Δευτέρα, 4 Νοέμβρη, 2024 - 22:17

«Τίς πταίει;»

Σήμερα το πρωί ανέβαινα την οδό Χαριλάου Τρικούπη στο κέντρο της Αθήνας. Μετά την διασταύρωση με την Ακαδημίας, και καθώς ήμουν σταματημένος λόγω της κίνησης, είδα ότι είχαν αναρτηθεί ανακοινώσεις του Δήμου Αθηναίων πάνω σε κορδέλες στα πεζοδρόμια εκατέρωθεν, οι οποίες «παρακαλούσαν» τους οδηγούς να μην σταθμεύουν, διότι διεξάγονται ή θα διεξαχθούν στο σημείο αυτό εργασίες ασφαλτοστρώσεως από τον Δήμο. Μάλιστα προειδοποιούσαν τους οδηγούς ότι σε διαφορετική περίπτωση θα έπαιρνε τα αυτοκίνητα τους ο γερανός.
 
Του Ηλία Δημητρέλλου
 
Πρώτη Μικρή σημείωση. Στην Χαριλάου Τρικούπη (όπως και σε όλους τους μεγάλους δρόμους στο κέντρο της πόλης) απαγορεύεται ούτως ή άλλως η στάθμευση των αυτοκινήτων. Δεύτερη μικρή σημείωση. Στην εν λόγω οδό, ουχί μόνο σταθμεύουν τα αυτοκίνητα, αλλά τα ανεβάζουν και πάνω στα πεζοδρόμια, με αποτέλεσμα σε πολλά σημεία να είναι αδύνατη η διάβαση των πεζών. Για τους ΑΜΕΑ ή τις μανάδες με καροτσάκια, ούτε συζήτηση. Να πάνε από άλλο δρόμο. Φυσικά, η παράνομη αυτή στάθμευση αποτελεί και την κύρια αιτία του διαχρονικού προβλήματος του κυκλοφοριακού στην πόλη. Δηλαδή, επί της ουσίας ο Δήμος, η Διοίκηση εν τέλει, αντί να εφαρμόζει τον νόμο, παρακαλά τους πολίτες να μην τον παραβαίνουν. Όχι βέβαια στο διηνεκές, μην τους τους προβληματίσουμε κιόλας και τους χάσουμε από πελάτες, αλλά μόνο για εκείνες τις λίγες ημέρες που θα διεξάγονται τα έργα.
 
«Τίς πταίει;», για να υιοθετήσω κι εγώ το ερώτημα που έθεσε ο Χαρίλαος Τρικούπης στο περίφημο άρθρο του (προτού γίνει η ανωτέρω οδός). Η Πολιτεία που δεν εφαρμόζει το νόμο, ή/και οι πολίτες που δεν τον τηρούν; Θεωρώντας μάλλον αυτονόητο ότι η Πολιτεία έχει την κύρια ευθύνη για την ανομία, το ερώτημα είναι γιατί οι πολίτες αρνούνται να τηρήσουν κανόνες που θα έκαναν και την δική τους καθημερινότητα απείρως καλύτερη. Πόσω μάλλον, όταν πρόκειται για απλούς κανόνες, ευχερώς εφαρμόσιμους, που στις κανονικές χώρες είναι αυτονόητοι και μη αμφισβητήσιμοι, όπως φερ’ ειπείν «δεν σταθμεύουμε όπου μας καπνίσει», «σεβόμαστε τους πεζούς και ιδίως τους ΑΜΕΑ», «δεν πετάμε το άδειο πακέτο τσιγάρων, το κουτάκι του αναψυκτικού, τα σκουπίδια μας όπου να ’ναι», «δεν κτίζουμε στα ρέματα» κ.ο.κ. 
 
Γιατί έχουμε υιοθετήσει αυτήν την αντικοινωνική συμπεριφορά; Σχεδόν όλοι μας έχουν επισκεφτεί τις προηγμένες δυτικές χώρες (μέχρι το 2011-12, σε κάθε ευρωπαϊκή πόλη κατά μυριάδες συνέρρεαν οι τουρίστες από την χώρα μας), πάρα πολλοί εξ ημών έχουν σπουδάσει, ζήσει και εργαστεί στο εξωτερικό. Όλοι μας μελαγχολούσαμε όταν κάναμε τις συγκρίσεις με την Ελλάδα σε αυτά τα ζητήματα, και εκνευριζόμασταν που δεν εμείς μπορούμε να πράξουμε τα δέοντα. Φυσικά, ούτε λόγος να τολμήσουμε να «μεταλαμπαδεύσουμε» τον ελληνικό τρόπο συμπεριφοράς στους «κουτόφραγκους». Εκτός του ότι εκεί πίπτει κατευθείαν η ράβδος, οι πολίτες των πόλεων αυτών θα έδειχναν εμπράκτως την διαφωνία τους σε οποιαδήποτε αντικοινωνική συμπεριφορά.
 
