Η ιστορία ως καθοδηγητικός φάρος σύλληψης νέας στρατηγικής

Η προσδοκία του ελληνισμού ήταν μετά την εισβολή στην Κύπρο να υπάρξει δυναμική αντίδραση του ελληνικού κράτους υπό δημοκρατική διακυβέρνηση, ώστε να απαλειφθεί η εθνική ανομία που επήλθε στην Κύπρο και να διασφαλιστεί η συνέχιση της ελληνικότητας σε ολόκληρο το νησί, αλλά και η αποκατάσταση του κύρους του ελληνισμού.
Γράφει ο Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο που είχε ως αφετηρία της την 20η Ιουλίου 1974 και ως προσχηματική αιτιολόγησή της από την τότε τουρκική κυβέρνηση του Μπουλέντ Ετσεβίτ, το πραξικόπημα εναντίον του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, συνιστά σήμερα 46 χρόνια μετά ένα διεθνές έγκλημα σε διάρκεια. Η Άγκυρα επεχείρησε να νομιμοποιήσει την εισβολή, επικαλούμενη προσχηματικά προς τούτο το καθεστώς της εγγυήτριας δύναμης που στηριζόταν στις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, με τις οποίες και ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία.
Βάσει της Συνθήκης Εγγυήσεως παρείχετο η δυνατότητα στις Εγγυήτριες Δυνάμεις σε περίπτωση υφιστάμενης κρίσεως που θα απειλούσε τη διασάλευση της συνταγματικής τάξης, να αναλάβουν δράση χωρίς ουδόλως δια αυτού του όρου να υπονοείται η ανάληψη πολεμικής δράσης ενάντια στο προστατευόμενο κράτος. Το οξύμωρο εν προκειμένω παραπέμπει στο γεγονός πως δεν είναι δυνατόν χώρες που εγγυώνται την υπόσταση ενός κράτους να αναλαμβάνουν πολεμική δράση εις βάρος του, επιχειρώντας να το καταργήσουν.
Η τουρκική εισβολή του 1974 σε επίπεδο εγκαταστάσεων και λοιπών υποδομών επέφερε σωρεία καταστροφών, αλλά κυρίως προκάλεσε ένα συνειδητό πλήγμα στη φυσιογνωμία σε θρησκευτικό και ευρύτερο πολιτιστικό πλαίσιο, πράγμα που οδηγεί σε εν μέρει αλλοίωση της ιδιοπροσωπίας του κυπριακού πολιτειακού και κοινωνικού σχήματος. Πλείστα εκ των ελληνικών και μνημείων της ορθοδοξίας εν γένει, ναών, εκκλησιών, χωρών λατρείας, υπέστησαν μερική ή ολική καταστροφή. Πέραν τούτων, κατά την εισβολή έλαβαν χώρα εκτελέσεις αιχμαλώτων, καθώς και δολοφονίες αμάχων, ενώ η τουρκική τακτική του εποικισμού, ο οποίος συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, συνιστά σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο έγκλημα πολέμου, όπως αυτονοήτως και τα ανωτέρω.
→Η προσδοκία του ελληνισμού ήταν μετά την εισβολή στην Κύπρο να υπάρξει δυναμική αντίδραση του ελληνικού κράτους υπό δημοκρατική διακυβέρνηση, ώστε να απαλειφθεί η εθνική ανομία που επήλθε στην Κύπρο και να διασφαλιστεί η συνέχιση της ελληνικότητας σε ολόκληρο το νησί, αλλά και η αποκατάσταση του κύρους του ελληνισμού.
Αντιθέτως, η επιλογή της μεταπολιτευτικής δημοκρατικής κυβερνήσεως του Κωνσταντίνου Καραμανλή συνίστατο πρωτίστως στην εδραίωση της δημοκρατίας και όχι στην ένοπλη παρέμβαση για αποκατάσταση της νομιμότητας στην κατεχόμενη από τουρκικές δυνάμεις Κυπριακή Δημοκρατία.
