στην Ρεντίνα. Οι Έλληνες καταδρομείς θα μεταφέρονταν στην Λευκωσία με τέσσερα Μπόινγκ της Ολυμπιακής Αεροπορίας, με ενδιάμεσο σταθμό των αεροπλάνων στο αεροδρόμιο της Σούδας προς ανεφοδιασμό καυσίμων. Συνέβη όμως το εξής «αναπάντεχο». Στο τρίτο αεροσκάφος, στο οποίο είχε μεταφερθεί όλος ο βαρύς οπλισμός της 2ης Μοίρας, έσπασαν οι τροχοί. Έτσι, λόγω μη επάρκειας χρόνου, ματαιώθηκε η αποστολή.

Επιχείρηση «Νίκη»

Μετά την ματαίωση της αποστολής της 2ης Μοίρας καταδρομών αποφασίστηκε να μεταβεί στην Κύπρο η 1η Μοίρα Καταδρομών. Οι καταδρομείς από την Σούδα της Κρήτης θα μεταφέρονταν με 20 μεταγωγικά στρατιωτικά αεροπλάνα «Νοράτλας». Τα αεροπλάνα σύμφωνα με την διαταγή έπρεπε να απογειωθούν τις απογευματινές ώρες της 21ης Ιουλίου, με καταληκτική ώρα απογειώσεως τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας. Και αυτό διότι η όλη επιχείρηση, η μετάβαση και η επιστροφή από την Κύπρο των αεροσκαφών, έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί πριν το πρώτο φως της ημέρας προκειμένου να μην γίνουν αντιληπτά από τις τουρκικές δυνάμεις. Η επιχείρηση «Νίκη» ήταν μυστική και έπρεπε να παραμείνει κρυφή καθώς Ελλάδα και Τουρκία δεν ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Όμως σε λόγους που οφείλονταν στον χρόνο προετοιμασίας της αποστολής, κανένα αεροπλάνο δεν είχε απογειωθεί μέχρι τα μεσάνυχτα, οπότε με νέα διαταγή ακυρώνεται η επιχείρηση. Όμως ο ηρωισμός και η επιμονή των πιλότων της Πολεμικής Αεροπορίας ανέτρεψε κανονισμούς και διαταγές. Μόνο που από τα 20 αεροσκάφη «σηκώθηκαν» τα 15 «Νοράτλας». Ο ένας πιλότος που αρνήθηκε να απογειώσει το αεροπλάνο του και να ακολουθήσει τους συναδέλφους του, τηρώντας πιστά την διαταγή ακυρώσεως, ήταν ο επισμηναγός Αθανάσιος Τζογάνης. Αν αναφέρεται το όνομα του είναι επειδή στην πορεία της στρατιωτικής του καριέρας έφτασε στον ανώτατο βαθμό του Πτεράρχου και έγινε Αρχηγός Αεροπορίας και Αρχηγός ΓΕΕΘΑ. Σε αντίθεση με τους συναδέλφους του, που τόλμησαν να πετάξουν στην Κύπρο εκείνες τις τραγικές ώρες, οι οποίοι, προϊόντος του χρόνου, αποστρατεύτηκαν άπαντες -χωρίς ποτέ να φτάσουν σε ανώτατους βαθμούς στο Σώμα τους.

Το πρώτο «Νοράτλας» απογειώθηκε στις 02.00 / 22 Ιουλίου. Ανά πεντάλεπτο ακολουθούσαν τα επόμενα. Από τα 15 «Νοράτλας» που απογειώθηκαν τα δύο προσγειώθηκαν στη Ρόδο καθώς όπως ισχυρίστηκαν οι πιλότοι τους έχασαν τον προσανατολισμό τους. Στην Κύπρο έφτασαν τα 13. Αλλά πως έφτασαν; Κατ’ αρχάς να σημειωθεί ότι επρόκειτο περί ενός άκρως επικίνδυνου εγχειρήματος. Χαρακτηρίστηκε από τους ειδικούς ως αποστολή αυτοκτονίας, που  μόνο πατριώτες Έλληνες μπορούσαν να πραγματοποιήσουν. Όπως προαναφέρθηκε η επιχείρηση ήταν μυστική και σχεδιασμένη να πραγματοποιηθεί στο σκοτάδι εντός ολίγων ωρών. Στο πλαίσιο αυτό τα αεροπλάνα πέταξαν με σβηστά τα φώτα, σε πολύ χαμηλό ύψος με όποιους κινδύνους αυτό εγκυμονούσε (ελάχιστα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας), σε σιγή ασυρμάτου, χωρίς οπτική επαφή το ένα με το άλλο και χωρίς συνοδεία μαχητικών αεροσκαφών.

