Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024 - 09:32

Το Κυπριακό εν μέσω διεθνοπολιτικών αντιπαραθέσεων

Η πρόταση για σύγκληση της ολοκληρωθείσας πλέον πενταμερούς διάσκεψης για το Κυπριακό, η οποία προήλθε από τους Βρετανούς και έλαβε χώρα υπό την αιγίδα του ΓΓ του ΟΗΕ, περιελάμβανε τα άμεσα και εμμέσως εμπλεκόμενα μέρη της επί του Κυπριακού διαδικασίας, όπως είναι οι δύο κοινότητες, η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
 
Γράφει ο Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης
 
Οφείλει κανείς να υπογραμμίσει πως για όλους τους κατά ταύτα συμμετέχοντες, υπήρξε a priori δεδομένο πως, γνωστών ουσών των θέσεων των δυο πλευρών, δεν υπήρχε περίπτωση να οδηγηθούν οι συνομιλίες σε αίσιο τέλος. Η διαδικασία προδήλως έλαβε χώρα εν μέσω πιέσεων και προσδοκιών του διεθνούς παράγοντα για συνομιλίες και διαπραγματεύσεις, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, στο πλαίσιο μιας παραδοσιακής αντίληψης, που παραπέμπει στο ότι «οι συνομιλούντες δεν συγκρούονται, κατά ταύτα οφείλουν τα μέρη να συνομιλούν».
 
Στη συντελεσθείσα πενταμερή διάσκεψη, η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι εξέφρασαν πλέον τη διεκδίκηση για  οικοδόμηση δύο αυτονόμων κρατικών οντοτήτων, οι οποίες να συνυπάρχουν ως ίσες δομές διαχωρισμού υπό την ομπρέλα μια συνομοσπονδιακής διάρθρωσης. Η Κυπριακή Δημοκρατία, σύμφωνα με το ανωτέρω σκεπτικό, πρέπει να αποδώσει στο βόρειο τμήμα -το επερχόμενο ως τουρκικό- εθελουσίως εξουσίες, που περιλαμβάνονται στην επικράτειά της. Τοιουτοτρόπως, προκύπτει ένας ισότιμος και ίσος διαχωρισμός, δηλαδή διαμελισμός του χώρου σε δυο κρατίδια. 
 
Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω, δεδομένων των κατά τα ανωτέρω παραμέτρων, που τέθηκαν στο πλαίσιο της άτυπης διάσκεψης, που συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για την υπόσταση του κυπριακού ελληνισμού και φυσικά του κυπριακού κράτους, υπογραμμίζει και το ζήτημα της σκοπιμότητας, της εθνικής σημασίας για τον ελληνισμό για συμμετοχή του σε αυτή τη διαδικασία, δεδομένου του ότι αυτή τούτη η διάσκεψη δημιουργεί ένα προηγούμενο, επί του οποίου και συναφώς θα στηριχθούν τα επόμενα επί του κυπριακού βήματα. 
 
Η εξήγηση που εν προκειμένω θα μπορούσε να παρατεθεί ως προς την ελληνική και κυπριακή συμμετοχή, θα παρέπεμπε στο γεγονός της προσκόλλησης Αθήνας και Λευκωσίας σε μια πολιτική προσέγγιση συναινετικής, ενίοτε δε και άκριτης ανταπόκρισης στα καλέσματα του διεθνούς παράγοντα σε διαδικασίες επίλυσης του Κυπριακού, παραβλέποντας το γεγονός πως τα κράτη συμμετέχουν σε διαδικασίες επίλυσης προβλημάτων, τότε μόνο όταν προσβλέπουν σε προσδοκώμενο όφελος.
 
Ένας άλλος παράγοντας της συμμετοχής της Κύπρου και σαφώς των Αθηνών στις διαδικασίες της Πενταμερούς, γνωστού όντος εξαρχής του γεγονότος της μη θετικής έκβασης, δεδομένων των εκ διαμέτρου αντίθετων απόψεων ως προς την προσέγγιση επίλυσης του Κυπριακού, μπορεί να αποδοθεί και στην αντίληψη πως μια τυχόν άρνηση εν προκειμένω, θα οδηγούσε σε μια επίρριψη ευθυνών από τον διεθνή παράγοντα. Συνεπώς, η συμμετοχή προκύπτει προκειμένου να αποφευχθεί ένα παίγνιο, τύπου ‘blame game’. 
 