Κι όμως, οι περισσότεροι, άμα τη άφιξη μας στην Ελλάδα (ή καλύτερα μάλλον, μόλις φύγουμε από το Ελευθέριος Βενιζέλος, όπου για κάποιο απροσδιόριστο λόγο τηρούνται ευρωπαϊκά πρότυπα), πετάμε την απόδειξη από τα διόδια της Αττικής Οδού από το παράθυρο του αυτοκινήτου μας. 
 
Το πιο εύκολο και βολικό είναι τα ρίξουμε όλα στην Πολιτεία, το Κράτος κλπ, που δεν θέλει να εφαρμόσει το νόμο, διότι τοιουτοτρόπως απαλλάσσουμε τον εαυτό μας από τις ευθύνες μας. Έχουμε πείσει τον εαυτό μας ότι δεν μπορούμε να πετύχουμε τίποτα, αφού φταίει για όλα το Κράτος, οπότε δεν χρειάζεται καν να προσπαθήσουμε να γίνουμε καλύτεροι, όντας οπαδοί της ελάσσονας προσπάθειας ή μάλλον, της μηδενικής προσπάθειας. 
 
Θα πει κάποιος, και δικαίως ότι είναι ζήτημα παιδείας. Να συμφωνήσουμε, αλλά στο σχολείο εδώ και χρόνια τα παιδιά, αυτά τα διδάσκονται και μάλιστα ουχί τυπικά, οι δε δάσκαλοι προσπαθούν πολύ επ’ αυτού. Κάποιος άλλος θα πει ότι είναι ζήτημα ανατροφής μέσα από την οικογένεια. Ενδεχομένως είναι η πιο ορθή εξήγηση καθώς ό,τι και να διδάξει ο δάσκαλος, αν το παιδί βλέπει τον πατέρα να καθυβρίζει τους πάντες και να φωνάζει στον δρόμο, δεν έχει και πολλές ελπίδες να γίνει καλύτερο από εκείνον. Φταίει ο κοινωνικός περίγυρος, οι φίλοι και γνωστοί μας, που σε περιγελούν όταν αρνηθείς να «καβαλήσεις» το πεζοδρόμιο για να σταθμεύσεις και επιμένεις για ώρα να ψάχνεις για θέση; Είναι μία σοβαρή αιτία. Είναι όλα τα ανωτέρω μαζί; Το πιο πιθανό, αλλά και πάλι δεν απαντά πλήρως στο ερώτημα, γιατί δεν αλλάζουμε από μόνοι μας, ή έστω δεν προσπαθούμε να αλλάξουμε, παρόλο που έχουμε τόσο τις παραστάσεις, όσο και την γνώση. Γιατί αρνούμαστε να γίνουμε καλύτεροι; Γιατί επιμένουμε να σταθμεύουμε πάνω στις διαβάσεις πεζών και στις ράμπες αναπήρων, όταν φερ’ ειπείν, είτε έχουμε γίνει και εμείς γονείς και αδυνατούμε να βαδίσουμε στα πεζοδρόμια με το καροτσάκι του μωρού, είτε έχουμε κάποιον συγγενή μας ΑΜΕΑ. Τι διάολε φταίει και προτιμούμε να φερόμαστε ως (όχι σαν) «γαϊδούρια»; 
 
Σίγουρα μισούμε τις πόλεις μας, σίγουρα θέλουμε μόνο την βολή μας, σίγουρα αδιαφορούμε για τους άλλους, σίγουρα δεν θέλουμε να αλλάξουμε. Οπότε τζίφος; Κατ’ εμέ όχι ακριβώς, καθώς αδιαφορώ πλήρως που οι ανωτέρω συμπεριφορές είναι πλειοψηφικές. Προτιμώ να νιώθω εγώ καλά με τον εαυτό μου, και ας ανήκω στη «μειοψηφία». Νομίζω ότι η μόνη οδός που απομένει πια, είναι η ατομική προσπάθεια. Επουδενί είναι λύση, αφού είναι αδύνατο να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, αλλά τουλάχιστον ικανοποιεί προσωπικά εκείνον που τουλάχιστον το προσπαθεί.
 
Φωτό: Παιδιά του δρόμου, Μισούρι 1910 (φ. Λιούις Χάιν Γουίκες)