Ο Χατζιδάκις της σκέψης
Γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας, προσγειωμένος χωρίς ψευδαισθήσεις, ο Χατζιδάκις τασσόταν πάντοτε υπέρ της δύναμης του πνεύματος και της καθημερινής ποίησης, ως αντίδοτο σε κάθε απολυταρχία
Από την Ναταλί Χατζηαντωνίου
H Εποχή της Μελισσάνθης». «Ο Λαχειοπώλης τ’ Ουρανού». «Τα παιδιά της γαλαρίας». «Τα Σχόλια του Τρίτου». «Ο Καθρέφτης και το Μαχαίρι». Η έγκαιρη και πραγματική προοδευτικότητα που ανέδιδε κάθε δημοσίευμα στο «Τέταρτο». Το κείμενό του για τον νεοναζισμό. Οι στίχοι του. Τα θραύσματα της βαθιά πολιτικής σκέψης του έτσι όπως εντοπίζονται σε συνεντεύξεις του. Η αποστασιοποιημένη ειρωνεία του και η μελαγχολική του διορατικότητα. Οι ήπιες κι ευφυείς αντιδράσεις ενός ελεύθερου ανθρώπου που διέθετε αστική ευγένεια και λαϊκά αντανακλαστικά.
Οι ημέρες μας που ανήκουν σε μία σκοτεινή και πικρή εποχή, ας τον φανταστούμε σ’ ένα κεντρικό καφέ, όπως ήταν το στέκι του στο «Φλόκα». Διαβάζει κάθε μεσημέρι «Ριζοσπάστη», επιδεικτικά. Γιατί; Διότι απέναντί του κάθεται ο Γρηγόρης Μιχαλόπουλος, ο εκδότης της φιλοχουντικής «Ελεύθερης Ωρας». Προσωπική «διαδήλωση» βαφτισμένη στο χιούμορ. Στο πείσμα. Στο θάρρος. Και στην πιο ευγενή «προβοκάτσια».
Νάτος ο Μάνος Χατζιδάκις, έτοιμος να μιλήσει πολύ σοβαρά κι ανοιχτά όταν η εσωτερική του σκέψη γεννά έναν στιβαρό πολιτικό λόγο: «Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του,
όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του (...)».
Στο ίδιο κείμενο που είχε γράψει τον Φεβρουάριο του 1993, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, για το πρόγραμμα μιας αντιναζιστικής συναυλίας της Ορχήστρας των Χρωμάτων, προέτασσε ως ασπίδα την παιδεία, προειδοποιώντας πολύ εγκαίρως για ό,τι έβλεπε να έρχεται: «Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους)».
Δεν αντιλαμβανόταν τότε τι συμβαίνει δίπλα του το μεγάλο σώμα της ελληνικής κοινωνίας; Προφανώς ούτε καν άκουγε και μάλιστα από πολύ νωρίτερα. Αρχές δεκαετίας ’80 κυκλοφορεί «Η Εποχή της Μελισσάνθης». Να θυμηθούμε την ανατριχιαστικά διορατική ποιητικότητα του Χατζιδάκι;
«Τα πρώτα νέα κυκλοφορούν στις έκτακτες εκδόσεις.
Ο κυβερνήτης κυβερνά τους αστυνόμους.
Η αναρχία κυβερνά τον κυβερνήτη.
Ζήτω το έθνος, η πατρίδα και το σπίτι.
Αλαλαγμός.
Ο πληθυσμός είναι νεκρός.
Έγινε...
Ο τελικός συμβιβασμός».