Η διαφωνία, που κατεγράφη μετά το πέρας της διάσκεψης, δεν αναφέρεται μόνο σε αυτό τούτο το γεγονός της διαφορετικής προβολής θέσεων, που ήταν και αναμενόμενη, αλλά στο κόστος από αυτή τη συμμετοχή για την ελληνική πλευρά σε σχέση με ένα διαρκές ροκάνισμα της υπόστασης του κυπριακού κράτους. Αυτό μας θυμίζει την ελληνική συμμετοχή στην Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου το 1955, όπερ και μαρτυρεί επανάληψη εσφαλμένων εκτιμήσεων.
 
Εκτιμάται πως στην σημερινή φάση του Κυπριακού Προβλήματος, οι διασκέψεις αυτής της μορφής, μεσούσης της κατοχής, στην πραγματικότητα το μόνο που επιφέρουν είναι τη δυνατότητα της Άγκυρας να συμμετέχει «νομιμοποιημένα» στην επίλυση ενός προβλήματος, του οποίου την ευθύνη, ως κατέχουσα δύναμη, φέρει ακέραια.
 
Πρόκειται, συνεπώς, για μια «νομιμοποίηση» διά της διολισθήσεως σε πραγματικότητες, που άπτονται του πυρήνα του Κυπριακού Προβλήματος, όπου η Τουρκία μετατρέπεται εν τέλει εμμέσως, από κατέχουσα δύναμη σε παράγοντα προσανατολισμένο στη διευθέτηση της κυπριακής υπόθεσης, συνθήκη ιδωμένη ως τραγική αντίφαση. 
 
Ταυτοχρόνως δε, η Τουρκία δομεί έναντι του ευρωπαϊκού παράγοντα την εικόνα μιας χώρας, η οποία είναι διαλεκτική και πρόθυμη να συμβάλει στη λύση αυτού του διεθνούς προβλήματος, που διατρέχει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Επομένως, ουσιαστικά κερδισμένος από την υπόθεση της πενταμερούς είναι μόνον η Τουρκία. 
 
Εδώ ενδιαφέρει μία διαπίστωση που γεννά σχετικές απορίες και που αναφέρεται στο γεγονός πως η στάση Αθηνών – Λευκωσίας έναντι της Άγκυρας εξακολουθεί να υφίσταται η ίδια που παρήγετο σε παλαιότερες εποχές ως προς το Κυπριακό, μη λαμβάνουσα υπόψη τις αρνητικές εξελίξεις, που επέρχονται στον εγγύτερο και ευρύτερο διεθνή περίγυρο έναντι της Άγκυρας. Επ’ αυτού εκτιμάται πως οι δύο χώρες, δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν να ενσωματώσουν στην πολιτική τους τις αρνητικές διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις, που έλαβαν χώρα προσφάτως για την Τουρκία. Αυτό μπορεί να αποδοθεί σε αντιλήψεις στερεοτύπων περί δεδομένων του παρελθόντος, από τα οποία οι ηγετικές ομάδες Αθήνας και Λευκωσίας είναι εμποτισμένες και δυσχερώς απαγκιστρώνονται.
 
Υπενθυμίζεται ως προς τη μεταβολή διεθνών ισορροπιών έναντι της Τουρκίας πως εσχάτως, κατά την 24η Απριλίου, ημέρα μνήμης της Αρμενικής Γενοκτονίας, εδέχθη η Άγκυρα σοβαρότατο πλήγμα από τον νυν Αμερικανό Πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, ο οποίος υιοθέτησε στο σχετικό μήνυμά του, τη λέξη γενοκτονία, αναφερόμενος στη σφαγή των Αρμενίων από τους Νεότουρκους κατά το 1915. 
 
Συμπερασματικά, αντικρίζοντας τη μεγάλη εικόνα εν προκειμένω, της εν εξελίξει ευρισκόμενης απομόνωσης της Άγκυρας και της συμπαραμαρτούμενης διάρρηξης των σχέσεών της με άλλα κράτη, όπως αυτό του Ισραήλ, αλλά και της επιδείνωσης των τριγμών με τις ΗΠΑ, εκτιμάται πως η πενταμερής φιλοσοφία, όπως αναπτύχθηκε και ανωτέρω, αφενός έρχεται να διοχετεύσει οξυγόνο πολιτικής επιβίωσης ως προς το καθεστώς Ερντογάν, το οποίο και εσωτερικά παρουσιάζει ρήγματα, καθώς η Τουρκία έναντι τρίτων παρουσιάζεται ως μια χώρα που συνομιλεί για την επίλυση ενός διεθνούς προβλήματος, ενώ στο εσωτερικό ακροατήριο το καθεστώς Ερντογάν ενδυναμώνει την θέση του, προβάλλοντας κατά ταύτα μια σκλήρυνση της στάσης του στο Κυπριακό. 
 
Ο Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης είναι Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Πάντειο Πανεπιστήμιο