1923 - Μνήμη και δάκρυα
Η ανταλλαγή πληθυσμών μέσα από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις στην «Boulevard» ενός Έλληνα και ενός Τούρκου
Η «πληγή» συναισθηματικά δεν έχει κλείσει. Τα δάκρυα της μνήμης εξακολουθούν να τρέχουν σχεδόν εδώ και έναν αιώνα. Ο πόνος του ξεριζωμού ρέει στο αίμα και ανεξίτηλα περνά από γόνο σε γόνο. Οι Έλληνες, τρίτης και τέταρτης γενιάς Μικρασιάτες, έχουν πικρό κόμπο στην καρδιά τους τις αξέχαστες πατρίδες των προγόνων τους. Τους γενέθλιους τόπους των πατεράδων και των παππούδων τους. Από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και το Αϊβαλί μέχρι τον Πόντο και τα βάθη της Ανατολίας. Και αισθάνονται υπερήφανοι για την καταγωγή τους από τόπους βυζαντινούς και ελληνικούς. Από τόπους ιερούς. Από τόπους μαρτυρίου. Και δεν ξεχνούν τον αφανισμό και τη θυσία των προπατόρων τους από τους θυσιαστές του Ελληνισμού. Μια θυσία στη θυμέλη των μεγάλων συμφερόντων που παίχτηκαν στην Ανατολία από τους ισχυρούς της Εσπερίας.
Και δεν είναι μόνο η τραγική καταστροφή της Σμύρνης που μονοπωλεί το ιστορικό ενδιαφέρον. Υπάρχει και μια δεύτερη τραγωδία, με τους ζωντανούς-νεκρούς, τα εκατομμύρια των Ελλήνων που ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους. Από τα πατρογονικά αγιασμένα χώματά τους. Αυτή την ανθρωποθυσία την ονόμασαν «ανταλλαγή πληθυσμών», σαν να ήταν οι ζωές ανταλλάξιμα προϊόντα στα οποία είχαν την αποκλειστική κυριότητα. Και μοίρασαν ανθρώπους, Έλληνες και Τούρκους, μάλλον υπηκόους και όχι πολίτες, όπως ήθελαν. Χωρίς να τους ρωτήσουν. Χωρίς οι ίδιοι να συναινέσουν. Χωρίς οι ίδιοι να έχουν θέση στη μοίρα τους. Χωρίς σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. Της απανθρωπιάς έδωσαν νομιμοποίηση. Την ονόμασαν Συνθήκη της Λωζάννης. Το βαρύτερο τίμημα ήταν από την πλευρά του Ελληνισμού, καθώς σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία ανταλλάχτηκαν περίπου 1.220.000 χριστιανοί και 525.000 μουσουλμάνοι. Πάνω από ένα εκατομμύριο ελληνορθόδοξες ψυχές, με αρχέγονες καταβολές, άλλαξαν πατρίδα και ξεριζώθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη από τα χώματα της Μικράς Ασίας, αδιαφορώντας οι θυσιαστές ότι ο άνθρωπος είναι σαν το δένδρο∙ ριζώνει εκεί που βρίσκει χώμα. Και στο χώμα αυτό αναπτύσσεται, δημιουργεί, διαιωνίζεται και πεθαίνει.
Η «Boulevard» εντόπισε στην Αθήνα και συζήτησε μαζί τους έναν Έλληνα και έναν Τούρκο. Μεταξύ τους καρντάσηδες. Φίλοι καρδιακοί.