Ενώ τα «Νοράτλας» προσέγγιζαν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας δέχτηκαν αντιαεροπορικά πυρά από την αεράμυνα των Κυπρίων, οι οποίοι τα εξέλαβαν ως τουρκικά. Από τα φίλια πυρά ένα «Νοράτλας» καταρρίφθηκε και άλλα τρία σχεδόν καταστράφηκαν. Ο τραγικός απολογισμός, 33 αεροπόροι και καταδρομείς νεκροί.

Τι είχε συμβεί; Το σήμα από το Ελληνικό Αρχηγείο της Αεροπορίας προς Κύπρο απεστάλη στις 01.30 της 22ας Ιουλίου. Το σήμα ήταν κωδικοποιημένο, «έρχονται δεκαπέντε ‘‘πορτοκάλια’’», ανέφερε. Δηλαδή, το σήμα απεστάλη μόλις μισή ώρα πριν από την απογείωση των «Νοράτλας». Το τι έγινε, ποτέ κανείς δεν έμαθε . Εάν δηλαδή έφτασε το σήμα, εάν πρόλαβαν να το διαβάσουν στην Κύπρο ή εάν εσκεμμένως απεστάλη καθυστερημένα. Αλήθεια, γιατί το σήμα δεν απεστάλη από νωρίς της 21ης Ιουλίου όπου είχε αποφασιστεί η επιχείρηση «Νίκη»;  

Το πρωί της 22ας Ιουλίου το αεροδρόμιο της Λευκωσίας δέχθηκε επίθεση από την τουρκική αεροπορία. Οι Έλληνες καταδρομείς, παρά την ταλαιπωρία της νύχτας και με την οδυνηρή απώλεια των συναδέλφων τους, έδωσαν ηρωική μάχη και απέτρεψαν την κατάληψη του αεροδρομίου, με ότι αυτό θα συνεπάγονταν στη συνέχεια για την τύχη ολόκληρης της Κύπρου. 

Τα υποβρύχια  και τα Φάντομ F – 4Ε

Το μεσημέρι της 20ης Ιουλίου κι ενώ από το πρωί βρισκόταν σε εξέλιξη η απόβαση των Τούρκων δόθηκε εντολή στα υποβρύχια «Γλαύκος» και «Νηρεύς» να πλεύσουν από Ρόδο προς Κύπρο για προσβολή των τουρκικών δυνάμεων. Το μεσημέρι της επομένης κι ενώ τα ελληνικά υποβρύχια βρίσκονταν σε κατάσταση επιχειρησιακής δράσεως, διαβιβάστηκε εντολή από το Αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων προς διακοπή κάθε περαιτέρω ενέργειας. Αιτιολογία, απειλή επιθέσεως από βορρά.

Να επισημανθεί ότι τα υποβρύχια μόλις είχαν αποκτηθεί και με τις τεχνικές εφαρμογές τις οποίες έφεραν τα καθιστούσαν ως αποφασιστικό παράγοντα για την έκβαση της αποβατικής εχθρικής ενέργειας.

Είναι χαρακτηριστικό το τι αναφέρει στην αναφορά – ημερολόγιό του ο πλωτάρχης τού «Γλαύκος» Βασίλειος Γαβριήλ: «Κατά την μετακίνησιν του Υ/Β προς Κύπρον ήμουν πεπεισμένος ότι εφ’ όσον δεν διακόπτετο ο πλους και ανελάμβανα δράσιν, ομού μετά του Υ/Β ΝΗΡΕΥΣ αι απώλειαι τα οποίας θα επιφέραμεν εις τον εχθρόν θα ήσαν τόσαι ώστε να ηνεγκάζετο να ματαιώση την αποβίβασιν».