Αποτέλεσμα μίας εφιαλτικής, υπερρεαλιστικής και παράξενης ποιητικής εικονοποιίας η «Μελισσάνθη» μοιάζει να γράφτηκε χθες. Ίσως γιατί ο Χατζιδάκις όπως όλοι οι μεγάλοι δεν αφουγκραζόταν μόνο τον καιρό του, αλλά και την ιστορία και το μέλλον. Κι άλλοτε ονειρευόταν μία διαφορετική πατρίδα: «Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι. Πότε θαρθούνε καινούργιοι ανθρώποι να συνοδεύσουνε τη βλακεία στην τελευταία της κατοικία;». Άλλοτε την ερμήνευε καίρια: «Παρελάσεις, εθνικόφρονα λογύδρια, παραστάσεις σχολικές κι άλλα παρόμοια ενισχύουν την ιδιότυπη φασιστική μας κληρονομιά. Το περίφημον “πας μη Έλλην βάρβαρος”».
Κι άλλοτε εκείνος, ο φίλος του Καραμανλή, ο καταχωρισμένος στη συντηρητική παράταξη, ο ίδιος που είχε τοποθετήσει εαυτόν «στην αριστερά της Δεξιάς», δίνοντας όμως και τον πιο ολοκληρωμένο ορισμό για το τι σημαίνει Αριστερά κι αριστερός («η Αριστερά οφείλει να περιέχει κάθε άνθρωπο με ανησυχίες. Κάθε άνθρωπος που δεν συμβιβάζεται είναι αριστερός»), επεδείκνυε τον ιδιότυπο, αριστοκρατικό και πολύτιμο αναρχισμό τού απολύτως ελεύθερου πνεύματος: «(...) Είναι τρισάθλια αντίληψη πως όλα τα παιδιά της γαλαρίας υπήρξαν οπαδοί του Ζαχαριάδη και του Μάρκου (...) Τα παιδιά της γαλαρίας δεν ήταν φαύλα, δεν ήσαν χίτες, δεν ήσαν ανώμαλα με τον φασισμό στο ’να πλευρό τους. Δεν συμβιβάστηκαν με τους νικητές Γερμανούς, δεν υπήρξαν “πατριώτες” με το περιεχόμενο του χωροφύλακα και του μπράβου. Είχαν τη σκέψη όργανο, τα μάτια υγρά κι ακούραστα να βλέπουνε τον κόσμο και την ψυχή παρθενική και απροσάρμοστη, στη μεταπολεμική ελληνική αθλιότητα».
Γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας, προσγειωμένος χωρίς ψευδαισθήσεις κι όμως την ίδια στιγμή εξοπλισμένος με τον ρομαντισμό ενός διανοητή επαναστάτη, ο Χατζιδάκις τασσόταν πάντοτε υπέρ της δύναμης του πνεύματος και της καθημερινής ποίησης, ως αντίδοτο σε κάθε απολυταρχία: «Έτσι τουλάχιστον θα κατακτήσουμε τη δυνατότητα να μας φοβούνται. Ποιους; Εμάς, τους ποιητές. (...) Τους φοβερίζει η άρνησή μας να ενταχθούμε στις ομάδες αυτών που όταν κοιμούνται, τα χέρια τους είναι από μέσα ή απ’ έξω από το πάπλωμα. Γιατί τα χέρια τα δικά μας την ώρα του ύπνου, ζωγραφίζουν ελεύθερα τους ανέμους, με χρώματα και με σχηματισμούς πτηνών, και μας τοποθετούν παντοτινά μες στους αιώνες, με την αθάνατη κι ερωτική μορφή του Λαχειοπώλη τ’ Ουρανού».
Προφήτης και των δικών μας καιρών διέθετε μία συναισθηματική ευφυΐα που δεν του επέτρεπε να εθελοτυφλεί. Έχουν περάσει 29 χρόνια από το τελευταίο «Τέταρτο», επτά χρόνια από την «απενεργοποίηση» του «Σείριου», τέσσερα χρόνια από τη σιγή της Ορχήστρας των Χρωμάτων. Ό,τι δεν έχει σιγήσει όμως είναι η ασυμβίβαστη χατζιδακική σκέψη. Μπορεί ακόμα να την αφουγκραστεί όποιος αρνείται να τυλιχθεί σε κάθε είδους παπλώματα.