Διαχωριστική γραμμή (1974)
→Πλείστες όσες μαρτυρίες διαβεβαιώνουν πως η Αθήνα είχε το τακτικό πλεονέκτημα της άμεσης αντίδρασης, τόσο με αεροπορικές δυνάμεις, τύπου Phantom, οι οποίες βρίσκονταν στην Κρήτη, αντίστοιχες των οποίων δεν είχε η Τουρκία, δηλαδή προηγμένης τεχνολογίας, όσο δε και με δύο υποβρύχια που βρίσκονταν έξω από την Κερύνεια και μπορούσαν να πλήξουν τον τουρκικό στόλο, τα οποία και διετάχθησαν να επιστρέψουν στη Ρόδο. Πρόκειται για ενέργειες οι οποίες έγιναν, καθώς οι επιλογές της τότε κυβερνήσεως απέβλεπαν πρωτίστως στη σταθεροποίηση του νεοπαγούς δημοκρατικού καθεστώτος.
Μετά την εισβολή και την κατοχή της βόρειας περιοχής της Κύπρου ο τουρκικός παράγων μετέφερε τις διεκδικήσεις του πλέον προς το Αιγαίο, συμπήσσοντας κατά ταύτα την Τέταρτη Στρατιά (γνωστή και ως Στρατιά του Αιγαίου) το 1975, θεωρώντας πως εις το παρόν στάδιο και κατά τρόπο που ευνοούσε τα τουρκικά συμφέροντα η υπόθεση της Κύπρου οδηγείτο προς μία α’ ή β’ διευθέτηση. Το σημαντικότερο για την Τουρκία ήταν πως μπόρεσε να εγκαταστήσει στρατιωτικές δυνάμεις στο κυπριακό έδαφος, πράγμα το οποίο συνιστούσε εκ των πραγμάτων ένα δύσκολο εγχείρημα, εξ ου και στις δυο προηγούμενες απόπειρες της το 1964 και 1967 απέτυχε. Τοιουτοτρόπως, με αφετηρία την εισβολή, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις πλήρους ελέγχου του βορρά και διεκδικητικής συγκυριαρχίας στον νότο, και διά εκκολαπτόμενων σχεδίων επίλυσης του Κυπριακού.
Έκτοτε η λύση παραπέμπει σε μια διευθέτηση στο πλαίσιο της λεγομένης διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Δηλαδή δια της εισβολής, οι Τουρκοκύπριοι από διάσπαρτοι σε ολόκληρη την Κύπρο, μετακινούμενοι στον βορρά εν τω συνόλω τους, δημιούργησαν την λεγόμενη εθνική πολιτική βάση ενός τουρκοκυπριακού ομόσπονδου κρατιδίου, δηλαδή του ψευδοκράτους που διεκδικεί να αποτελέσει το ένα εκ των δυο μερών της εν εξελίξει διαμορφούμενης, σχεδιαζόμενης περισσότερο, ομοσπονδιακής δομής μιας νέας πολιτειακής οντότητας.
Πέραν του δικοινοτισμού, ο οποίος είναι ως λειτουργικότητα εξαιρετικά επισφαλής και δοκιμάστηκε ανεπιτυχώς κατά τη διάρκεια της Ζυριχικής δομής, θα έπρεπε να γνωρίζουν οι εν Κύπρω και εν Ελλάδι κρατούντες πως τα ομοσπονδιακά συστήματα δεν επιβιώνουν εάν δεν προβάλλουν τα μέρη σε καθημερινή βάση τη θέλησή τους για λειτουργικότητα, συνεργασία και συνομολόγηση κοινών αποφάσεων. Αυτό σημαίνει πως οι ομοσπονδίες διαλύονται πολύ πιο ευχερώς από ότι τα ενιαία κράτη και πολύ περισσότερο αυτό θα μπορούσε να επέλθει με μια διεθνική περίπτωση ομοσπονδίας, όπου η υπονόμευση της κρατικής οντότητας από την μια κοινότητα μπορεί ευκόλως να οδηγήσει το κράτος σε κατάρρευση.