Οι ίδιες περίεργες αναιρέσεις διαταγών σημειώθηκαν και στην Πολεμική Αεροπορία. Από της 18ης Ιουλίου, δηλαδή δύο ημέρες πριν την απόβαση της Τουρκίας στην Κύπρο, στο αεροδρόμιο στο Καστέλι της Κρήτης τέθηκαν σε ετοιμότητα 20 Φάντομ F – 4Ε. Ανήκαν στην 338 Μοίρα Διώξεως / Βομβαρδιστικού της 117 Πτέρυγας Μάχης και είχαν έρθει από την αεροπορική βάση της Ανδραβίδας. Την ημέρα της αποβάσεως των Τούρκων τα μαχητικά αεροσκάφη τέθηκαν σε διάταξη μάχης και οι Έλληνες πιλότοι ανέμεναν το σήμα προς απογείωση και προσβολής του εχθρού. Όλοι τους έκαναν τον σταυρό τους για την ευλογημένη στιγμή που ήρθε -όπως έλεγαν, για να πετάξουν τον Τούρκο στη θάλασσα. Το σήμα καθ’ όλη την διάρκεια της 20ης Ιουλίου δεν ήρθε ποτέ. Ήρθε όμως το μεθεπόμενο πρωί, στις 11.07 της 22ας Ιουλίου. Ο Τουρκικός στρατός στην εισβολή του αντιμετώπιζε ακόμη δυσκολίες. Δεν είχε διευρύνει τα προγεφυρώματα και αντιμετώπιζε προβλήματα στην αποβίβαση των αρμάτων μάχης, ενώ ακόμη δεν είχε αρχίσει η προέλασή του. Επιπλέον, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δεν επιδείκνυαν και κάποιο ιδιαίτερο αξιόμαχο επίπεδο εάν εκτιμήσει κανείς το γεγονός, ότι 3 τουρκικά αντιτορπιλικά προσβλήθηκαν από την τουρκική αεροπορία, και το τουρκικό ναυτικό είχε καταρρίψει 5 τουρκικά αεροσκάφη. Υπήρχε, επομένως, επιπλέον χρόνος ώστε να προσβληθούν οι τουρκικές δυνάμεις από την Ελληνική Αεροπορία και να υποχρεωθούν σε υποχώρηση με βαρύτατες απώλειες. Όμως, στις 11.09, δύο λεπτά από την αποστολή του σήματος από το Αρχηγείο της Αεροπορίας, κι ενώ οι πιλότοι «ζέσταιναν» τις μηχανές των Φάντομ προς απογείωση και προσβολή του εχθρού, κατέφθασε δεύτερο σήμα που ακύρωνε την απογείωση. Το δεύτερο σήμα εστάλη από το Αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων του στρατηγού Μπονάνου. Ωστόσο, τις επόμενες ώρες της ίδιας ημέρας ήρθε από το Αρχηγείο της Αεροπορίας και νέο σήμα προς απογείωση των αεροσκαφών. Κι αυτό είχε την τύχη του προηγούμενου. Ανεκλήθη στο δίλεπτο με διαταγή πάλι του ΑΕΔ. Και στις δύο περιπτώσεις αναστολής της επιθέσεως της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, η δικαιολογία που δόθηκε ήταν ο από βορρά κίνδυνος εναντίον της Ελλάδος…

Να σημειωθεί ότι τα συγκεκριμένα μαχητικά αεροσκάφη F – 4E ήταν το πιο σύγχρονο απόκτημα της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, με την Τουρκία να μην διαθέτει ανάλογα αεροπλάνα. Λίγο καιρό μετά την Μεταπολίτευση, σε έκθεση του προς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο αρχηγός της Πολεμικής Αεροπορίας Αλέξανδρος Παπανικολάου θα αναφέρει: «Ο υποφαινόμενος έδωσεν δις την διαταγήν απογειώσεως των αεροσκαφών, δις ηκύρωσεν ταύτην, κατόπιν εντολής του Προέδρου της Δημοκρατίας ( σ. σ. του Φαίδωνος Γκιζίκη) όστις ενημερούμενος εις εκάστην περίπτωσιν υπό του στρατηγού Μπονάνου, δεν ενέκρινε την εκτέλεσίν της, εκτιμών ενδεχομένως την κατάστασιν βάσει πλειόνων στοιχείων»…

