«Ο μικρός, χαμένος λεύτερος άνθρωπος»
Δευτέρα, Μαΐου 25, 2020 - 00:46
«Η απέχθειά μου ολοένα αυξάνει για το πνεύμα της αδιαλλαξίας και του φανατισμού απ’ όπου και αν προέρχεται κι όποιος και αν είναι ο σκοπός που υπηρετεί. Ανικανότητά μου να συνεννοηθώ με τους φανατικούς όποιας παράταξης, όχι επειδή τους φοβούμαι, μα επειδή δεν μπορώ να τους εκτιμήσω αληθινά, και η αρνητική μου διάθεση ανοίγει ανάμεσα σ’ αυτούς και σ’ εμένα ένα χάσμα αδιάβατο, που το νιώθουν άλλωστε και αυτοί. Ενώ, από την άλλη μεριά, καταλαβαίνω πολύ καλά τις απόψεις τους και είμαι πρόθυμος να πιστέψω πώς υπάρχει σε κάθε θεωρία, σε κάθε πολιτική, σε κάθε φανατισμό, ένα πετραδάκι αλήθειας. Όμως όταν τους βλέπω να γαντζώνονται στο πετραδάκι τους σαν στρείδια, να μισούν τυφλά και να θέλουν να καταστρέψουν κάθε είδος στοχασμού που δεν ταιριάζει στα δικά τους καλούπια, κάτι μέσα μου επαναστατεί, νιώθω πως πνίγουμαι και γυρεύω αέρα» .
Ο σπάνιος Έλληνας διανοητής και εκπρόσωπος της πολυθρύλητης γενιάς του ’30 Γιώργος Θεοτοκάς έγραψε το παραπάνω απόσπασμα στις 18 Μαΐου 1943, σαν σήμερα δηλαδή αλλά σε ένα άλλο ιστορικό σύμπαν. Στην Κατοχή. Στην πραγματική Κατοχή, με τα γερμανικά στρατεύματα να θερίζουν ολόκληρες περιοχές. Με ανθρώπους να βασανίζονται, να βιάζονται, να πεθαίνουν στους δρόμους και στα πεζοδρόμια από την πείνα. Με λίγα λόγια στην κανονική έννοια που έχει δώσει η Ιστορία σε αυτές τις περιόδους. Όχι σε βλακώδεις λεκτικές απομιμήσεις των δύσκολων ημερών μας αλλά σε ουδεμία περίπτωση συγκρίσιμες, όπως γράφεται καθημερινά στην αρένα της διασυλλογικής / κοινοτικής επικοινωνίας, στα social media.
Ο Θεοτοκάς θα μπορούσε σήμερα να είναι ο ψύχραιμος Έλληνας χρήστης του Facebook. Ο άνθρωπος που παρατηρεί τα πάντα με οξυδέρκεια, επιδιώκει να παρεμβαίνει αλλά όχι με την αναγκαστική στράτευσή του με κάποια από τις δυνάμεις του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας, της κακεντρέχειας, των έτοιμων να ξιφουλκήσουν εναντίον του «άλλου» που δεν συμφωνεί μαζί τους, όποιος και αν είναι αυτός. Φιλίες έχουν χαλάσει, συναδελφικότητες ετών έχουν πάει περίπατο, ανθρώπινες σχέσεις έχουν διαλυθεί στο πυρ το εξώτερο μιας φανατισμένης καθημερινότητας που ακόμα και τώρα, στις πρωτόγνωρες καταστάσεις της πανδημίας, βρίσκει συνεχώς νέες μεταμφιέσεις για να κυκλοφορήσει ανάμεσά μας. Είτε με τη μορφή της ανόητης εναντίωσης στα μέτρα ασφαλούς συνύπαρξης και εξασφάλισης, κατά το δυνατόν, της δημόσιας υγείας είτε με τη μορφή της απολύτως βλακώδους αποδοχής και διακίνησης διαφόρων θεωριών συνωμοσίας γύρω από τον Covid-19.
Το φετινό καλοκαίρι θα είναι πολύ περίεργο. Πιο περίεργο ακόμα και από όλα μαζί τα καλοκαίρια της οικονομικής κρίσης. Γιατί τώρα όλο αυτό το κλίμα της άγνωστης επόμενης ημέρας έχει μολυνθεί επιπλέον από τον αόρατο εχθρό του ιού. Και σε καμία περίπτωση η ελληνική φυλή δεν διαθέτει εκείνο το κοκαλάκι της νυχτερίδας που την κάνει άτρωτη. Όσο και αν μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, στα μέσα Μαΐου 2020, η ελληνική περίπτωση αποτελούσε εξαίρεση, τίποτε δεν είχε εξασφαλίσει τη θετική συνέχεια. Ιδίως όταν το θέμα της ατομικής ευθύνης φαινόταν να εξελίσσεται σε ακόμα ένα πεδίο συγκρουσιακής καθημερινότητας και να λαμβάνει ακόμα και κομματικές, ιδεολογικές ή και ταξικές διαστάσεις.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς, θα μπορούσε να είναι ένας σημερινός μετριοπαθής, καινοτόμος και νεωτεριστής που –παρά την περίεργη και δύσκολη εποχή- θα διέκρινε τη σπάνια ευκαιρία που έχει η Ελλάδα: Να δει το χτίσιμο μιας νέας πολιτικής κουλτούρας συνεργασίας και συνύπαρξης, όπως έχουν δει πολλές χώρες του δυτικού κόσμου. Δύσκολο γιατί ο κόσμος έχει ξαναγίνει ιδιαιτέρως πολύπλοκος με τους ακραίους να έχουν κουρέψει όλους τους φράκτες και να δείχνουν τα κεφάλια τους στους υπόλοιπους. Όμως, όπως καταλήγει ο Θεοτοκάς στην ίδια αναφορά τού Μαΐου του 1943: «Υπάρχει ο μικρός, χαμένος λεύτερος άνθρωπος που δεν θέλει να του πάρουν την ψυχή του και πασχίζει να σώσει κάτι απ’ αυτήν, παλεύοντας σα ναυαγός μες στη φουρτούνα».