Τον Κύριλλο Τερκενίδη και τον Λούτφη Κουζουτζού, απόστρατο αξιωματικό της τουρκικής αεροπορίας. Οι πρόγονοί τους, οι οικογένειες των παππούδων τους, είχαν ανταλλαγεί το 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Η οικογένεια του Τερκενίδη είχε ξεριζωθεί από τα βάθη της Ανατολής, από τη Νίγδη της Καππαδοκίας. Η οικογένεια του Κουζουτζού από τα Γρεβενά. Η ιστορία της γνωριμίας τους εκπλήσσει. Ο Κύριλλος Τερκενίδης πριν από λίγα χρόνια αποφάσισε να πάει στον γενέθλιο τόπο του παππού και της γιαγιάς του, του Αναστάση Σεφεριάδη και της Ελισάβετ Τερκενίδου, αλλά και του πατέρα του, Δημήτρη, που στην ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν 8 χρονών παιδάκι. Αυτή την επίσκεψη την είχε κάτι σαν τάμα στη μνήμη του πατέρα του που πέθανε το 2006 σε ηλικία 92 χρονών. Όταν έφτασε στη Νίγδη, έψαξε να βρει το πατρικό σπίτι. Η μόνη περιγραφή που είχε, από τις διηγήσεις των γονιών του, ήταν ότι εξωτερικά στο σπίτι υπήρχαν δύο κολώνες. Όταν τελικά το βρήκε, βοηθούμενος και από άλλες μαρτυρίες, χτύπησε την πόρτα. Εμφανίστηκε ο Κουζουτζού και στο καφέ που ήπιαν, έμαθε ότι και του ίδιου η οικογένεια είχε ανταλλαγεί το ’23, την οποία οι τουρκικές αρχές την είχαν εγκαταστήσει στη Νίγδη, στο εγκαταλελειμμένο σπίτι των Τερκενίδων. Με δάκρυα στα μάτια, ο ένας έπεσε στην αγκαλιά του άλλου. Ένας Χριστιανός και ένας Μουσουλμάνος δεν είχαν τίποτε να χωρίσουν. Αντίθετα, ένωνε και τους δυο μια τραγωδία. Οι οικογένειές τους υπήρξαν πρόσφυγες. Υπήρξαν δυο φορές ξένοι. Μια φορά στη Μικρασία και μια δεύτερη στην Ελλάδα. Και στους δύο τόπους αντιμετώπισαν την εχθρότητα των γηγενών κατοίκων. Ήταν για τους γηγενείς «ξένα σώματα». Οι Τουρκόσποροι και οι Ελληνόσποροι. Από τότε, Τερκενίδης και Κουζουτζού έγιναν οι καλύτεροι φίλοι, με τον τελευταίο να επισκέπτεται πολλές φορές την Ελλάδα.
«Σαν τα σκυλιά»
Ο Κύριλλος Τερκενίδης (αριστερά) μαζί με τον Λουφτή Κουζουτζού
Ο Κύριλλος Τερκενίδης μάς δείχνει μια φωτογραφία και βουρκώνει. Απαθανατίζονται κάτοικοι της Νίγδης πριν την ανταλλαγή τους. Κεντρικό πρόσωπο, στο μέσο της φωτογραφίας, είναι ο παππούς του. Μεγαλοχασάπης - κρεοπώλης στο επάγγελμα. Το αγοράκι που κάθεται μπροστά στα πόδια του είναι το παιδί του, και ο πατέρας του Κύριλλου Τερκενίδη. Ο συνομιλητής μας τους κοιτάει και βουρκώνει: «Τους έδιωξαν από τα σπίτια τους σαν να ήταν τίποτε σκυλιά», θα μας πει.
«Ένα πρωινό είχε έρθει ένας Τούρκος αξιωματούχος και είπε στην οικογένειά μου “Σε ένα μήνα, φεύγετε. Μαζέψτε τα πράγματά σας”. Δεν εξήγησε τους λόγους, απλώς είπε ότι θα έρθουν να μείνουν άλλοι από την Ελλάδα. Οι δικοί μου απόρησαν. Πάγωσαν».
«Από την άλλη, όμως, η οικογένεια θα ερχόταν στη μητέρα-Ελλάδα. Αυτό δεν την ικανοποιούσε;», ήταν το ερώτημα της «Boulevard».
«Οι ρίζες της οικογένειας στη Νίγδη ήταν από το 1740. Γιατί να φύγουμε; Εδώ ήταν η περιουσία και η ζωή μας. Οι εκκλησιές μας. Ζούσαμε σε έναν εύφορο καταπράσινο τόπο, με δικές μας πηγές και με ανεπτυγμένη την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Η Μικρά Ασία είναι η πατρίδα μας και όχι η Ελλάδα», θα απαντήσει.