Την ίδια στιγμή εκτυλίσσονταν άλλη μία πράξη της προδοσίας, αυτή την φορά με την μεταφορά των χερσαίων δυνάμεων. Τα μεσάνυχτα της 22ας Ιουλίου προσέγγιζε την Κύπρο το οχηματαγωγό «Ρέθυμνον» μεταφέροντας το 573 Τάγμα Πεζικού και 550 Κύπριους εθελοντές, κυρίως φοιτητές της Αθήνας. Είχε αποπλεύσει το βράδυ της 21ης/7 από τον Πειραιά. Όμως στο …παρά ένα ελήφθη σήμα, με εντολή: «σπεύσατε και αποβιβάσατε τα τμήματα εις Ρόδο, απειλουμένην υπό Τούρκων». Και αυτό το σήμα εστάλη από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων.  

«Αττίλας – 2»

Ο επίλογος της τραγωδίας του κυπριακού Ελληνισμού γράφτηκε στο διήμερο 14 – 16 Αυγούστου, όπου ο τουρκικός στρατός κατέλαβε κυπριακό έδαφος κατά πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι τις πρώτες ημέρες της εισβολής. Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή (είχε πλέον αποκατασταθεί η δημοκρατική νομιμότητα) από τα τέλη Ιουλίου είχε σαφείς ενδείξεις ότι η Τουρκία θα επιχειρήσει και β΄ γύρο πολεμικών επιχειρήσεων. Η εκεχειρία που είχε επιτευχθεί από τις 22-23/7 παραβιαζόταν συστηματικά από την πλευρά της Τουρκίας. Ο «Αττίλας» δεν είχε σταματήσει ποτέ να αποβιβάζει στρατό και τανκς στην παραλία Πέντε Μίλι της Κυρήνειας. Ο Καραμανλής βλέποντας το πως εξελίσσεται η κατάσταση στην Κύπρο είχε δώσει εντολή να συγκροτηθεί τάχιστα μια Μεραρχία και να αποσταλεί στην Κύπρο. Την εντολή την είχε δώσει στις 3 Αυγούστου. Η Μεραρχία δεν συγκροτήθηκε ποτέ. Και ο τουρκικός στρατός ανενόχλητος –και αυτή την φορά- προχώρησε στον β΄ γύρο των πολεμικών επιχειρήσεων του («Αττίλας – 2») καταλαμβάνοντας μεγάλο μέρος του εδάφους της Κύπρου.

Μέχρι σήμερα δεν έχει απαντηθεί με σαφήνεια το γιατί δεν συγκροτήθηκε η Μεραρχία. Εάν η εντολή Καραμανλή ανακλήθηκε με νεότερη από τον ίδιον ή, εάν η εντολή του σαμποταρίστηκε. Το πιθανότερο, ωστόσο, είναι να μεταπείστηκε από την στρατιωτική ηγεσία της χώρας, η οποία του εμφάνισε μια αρνητική κατάσταση για την ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεων -φοβούμενη ακόμη ότι μια ελληνική στρατιωτική εμπλοκή στην Κύπρο θα προκαλούσε έναν διευρυμένο πόλεμο  μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Ενδεχομένως ακόμη, ο Καραμανλής ν’ άλλαξε γνώμη μετά από εισήγηση που του έγινε από τον τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ.

Είναι πάντως γεγονός, ότι, όταν στις 6 το πρωί της 14ης Αυγούστου που συνήλθε το πολεμικό συμβούλιο στο Πεντάγωνο, ενώ είχε αρχίσει στην Κύπρο η επιχείρηση «Αττίλας – 2», ο Καραμανλής δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να εμπλέξει την Ελλάδα στην Μεγαλόνησο -και γενικά να πάει την χώρα σε πόλεμο με την Τουρκία. Προφανώς θα πρέπει να ήταν επηρεασμένος από τις εισηγήσεις που του είχαν γίνει -άλλες ειλικρινείς κι άλλες ίσως σκόπιμες. Εξ ου και η δήλωση του στο πολεμικό συμβούλιο ότι η Ελλάδα αδυνατεί να συνδράμει την Κυπριακή Δημοκρατία. Την επόμενη δε μέρα (15/8), σε διάγγελμα του προς τον ελληνικό λαό θα πει για την αποστολή δυνάμεων στη Κύπρο πως «καθίστατο αδύνατος και λόγω αποστάσεως και λόγω των τετελεσμένων γεγονότων. Και δεν ήτο να επιχειρηθεί χωρίς τον κίνδυνον εξασθενήσεως της αμύνης αυτής ταύτης της Ελλάδος». Οι δήλωση του αυτή έμεινε γνωστή με τη φράση «Η Κύπρος κείται μακράν». Επισημαίνεται, ότι στρατιωτικοί κύκλοι εκείνης της εποχής, σε Ελλάδα και Κύπρο, χαρακτήρισαν το συγκεκριμένο διάγγελμα τελείως ατυχές καθότι φανέρωνε τις προθέσεις της Ελλάδος στην Τουρκία, σε μια στιγμή που η επιχείρηση «Αττίλας – 2» βρισκόταν εν εξελίξει.

