Ο Μάιος της Eurovision και των Τελικών
Σάββατο, Ιουνίου 1, 2024 - 17:15
Πολεμώντας τη Νέα Μοναξιά με Ολυμπιακό και Μαρίνα
Από τον Μάριο Νόττα*
Αρχίζει το ματς αδειάσαν οι δρόμοι
Η ώρα ζυγώνει αρχίζει το μάτς
Αρχίζει το ματς ερήμωσε η πόλη
Τρεχάτε κι αρχίζει το ματς
Πω πω γουστάρω να βλέπω κασκόλ
Να βλέπω σημαίες να μπαίνουνε γκολ
Πως μας ενώνει και πως μας δονεί
Του Διακογιάννη η φωνή
Ο βάρδος Κηλαηδόνης, αποτύπωσε θεσπέσια την μέθεξη της φίλαθλης εμπειρίας (και όχι της στρεβλής καφρίλας) που μπορούν να προσφέρουν τα σπορ, σε μία εποχή παράξενη, τεράστιας μοναξιάς.
Σκέψου το: Ζούμε σε καιρούς ‘ιδιωτικούς’, όπου τα πάντα γίνονται ‘εξατομικευμένα’ και κατα μόνας. Η ιδιότυπη εστία της τηλεόρασης -που είχε ήδη παραμερίσει τη ζεστασιά της “παρέας” της οικογένειας- έχει πλέον αντικατασταθεί από προσωποποιημένο περιεχόμενο που ο καθένας μας απολαμβάνει μόνος του.
Ναι, υπήρξαν εποχές που οι παρέες συναντιόντουσαν για να διαβάσουν ποίηση, να παίξουν παιχνίδια, να μαλώσουν για πολιτικά θέματα να ακούσουν μουσική και να χορέψουν.
Αντιπαρέβαλε αυτό, με τις συναθροίσεις εφήβων που επικοινωνούν μέσω text και τα βλέμματα τους δεν συναντιούνται, παραμένουν καθηλωμένα στις μικρές μαύρες συσκευές παλάμης.
Ναι, εντάξει, δεν είμαστε ανάπηροι ακόμα. Ευτυχώς, στον ευλογημένο τόπο μας, θες δεν θες, όταν μοσχοβολήσει η νερατζιά, ή το ριχόσπερμα (ακόμα και στην Σόλωνος) και αρχίσουν να μεγαλώνουν οι μέρες, κάτι μέσα ‘μας τραβάει απ’ το μανίκι’ να βιώσουμε το ‘έξω’, να βρούμε φίλους, να κυκλοφορήσουμε και ν’ ανταμώσουμε.
Ειδικά αυτός ο Μάιος, του 2024, μας δίνει αφορμές να αναθαρρήσουμε. Ας δούμε λοιπόν τη συγκυρία:
…Τα σπορ, έχουν πολλές αναγνώσεις και οι επιστήμες συμπεριφοράς τα έχουν ανατέμνει και ερμηνεύσει με επάρκεια. Για το σημερινό σημείωμα, έχουν μια νέα, τεράστια αξία στους ψηφιακούς μοναχικούς καιρούς: Δίνουν την ανεκτίμητη ευκαιρία της ομαδικής ‘συνάντησης’ (με ή χωρίς εισαγωγικά), της συλλογικής χαράς (ή λύπης), του ‘σκοπού’, της εκπλήρωσης, της παρεΐστικης περηφάνιας και της οικογενειακής στοργής.
…Έτσι λοιπόν, είτε μιλάμε για τα ‘μεγάλα κορμιά’ του final four (μπάσκετ, Βερολίνο, με δύο στις τέσσερεις ομάδες να εκπροσωπούν Αθήνα - Πειραιά), είτε για τα κοτσιδάκια της Μαρίνας Σάτι (αθλητισμός - πολιτισμός συγγενεύουν) είτε για τη τεράστια επιτυχία του Ολυμπιακού (ποδόσφαιρο, τελικός Ευρωπαϊκής διοργάνωσης, οσονούπω…) αυτό που υπηρετείται είναι ανεκτίμητο:
Διψάμε να συναντηθούμε.
‘Καιγόμαστε’ ν’ αγαπηθούμε.
Φλεγόμαστε να φιλιώσουμε.