Πέραν των ανωτέρω, σε στρατιωτικό και στρατηγικό επίπεδο η Τουρκία απέκτησε, όχι μόνο για τον εαυτό της, αλλά και έναντι πάντων, το πλεονέκτημα της χώρας που ελέγχει τον χώρο στρατιωτικά και ευρύτερα πολιτικά. Το ανισοζύγιο ισχύος που εκδηλώνεται και είναι εμφανές στην Κύπρο δεν άπτεται μόνο των σχέσεων Κύπρου – Τουρκίας, αλλά παραπέμπει στην αποδυνάμωση του ελλαδικού κράτους στη σχέση του με την Κύπρο, που αποτελούσε το προγεφύρωμα του ελληνισμού στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, αποδίδοντας ταυτόχρονα γεωπολιτική υπεραξία στον ελλαδικό χώρο.
Η Τουρκία, αφ’ ης στιγμής, πέτυχε την εισβολή, χωρίς ιδιαίτερο κόστος, με αυτό δεν εννοούμε το στρατιωτικό επίπεδο, αλλά κυρίως τη διεθνή αντίδραση, η οποία δεν υπήρξε λόγω ακριβώς του χουντικού πραξικοπήματος που προηγήθηκε, επιβεβαιώθηκε στην ικανότητά της να κινείται επιθετικά έναντι του ελληνισμού, χωρίς να υφίσταται ιδιαίτερες διεθνείς ή άλλες συνέπειες, όπως εσυνέβη πχ το 1964 όπου η διεθνής κοινότητα δια του Αμερικανού Προέδρου Λίντον Τζόνσον της απαγόρευσε να εισβάλει στην Κύπρο.
Η Ελλάδα, είναι σαφές, είτε έγινε κατανοητό εκείνη την περίοδο, είτε εκ των υστέρων, ότι απώλεσε το στρατηγικό πλεονέκτημα της Κύπρου, δηλαδή αυτού που ονόμαζε ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσιγκερ, «αβύθιστο αεροπλανοφόρο», για την νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, ενώ ιστορικά η Κύπρος για την Ελλάδα ήταν συνέχεια από τους αρχαίους χρόνους και υφίστατο ως μια ζώσα και δυναμική παρουσία ελληνισμού, αλλά και ως ένας χώρος, που ενώ ταυτόχρονα στην ιστορική του διαδρομή διεκδικείτο από πολλές δυνάμεις λόγω της γεωπολιτικής του θέσης, διεκδίκησε σθεναρά και με θυσίες την ένωση με την Ελλάδα.
Η Τουρκία, η οποία μέχρι το 1974 αισθανόταν μία διαρκή περικύκλωση από δύο ελληνικά κράτη, που λειτουργούσαν, όπως συνήθιζε να λέει η ηγεσία της Άγκυρας, ως μία «γεωγραφική θηλιά στο λαιμό της», κατάφερε να διαρρήξει αυτό που αντιλαμβανόταν ως στρατηγική περικύκλωση, από Ελλάδα και Κύπρο.
Σήμερα, εν όψει δεδομένων της κλιμακούμενης τουρκικής επιθετικότητας έναντι του ελληνισμού, με έμφαση αυτή την περίοδο στο Αιγαίο, η τραγωδία της Κύπρου οφείλει να διδάσκει πως η τουρκική στρατηγική έχει διαχρονικά συγκεκριμένες στοχεύσεις και σχέδιο υλοποίησης τους, για την πραγμάτωση των οποίων το εσωτερικό μέτωπο ήταν και είναι πάντοτε αρραγές και ενιαίο. Σήμερα δε, ιδιαιτέρως δεδομένης της ουσιαστικά μονοκρατορίας του Ερντογάν, ο οποίος ελέγχει πλέον και το στράτευμα, το οποίο μέχρι πρόσφατα αποτελούσε τον κεμαλικό μοχλό ελέγχου και εξισορρόπησης του εκάστοτε ηγέτη, οι τουρκικές στρατηγικές στοχεύσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν με ταχύτητα αιφνιδιασμού, που απορρέει από τον απόλυτο έλεγχο του εσωτερικού συστήματος της Τουρκίας, καθώς επίσης και από την αδυναμία του διεθνούς παράγοντα να παρέμβει. Τα παραπάνω ιστορικά δεδομένα οφείλουν όχι μόνο να λαμβάνονται υπόψη, αλλά να συνιστούν καθοδηγητικά στοιχεία για την σύλληψη και εκπόνηση της ελληνικής στρατηγικής έναντι της Άγκυρας.
Ο Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης είναι Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών Για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία Πάντειο Πανεπιστήμιο