Πάντως, οι προθέσεις του Καραμανλή να συνδράμει την Κύπρο πρέπει να ήταν αρχικά (πριν μεταπειστεί) ειλικρινείς. Μάλιστα, σκεπτόταν επικεφαλής της νηοπομπής που θα μετέφερε την Μεραρχία να τίθετο προσωπικά ο ίδιος, μαζί με τον υπουργό Εθνικής Άμυνας. Επιχείρησε κιόλας, σύμφωνα με σοβαρές πληροφορίες, να εξασφαλίσει αεροπορική κάλυψη τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την Αγγλία –που ήταν και εγγυήτρια χώρα. Την διαβούλευση με τον Αμερικανικό και Αγγλικό παράγοντα ανέλαβε ο Αβέρωφ, ο οποίος αφού διαβουλεύθηκε ανέφερε στον Καραμανλή πως συνάντησε απροθυμία. Αυτός ενδεχομένως να ήταν και ο λόγος που ο τελευταίος ανακάλεσε την αποστολή της Μεραρχίας -και που ενοχλημένος ανακοίνωσε στις 15 Αυγούστου την έξοδο της Ελλάδος από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.   

Ο επίλογος

Για όλα όσα συνέβησαν υπογείως και χάθηκε η Κύπρος, λίγα έχουν γίνει γνωστά. Και για όλες τις σκοτεινές πτυχές μόνο εικασίες μπορεί να γίνουν -έστω βάσιμες, αλλά σε κάθε περίπτωση εικασίες. Οι πρωταγωνιστές δεν υποβλήθηκαν σε κάποια δικαστική βάσανο ώστε να υποχρεωθούν σε αποκαλύψεις. Άλλοι πρωτοστάτες, είτε πέθαναν και πήραν μαζί τους τα μυστικά και τις ενοχές τους -και όσοι ελάχιστοι μίλησαν, είπαν μόνο τις μισές αλήθειες προκειμένου να σκεπάσουν μια για πάντα τις εγκληματικές ευθύνες παραλείψεις που σημειώθηκαν. Ωστόσο, στον βαθμό εκείνο που η «εικόνα» της κυπριακής τραγωδίας ξεκαθάρισε όλα αυτά τα πενήντα χρόνια, αποσαφηνίστηκαν μετά βεβαιότητας κάποιες καταστάσεις και πράξεις. Είναι πλέον ολοφάνερο, ότι την περίοδο του «Αττίλα - 1» και «Αττίλα – 2», στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις πρέπει να κυριάρχησε ένας «πυρήνας», ο οποίος έδρασε υποχθονίως. Έδρασε καθοδηγούμενος αποκλειστικά υπό «συμμαχικούς» εντολείς. Με τους τελευταίους να ενδιαφέρονται για τα συμφέροντα τους στην Ανατολική Μεσόγειο και ουδόλως για τα συμφέροντα και τα δίκαια της Ελλάδος. Με τους μηχανορράφους του «πυρήνα», αν και Έλληνες, ουδόλως να σκέπτονται την πατρίδα τους. Πως διαφορετικά να εξηγηθεί το γεγονός, ότι οι εντολές για αποστολή και δράση υποβρυχίων, αεροσκαφών και χερσαίων δυνάμεων, ανακαλούνταν μέσα σε ελάχιστα λεπτά; Να σημειωθεί δε, ότι για κάθε μετακίνηση ελληνικών ένοπλων δυνάμεων εκείνη την θερμή περίοδο ενημερωνόταν αμέσως το ΝΑΤΟ. Και εξυπακούεται, λόγω συμμετοχής της στην Συμμαχία, ενημερωνόταν αμέσως και η Τουρκία. Το φως της δημοσιότητος έχει δει σε κυπριακά μέσα ενημερώσεως έγγραφο – Ναυτική Αγγελία Κινήσεως Υποβρυχίων (Sub note) της 19ης Ιουλίου 1974, με την οποία γνωστοποιείται στο ΝΑΤΟ ο απόπλους από τον Ναύσταθμο των υποβρυχίων «Γλαύκος», «Νηρεύς», «Τρίτων», «Πρωτεύς» και «Κατσώνης».