Η εκκένωση της Νίγδης
Μετά το τελεσίγραφο του Τούρκου αξιωματούχου, αρχίζει ο «Γολγοθάς» της επιστροφής. Μαζί με τους Τερκενίδηδες, εγκατέλειψαν τη Νίγδη άλλες 300 ελληνικές οικογένειες. Φόρτωσαν τα υπάρχοντά τους σε βαγόνια και η οικογένεια Τερκενίδη με 7 παιδιά αναχώρησαν για το άγνωστο της νέας τους ζωής. Με το τραίνο πήγαν πρώτα στο Ερεγλί, μετά στο Ουλούκισλα και έφτασαν στη Μερσίνα (Άδανα). Εκεί επιβιβάστηκαν σε πλοία, με προορισμό την Ελλάδα. Τους αποβίβασαν στην Ψυτάλλεια και τη Μακρόνησο. Εκεί τους περίμεναν σκηνές. Ήταν οι νέες τους εστίες στα «πάτρια» εδάφη. Όλο αυτό το ταξίδι, με τους ενδιάμεσους σταθμούς και τις διανυκτερεύσεις, κράτησε 20 μέρες.
Μετά την παραμονή στην Ψυτάλλεια και τη Μακρόνησο, κάτω από άθλιες συνθήκες, με τις ψείρες και τις αρρώστιες να θερίζουν, οι 300 οικογένειες της Νίγδης διαμοιράστηκαν. Στην Κέρκυρα, στην Τριανδρία Θεσσαλονίκης, στη Χαλκιδική, στη Δράμα, στα Ταμπούρια του Πειραιά και στη Δραπετσώνα.
Σκηνές στις λάσπες
Εικόνα από τις πρώτες εγκαταστάσεις στους συνοικισμούς γύρω από την Αθήνα
Η οικογένεια Τερκενίδη εγκαταστάθηκε στη Δραπετσώνα. Η εγκατάσταση έγινε πάλι σε σκηνές. Η «πάνινη» ζωή τους κράτησε κάπου δύο χρόνια κάτω από απίστευτες συνθήκες και μέσα σε λάσπες όταν έβρεχε. Το ευτύχημα στην οικογένεια του κρεοπώλη της Νίγδης, σε αντίθεση με τους άλλους πρόσφυγες - συμπατριώτες τους, ήταν ότι είχαν φέρει μαζί τους κάποια χρήματα και με τη βοήθεια κάποιων άλλων συγγενών από την Πόλη κατάφεραν τελικά να ορθοποδήσουν. Μετά τη Δραπετσώνα και τις σκηνές, οι οικογένεια Τερκενίδη αναζήτησε καλύτερη τύχη, στην Αχαΐα. Δύο χιλιόμετρα έξω από την Πάτρα, στη θέση «Σφαγεία», το κράτος τους παραχώρησε 15 στρέμματα και εκεί έστησαν το τσαρδί τους, καλλιεργώντας τη γη και εκτρέφοντας ζωντανά.
Χώμα ελληνικό
Η στιγμή της αναχώρησης των Ελλήνων από τα παράλια της Μικράς Ασίας
Η απομάκρυνση των Μουσουλμάνων από την Ελλάδα, σε αντίθεση με τους Χριστιανούς της Μικράς Ασίας, έγινε οργανωμένα και συντεταγμένα. Το κυριότερο, στη μετεγκατάστασή τους βρήκαν έτοιμα σπίτια να κατοικήσουν∙ αυτά που είχαν εγκαταλείψει οι Έλληνες.
