Ένα εμβόλιο – διαβατήριο για τη νέα κανονικότητα Vol. 2
Δευτέρα, Ιουνίου 21, 2021 - 03:00
Έχοντας πλήρως εμβολιαστεί το 30% σχεδόν του πληθυσμού και με προοπτική να φθάσει το ποσοστό στο 50% τους επόμενους δύο μήνες, αναζητούνται τώρα τα βήματα που θα επιτρέψουν την επάνοδο σε μία μορφής κανονικότητα όπως πριν την πανδημία. Κυρίαρχο ρόλο στην προσπάθεια θα διαδραματίσει το Πιστοποιητικό εμβολιασμού που χορηγείται σε όσους πολίτες έχουν πλήρως εμβολιασθεί. Κυρίαρχο θέμα αποτελεί τα «προνόμια» που θα συνοδεύουν όσους φέρουν αυτό το πιστοποιητικό. Φαίνεται ότι ο Πρωθυπουργός διαβάζοντας την προβληματική στο άρθρο «Ένα εμβόλιο – διαβατήριο για τη νέα κανονικότητα» (Τεύχος Δεκεμβρίου 2020), πρότεινε πρώτος από όλους τους Ευρωπαίους ηγέτες την υιοθέτησή του (εντάξει, λέμε και κανένα χωρατό).
Από τον Ηλία Δημητρέλλο
Κατ’ αρχάς είναι λάθος ο χαρακτηρισμός «προνόμια», καθώς επί της ουσίας πρόκειται για την δυνατότητα να πράττουν οι εμβολιασθέντες όσα είχαν την δυνατότητα να πράξουν και πριν την πανδημία. Δεν παρέχονται νέα δικαιώματα, αλλά δίδεται η δυνατότητα να επιστρέψουμε στις παλιές μας συνήθειες, στην παλιά μας ζωή. Συγχρόνως δε, στερούνται αυτής της δυνατότητας, όσοι έχουν επιλέξει να μην εμβολιασθούν. Δεν στερούνται του δικαιώματος, καθώς ανά πάσα στιγμή μπορούν να εμβολιαστούν, αλλά κρίνεται ότι για λόγους προστασίας της Δημόσιας Υγείας και της υγείας των πολιτών, οι εν λόγω απλώς δεν επιτρέπεται να προβούν σε συγκεκριμένες πράξεις, διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να νοσήσουν οι υπόλοιποι (κανένα εμβόλιο δεν είναι 100% αποτελεσματικό, ούτε δύναται να είναι).
Συνεπώς με το Πιστοποιητικό εμβολιασμού δεν παραβιάζεται κάποιο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα όσων έχουν επιλέξει να μην εμβολιαστούν, αλλά παρέχεται η δυνατότητα σε όσους έχουν εμβολιαστεί να ασκούν εκ νέου τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά τους.
Φυσικά, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έχει ασχοληθεί σχετικώς, αλλά έχει δώσει λίαν προσφάτως το στίγμα του αναφορικά με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των νηπίων (2387/2020 ΣτΕ). Εδέχθη λοιπόν ότι «η μέριμνα για την δημόσια υγεία αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους, στο πλαίσιο της οποίας η Πολιτεία οφείλει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη της διάδοσης και την καταπολέμηση μεταδοτικών ασθενειών, οι οποίες συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.
Στα μέτρα αυτά εντάσσεται και ο εμβολιασμός νηπίων και παιδιών, ο οποίος διενεργείται με σκοπό την προστασία της υγείας, συλλογικώς και ατομικώς, από τις ασθένειες καθώς και την βαθμιαία εξάλειψή τους. Το μέτρο του εμβολιασμού, καθ’ εαυτό, συνιστά σοβαρή μεν παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και δη στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτού, πλην όμως συνταγματικώς ανεκτή, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ότι προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα πλήρως τα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα και β) ότι παρέχεται δυνατότητα εξαίρεσης από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται. Η ως άνω παρέμβαση, εφόσον κρίνεται, σύμφωνα με τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα, αναγκαία και πρόσφορη για την προστασία της υγείας τόσο των ίδιων των εμβολιαζομένων όσο και τρίτων… δεν είναι δυσανάλογη για την επίτευξη του προμνημονευθέντος συνταγματικού δημοσίου σκοπού».
Το δε Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσφάτως στην υπόθεση C649/18 εδέχθη ότι: «Όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα μιας απαγόρευσης όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, υπενθυμίζεται ότι η υγεία και η ζωή των ανθρώπων κατέχουν πρωταρχική θέση μεταξύ των αγαθών και των συμφερόντων που προστατεύει η Συνθήκη ΛΕΕ και ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν το επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας που επιθυμούν να εξασφαλίσουν και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να επιτευχθεί το επίπεδο αυτό.... Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή ή τη σημασία των κινδύνων για την υγεία των ανθρώπων, το οικείο κράτος μέλος πρέπει να μπορεί να λαμβάνει μέτρα προστασίας χωρίς να οφείλει να αναμένει να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό των εν λόγω κινδύνων…».
Είναι αδύνατο να πειστούν όλοι να εμβολιαστούν, είναι όμως καθ’ όλα άδικο να παρέχεται η δυνατότητα στους εν λόγω να μετέχουν σε όλες τις δραστηριότητες, θέτοντας σε κίνδυνο τους υπόλοιπους εξαιτίας της επιλογής τους. Ούτε να απολαμβάνουν την ασφάλεια της μη μετάδοσης, επειδή οι υπόλοιποι επέλεξαν να εμβολιαστούν. Η όποια επιλογή έχει τις συνέπειές της, και φυσικά δεν μπορεί να είναι μονά – ζυγά, δικά τους.