Δεν θέλει μεγάλη σκέψη στο να εικάσει κανείς, ποιοι ήταν οι «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα», το καλοκαίρι του 1974 -εκτός φυσικά του Ιωαννίδη, του μέγα υπεύθυνου της τραγωδίας, του ψευτοπατριώτη που με την ηλιθιότητα του πήρε στον λαιμό του ένα καθαρό κομμάτι Ελληνισμού. Στον «πυρήνα» των μοιραίων δεν μπορεί να μην ανήκει όλη η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία της εποχής -ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων και οι αρχηγοί των τριών όπλων. Είναι όλοι αυτοί που ακύρωναν τις στρατιωτικές αποστολές την στιγμή που Κύπρος δοκιμαζόταν -δηλαδή αφήνοντας ελεύθερο τον τουρκικό στρατό να καταλαμβάνει εδάφη, να σκοτώνει, να πιάνει αιχμαλώτους και να βιάζει γυναίκες. Ο Αμερικανός υφυπουργός εάν ήρθε στην Αθήνα, ήρθε για να κατευνάσει την κατάσταση -να αποτρέψει έναν πόλεμο Ελλάδας Τουρκίας. Αυτός ήταν ο φόβος του -όχι φυσικά για το συμφέρον της Ελλάδας, αλλά προς όφελος της Ατλαντικής Συμμαχίας. Στο πρόσωπο της ανώτατης ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας βρήκε τους πρόθυμους συνεργάτες -τους Έλληνες στρατηγούς που λειτούργησαν για λογαριασμό των συμφερόντων των ΗΠΑ στην νοτιοανατολική Μεσόγειο.  Και είναι απορίας άξιο για το ποιος ήταν ο λόγος που ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, ο διορισμένος «Πρόεδρος Δημοκρατίας», παρέμεινε κατά την Μεταπολίτευση στη θέση του, στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα της χώρας (στον οποίο ορκίστηκε η κυβέρνηση Καραμανλή), και μάλιστα μέχρι τον Δεκέμβριο του 1974. Μήπως αυτός δεν είχε σχεδιάσει το πραξικόπημα στην Κύπρο; Η ίδια απορία υπάρχει και για τους αρχηγούς των τριών Όπλων, οι οποίοι κι αυτοί παρέμειναν στις θέσεις τους μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Μήπως αυτή η ηγεσία δεν ήταν η ίδια στο πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, η ίδια στον «Αττίλα – 1» και η ίδια στον «Αττίλα -2»; Κι αν αυτή η ηγεσία ήταν ανίκανη ή, εσκεμμένα παγίδεψε το στράτευμα στη χουντική περίοδο -πως κατέστη στη συνέχεια ικανή και παρέμεινε στη θέση της; Και γιατί, μάλιστα, να μην παγίδεψε την περίοδο της Μεταπολίτευσης και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, δίνοντας του λανθασμένες πληροφορίες σχετικά με την ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεων; Η Κύπρος δεν χάθηκε τόσο στον «Αττίλα – 1», όσο στο διάστημα της εκεχειρίας -και βέβαια στον «Αττίλα – 2». Τι έπραξε όλο το διάστημα της εκεχειρίας, τρεις εβδομάδες ολόκληρες, κι ενώ η Τουρκία συνέχιζε να προωθεί δυνάμεις στην Κύπρο; -κάτι το οποίο οι πάντες το γνώριζαν. Γιατί δεν ετοίμασαν ένα σχέδιο αποτροπής, ώστε να μην έφθανε η Τουρκία στον «Αττίλα – 2»; Προς τι όλη αυτή η αδράνεια; Εκτός, εάν εκ των προτέρων, είχαν την αντίληψη ότι η Τουρκία είχε δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα, τα όποια με τίποτα δεν θα ανατρέπονταν -κι άφησαν έτσι το νησί στην μοίρα του. Να επισημανθεί για μια ακόμη φορά, τα τετελεσμένα γεγονότα δεν δημιουργήθηκαν στην πρώτη εισβολή, αλλά στον δεύτερο γύρο της, τον «Αττίλα – 2».