Αλλά ο πόνος, πόνος και για τους Μουσουλμάνους που εγκατέλειπαν και αυτοί τα χώματα που είχαν ριζώσει. «Οι πρόγονοί μου ζούσαν καλά στην Ελλάδα. Ήταν φίλοι με τους Έλληνες. Δεν ήθελαν να φύγουν. Στενοχωρήθηκαν. Εγκατέλειψαν αμπέλια και άλλες καλλιέργειες. Υπήρξε αβεβαιότητα για το πού θα πάνε. Για το τι θα έβρισκαν. Πώς θα ζούσαν. Ευτυχώς τους πήγαν στη Νίγδη, ένα καταπράσινο μέρος», θα πει στην «Boulevard» ο Λούφτη Κουζουτζού.
Ο παππούς και η γιαγιά του, ο Χουτπί και η Χαβά Κουζουτζού ζούσαν το ’23 λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Γρεβενά, στην περιοχή Κιβωτός (Κρίφσε, όπως ήταν τότε η ονομασία του). Με τραίνο τους πήγαν μαζί με τα 4 παιδιά τους στη Θεσσαλονίκη και από κει με πλοίο στη Σμύρνη. Παρέμειναν περίπου δύο μήνες και από τη Σμύρνη με καμήλες τους οδήγησαν, μαζί με άλλους Μουσουλμάνους πρόσφυγες, στις περιοχές της Καππαδοκίας.
Ο Λούφτη Κουζουτζού έχει επισκεφτεί την Κιβωτό στα Γρεβενά αρκετές φορές. «Όταν πηγαίνω κλαίω», μας λέει με ειλικρίνεια. «Μαζεύω χώμα ελληνικό και όταν γυρίζω στη Νίγδη το ρίχνω στους τάφους του παππού και της γιαγιάς».
Η Νίγδη
Η Νίγδη, Γεσίλ Μπορτς στα τουρκικά (Πράσινος Λόφος), είναι ένα ορεινό κεφαλοχώρι της Καππαδοκίας, σε υψόμετρο 1.300 μέτρων. Στην πλατεία, στα χρόνια του Ελληνισμού, δέσποζε το εκκλησάκι του Άι Γιώργη που στη συνέχεια λειτούργησε ως τζαμί.
Η πόλη, στην ακμή της με το ελληνικό στοιχείο, διέθετε σκεπαστή αγορά (με θόλο) που συγκέντρωνε την τοπική εμπορική κίνηση. Η περιοχή είναι φημισμένη για τα μεγάλα και στρογγυλά βερίκοκα και γενικότερα για τα λιβάδια, τους καρποφόρους κήπους και τα αμπέλια. Παλαιότερα έκανε εξαγωγή χρωστικών υλών (τζεχρί και ρουβία) και βαμβακερών υφασμάτων. Στην πόλη και τα περίχωρα δούλευαν 100 αργαλειοί με 450 εργάτριες, από τις οποίες οι μισές ήταν ελληνορθόδοξες (στοιχεία 1919). Επίσης στη Νίγδη υπήρχε Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο. Πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών οι κάτοικοι, οι τουρκόφωνοι Έλληνες, χρησιμοποιούσαν την καραμανλήδικη γραφή. Έγραφαν την τουρκική γλώσσα με ελληνικά γράμματα, ενώ μιλούσαν τα τουρκικά (παγκόσμια γλωσσική πρωτοτυπία)!
Η καραμανλήδικη γραφή έχει την ιστορία της. Η πρώτη επίσημη εμφάνισή της έγινε το 1713 σαν «απάντηση» στη μεγάλη πίεση που ασκήθηκε στους Έλληνες της Καππαδοκίας να εξισλαμιστούν, απαγορεύοντάς τους την ελληνική γλώσσα και επιβάλλοντας υποχρεωτικά την τουρκική.
Η Παλαιά και η Νέα Διαθήκη σε καραμανλήδικη γραφή
Η Ελληνίδα μάνα μας έγινε Τουρκάλα *
«Στα βουνά ζούσαμε. Σκοτωθήκαμε, σκοτώσαμε, μας έκαψαν, κάψαμε. Τελευταία έγινε ανακωχή στα 1922 και ήρθαμε στην Ελλάδα με καράβι από τη Σαμψούντα. Η αδελφή μου πιάστηκε όταν σταμάτησε ο πόλεμος με τους Τούρκους. Ήρθε ο τουρκικός στρατός στο Νεπιέν, όπου ήμασταν.