Αυτό εξηγεί με τον πληρέστερο, ομολογώ αισιόδοξο, αλλά και πιο προφανή λόγο τα συναισθήματα ευφορίας, την άνοδο της κατανάλωσης και του χρηματιστηρίου, την επικρατούσα ευθυμία και ανεκτικότητα και την υποχώρηση του δείκτη αυτοκτονιών σε περιόδους Συλλογικών Διακρίσεων (ναι, δεν εννοώ τη μαθηματική ολυμπιάδα).
Ακόμα και η προσδοκία τέτοιων διακρίσεων, μοιάζει να έχει έναν ανακουφιστικό, επουλωτικό ρόλο στις εντάσεις που μαστίζουν την καθημερινότητά μας: Ψάξε (αν δεν το έζησες) τον θόρυβο που προηγήθηκε της Eurovision. Έχω φίλους πολύ εκλεκτικούς και ‘γκρινιάρηδες’ που παρασύρθηκαν στο ‘hype’ (ελληνική λέξη) της αμφισημίας της Ελληνικής συμμετοχής και εμπαθώς συμμετείχαν στην ‘καλόπιστη κριτική’ που αποσκοπούσε -που αλλού- στο να ‘πάρουμε τη κούπα’. Η ‘αίσθηση σκοπού’ ήταν πασιφανής και μία τυχόν επιτυχία (όπως -ας πούμε- το 2005) θα τους έκανε “να βγούνε στα μπαλκόνια’ !
Στον Αθλητισμό, τα πράγματα είναι ακόμα πιο έντονα:
Ο φίλος μου ο Τάκης (σπουδαίο παιδί, στο κανάλι της Βουλής και διακαής ‘Ολυμπιακός’) μου τόλεγε: “Ασε φίλε, η μπάλα είναι μεγάλη ντρόγκα”. Όπου ‘μπάλα’ βάλε κάθε ομαδικό σπόρ που συγκεντρώνει κόσμο στη κερκίδα και στις οθόνες. Και μοιάζει να έχει δίκιο. Δεν εξηγείται αλλιώς το πως “η μπάλα” καταφέρνει να μας ‘βάζει στον κουβά’, να μας προσφέρει άπλετους λόγους συνοχής και να μας κάνει να χαιρόμαστε κάθε φορά που η “οικογένειά μας” (εθνική, σύλλογος, ή εν γένει ομάδα) ανεβαίνει στο βάθρο ή -ακόμα περισσότερο- ακούγεται ο Εθνικός Ύμνος.
Και επειδή η παράξενη και ανάδελφη αυτή οικογένεια καταμεσίς της Μεσογείου ξέρει να εκτιμά το αμφίσημον και συναμφότερον (γεια σου Κώστα Ζουράρι), μοιάζει να έχει -δηλαδή να έχουμε- πάντα πρόχειρο το αντίβαρο της μη-επίτευξης του τελικού σκοπού:
Όπως μας υπέδειξε ο Αλεξανδρινός, “απολαμβάνουμε το ταξίδι” (και ας τον προορισμό να κουρεύεται).
Αυτό απλώς σημαίνει, πως έχει άλλη -διακριτή- αξία το ασβέστωμα, η καθαριότητα και η αναμπουμπούλα (συν τα τσουρέκια και τα κουλουράκια) την ευλογημένη μακρά περίοδο πριν το Πάσχα, σε σχέση με το ίδιο το Πάσχα, όπου τελικά μπορεί να πάθεις και ένα βουλιμικό επεισόδιο.
Το ίδιο ισχύει και με τις “συλλογικές διακρίσεις” μας.
Απολαμβάνουμε (και ‘συναντιόμαστε’) τη μακρά περίοδο της προσδοκίας της διάκρισης, των σταδίων και της “διαδρομής προς τον τελικό” πιο πολύ κι από τον τελικό τον ίδιο. Πράγμα ευεξήγητο με την ερμηνεία της απόδρασης από την (νέα) μοναξιά, όπως σου γράφω πιο πάνω.
Τώρα, αν “την σηκώσουμε τη γαμημένη” (την κούπα, όπως υπαγορεύει το ανεξάντλητο και αθυρόστομο οπαδικό χιούμορ) ..ακόμα καλύτερα !