Τίθεται, βεβαίως το ερώτημα: Είχε η Ελλάδα την δυνατότητα να πολεμήσει το καλοκαίρι του 1974; Έχουν ακουστεί αποκλίνουσες απόψεις από τους γνώστες επί στρατιωτικών ζητημάτων. Το βέβαιο είναι ότι είχε το νόμιμο δικαίωμα να εμπλακεί σε πολεμική σύγκρουση ως εγγυήτρια χώρα της Κύπρου. Εάν η Τουρκία έκανε χρήση του ίδιου δικαιώματος, επικαλούμενη ότι με το πραξικόπημα της χούντας ανατράπηκε η ισχύουσα τάξη στην Κύπρο -άλλο τόσο, και μεγαλύτερο δικαίωμα είχε η Ελλάδα, με την μεταβολή της εδαφικής τάξης της Μεγαλονήσου, εξαιτίας της εισβολής της Τουρκίας. Μία δεύτερη βεβαιότητα είναι ότι το καλοκαίρι του 1974, η Ελλάδα είχε υπεροπλία σε Ναυτικό και Αεροπορία έναντι της Τουρκίας…

Όμως ο πυρήνας του ερωτήματος δεν βρίσκεται στο εάν η Ελλάδα ήθελε ή όχι έναν πόλεμο με την Τουρκία -ή, εάν είχε ή όχι την δυνατότητα να τον διεξαγάγει. Βρίσκεται αλλού, στο ότι η εξωτερική πολιτική (συμφέροντα) των ΗΠΑ δεν ήθελε μια σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μία σύγκρουση μεταξύ δύο χωρών μέλη του ΝΑΤΟ, με επίκεντρο το Αιγαίο – Α. Μεσόγειο, θα επέφερε την πλήρη διάλυση της νότιας πτέρυγας της Συμμαχίας, ολόκληρης της αμυντικής αλυσίδας της Μεσσογείου -και κατ’ επέκταση την άμεση εμπλοκή της ΕΣΣΔ μέσω Βουλγαρίας ή μέσω της Μαύρης Θάλασσας. Και επειδή μια τέτοια εξέλιξη, εάν ξέσπαγε ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος, θα ήταν ένα «Βατερλό» για τις ΗΠΑ, θα ήταν υποχρεωμένες να επέμβουν, και να σταματούσαν ακαριαία τον πόλεμο -εν τη γενέσει του. Πως; Με την παρεμβολή του 6ου Στόλου ανάμεσα Μερσίνας και Κύπρου. Ο ερχομός του Τζόζεφ Σίσκο στην Αθήνα, αυτό το σκοπό είχε -να διασφαλίσει τα συμφέροντα της χώρας του στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, αποτρέποντας έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο -και τα κατάφερε. Όπως πέτυχε, βέβαια (με την απραγία της Ελλάδας) η νατοϊκή Τουρκία να πατήσει πόδι σ’ ένα κράτος που μέχρι εκείνη την ώρα ήταν ανεξάρτητο. Άλλωστε, για τις ΗΠΑ, η νατοϊκή Τουρκία είχε μεγαλύτερη γεωστρατηγική βαρύτητα απ’ ότι η νατοϊκή Ελλάδα…     

Εν κατακλείδι. Η Ελλάδα άφησε τον κυπριακό ελληνισμό να χαθεί. Άφησε τον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό να πανηγυρίζει την κατάκτηση της Κύπρου, με 3.000 Ελληνοκύπριους νεκρούς, με 150.000 πρόσφυγες μέσα στην πατρίδα τους και με εκατοντάδες βιασθείσες γυναίκες.