Πιάστηκε στη μάχη αιχμάλωτη η αδελφή μου, 8 χρονών κορίτσι. Ένας φούρναρης από το Καβάκ την πήρε και την υιοθέτησε. Τη μεγάλωσε σαν παιδί του, την πάντρεψε. Το 1961 που πήγα στη Σαμψούντα τη βρήκα. Από το 1958 τη ζητούσα. Ένας πατριώτης μας ήξερε το όνομα του φούρναρη. Γράφω στο μουδούρη του Καβάκ. Μ’ απάντησε. Ό,τι έκανε, Έλληνας δεν θα το έκαμνε. Έγραφε ότι οι πόλεμοι αυτά έχουν. Ό,τι κι αν έγινε, Τούρκοι κι Έλληνες αδέλφια είναι.
Του ’γραψα ότι γέρασα και θέλω να την δω την αδελφή μου στη Σαμψούντα. Αλληλογραφήσαμε και το 1961 πήγα και τη βρήκα. Δεν με γνώρισε! Έχει τρία κοριτσάκια κι ένα αγόρι. Το αγόρι τελείωσε το Γυμνάσιο και υπηρετεί στρατιώτης στα Άδανα. Το μεγάλο κορίτσι μού ζήτησε πληροφορίες για τη γενιά μας, τον παππού, τη γιαγιά, για τα αδέλφια της μητέρας της. Όλοι όμως σκοτώθηκαν. Στο τέλος μου λέει: “αχ, θείο! Η μητέρα μας ήταν Ελληνίδα κι έγινε Τουρκάλα. Εμείς τι θα γίνουμε;”».
*Μαρτυρία του Μιχαήλ Παπαδόπουλου από το χωριό Κύργια κοντά στη Δράμα, το 1961 (Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών).
Η Συνθήκη της Λωζάννης
Η ανταλλαγή των πληθυσμών που επιβλήθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάννης έγινε πανηγυρικά δεκτή και από τις δύο πλευρές (Βενιζέλος-Ατατούρκ). Θα επιτυγχανόταν, σύμφωνα με το σκεπτικό τους, ο κατευνασμός των εθνοθρησκευτικών διαφορών. Κυρίως απέβλεπε στην ομοιογενοποίηση των πληθυσμών εκάστης χώρας, κάτι που ουδόλως ενδιέφερε τους ανταλλάξιμους πληθυσμούς (πρόσφυγες).
Ο επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, σε μελέτη του για την ανταλλαγή των πληθυσμών, έχει σημειώσει: «οι Μουσουλμάνοι της Ελλάδας αποτελούσαν το 13% του πληθυσμού το 1913 (ή το 39% του πληθυσμού της Βόρειας Ελλάδας), ενώ μόλις το 1,7% μετά το 1924. Αντίστοιχα, οι ελληνορθόδοξοι της Αυτοκρατορίας το 1914 αποτελούσαν το 8% του συνολικού πληθυσμού, ενώ δέκα χρόνια αργότερα λιγότερο από το 1% της Τουρκίας».
Στο βιβλίο του «ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ», ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, Μαρκ Μαζάουερ, έχει γράψει για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών: «με την ανταλλαγή το ελληνικό διαμέρισμα της Μακεδονίας έγινε σε συντριπτικό ποσοστό ελληνικό (το 89% το 1923, σε σύγκριση με το 43% το 1912), ενώ τα τουρκικά μικρασιατικά παράλια έγιναν σχεδόν εξολοκλήρου μουσουλμανικά… Η ελληνική Μακεδονία όπου οι Έλληνες ήταν λιγότεροι από τον μισό πληθυσμό πριν από το 1914, έγινε έτσι σχεδόν 90% ελληνική. Η εβραϊκή Σαλονίκη έγινε η ελληνική Θεσσαλονίκη, με τη μετεγκατάσταση χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία».
ΦΩΤΟ/ΑΡΧΕΙΟ ΚΕΝΤΡΟΥ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