Αλμπέρ Καμύ: Ο αναλυτής των μάταιων πράξεων
«Σκέφτομαι σημαίνει ξαναμαθαίνω να βλέπω, να είμαι προσεκτικός, να διευθύνω τη συνείδηση, να κάνω κάθε ιδέα και κάθε εικόνα έναν προνομιούχο τόπο».
Το έργο και η πνευματικότητά του επηρέασαν βαθύτατα τα παγκόσμια γράμματα και προβλημάτισαν καίρια τους μεταπολεμικούς νέους. Γιατί είναι ο κατεξοχήν «ανθρώπινος» συγγραφέας, ο κατεξοχήν ανθιστάμενος στην κωμωδία της καθημερινότητος, ο πραγματικός αναλυτής των «μάταιων πράξεων», όπως έγραψε ο ίδιος θέλοντας να χαρακτηρίσει την αγωνία του θανάτου.
Επιμέλεια: Στέλιος Παρασκευόπουλος
Τριάντα έργα, που το καθένα του είναι κι ένας σταθμός στην εξέλιξη του Καμύ, συγκροτούν μια προσωπικότητα τόσο αυθεντική όσο αυθεντική υπήρξε και η ίδια του η ζωή. Από τον «Μύθο του Σισύφου» κιόλας, μας κάνει γνωστές την υπαρξιακή θεώρηση των χριστιανικών του θέσεων απέναντι στη ζωή. Ακόμα κι η «Παρανόηση» κι ο «Επαναστατημένος άνθρωπος» κι η «Εξορία της Ελένης» δεν είναι παρά μια αυστηρή προειδοποίηση του Καμύ για την ανάγκη εκχριστιανισμού, εξανθρωπισμού, εκπολιτισμού της καθημερινότητας, που τείνει να πάρει όλα τα σημάδια μιας ομαδικής εξόντωσης.
«Όλα γίνονται από μια συνήθεια. Είμαστε γελοίοι αριθμοί μιας κοινωνίας που ενεργεί από συνήθεια, μισούμε ή αγαπάμε από συνήθεια και σκεπτόμαστε τα “τα μεγάλα προβλήματα” από συνήθεια. Αυτό μου θυμίζει τη μητέρα του Μερσώ, που έκλαιγε από συνήθεια όταν την έβαλαν στο άσυλο –δεν ήθελε ν’ αφήσει το σπίτι της– κι ύστερα από έξη μήνες, όταν την έβγαλαν από εκεί έκλαιγε πάλι από συνήθεια –δεν ήθελε να φύγει, είχε συνηθίσει». Να λοιπόν το κλειδί για να κατανοήσουμε αυτή τη διαρκή αλλαγή στη ζωή του Αλμπέρ Καμύ. Διαλύει τον γάμο του, για να μη γίνει συνήθεια, παραιτείται από τη δημόσια υπηρεσία, για να μη συνηθίσει, εγκαταλείπει τους κομμουνιστές φίλους του, την αρχισυνταξία της «Κομπά», ξαναπαντρεύεται, φεύγει για την Αμερική –όλα για να μη γίνουν συνήθεια.
Κι όμως του μένει μια μοναδική, ως την τελευταία ημέρα της ζωής του «συνήθεια»: να γράφει για τους ανθρώπους, για τα «παθήματα της ψυχής», για το «παράπονο των έγκλειστων στον εαυτό τους» ανθρώπων. Και δίνεται ολοκληρωτικά στο έργο αυτό που, θα ’λεγε κανείς, είναι ολοκληρωμένο όταν συναντιέται με τον θάνατο.
«Με ζητήσατε; Έρχομαι αμέσως… Είμαι έτοιμος να σας συνοδεύσω».
Ζει ο ίδιος το μαρτύριο του Σισύφου, που τόσο πειστικά μας αναλύει από τις σελίδες του βιβλίου του. «Σκέπτομαι τη χαρά του Σισύφου από τη στιγμή που ο βράχος κατρακυλάει στην πεδιάδα ως τη στιγμή που ξαναρχίζει το αιώνιο έργο του».
Είναι μια αποδοχή. Ξέρει πως τίποτα δεν θ’ αλλάξει τη φρικτή απόφαση των θεών. Συμβιβάζεται με τη μοίρα του και υπομονεύει. Αλλά κάτω από τον συμβιβασμό του αυτόν, κάτω από αυτή την υπονόμευση, υπάρχει η λύτρωση, η συμφιλίωση. Κι είναι σαν μια μικρή ευτυχία για τον Σίσυφο αυτή διακοπή. Και τι άλλο είναι η μοίρα του ανθρώπου; Ξέρει πως δεν θα ’ναι ποτέ ευτυχής, ξέρει πως δεν φτάσει ποτέ στο τέλος, κι όμως δίνεται στο μάταιο έργο του, αγωνίζεται και ματώνει τα χέρια του, με τη λαχτάρα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, με την καρδιά του γεμάτη ελπίδες.
Είναι το παράλογο που σε κάθε μορφή ζωής, σε κάθε έκφραση ανθρώπινη θα το συναντάμε διαρκώς, χωρίς κανείς να μπορεί να το εξηγήσει. Το παράλογο που δεν είναι η έννοια του μοιραίου, δεν έχει τη σημασία του πεπρωμένου, δεν παίρνει την έκταση της Νέμεσης. Το παράλογο που σφραγίζει αμετάκλητα τις πράξεις των ανθρώπων και τους δίνει κείνη τη γεύση της «μάταιας πράξης».
Η ανωτερότητα του Αλμπέρ Καμύ
Το 1957 ο Νίκος Καζαντζάκης, βαριά άρρωστος, πληροφορήθηκε τη βράβευση του Καμύ με το Νόμπελ λογοτεχνίας, αντί για τον ίδιο που είχε χάσει για μια ψήφο διαφορά. Και στη βεβαρυμένη κατάσταση που βρισκόταν η υγεία του υπαγόρευσε στη σύζυγό του Ελένη συγχαρητήριο τηλεγράφημα. Ήταν το τελευταίο μήνυμα που έστειλε σε φίλο. Λίγες ημέρες μετά, στις 26 Οκτωβρίου, ο μεγάλος Έλληνας συγγραφέας θα «έφευγε» από τη ζωή. Αργότερα, στις 16 Μαρτίου 1959, ο Καμύ θα γράψει στην Ελένη Καζαντζάκη ότι επήρε ο ίδιος το βραβείο που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο:
«Κυρία, είχα πάντα μεγάλο θαυμασμό κι αν το επιτρέπετε, ένα είδος στοργής για το έργο του συζύγου σας. Είχα τη χαρά να αποδείξω και δημοσία στην Αθήνα αυτό μου τον θαυμασμό, τον καιρό που η επίσημη Ελλάδα έκαμε “μούτρα” στον πιο μεγάλο της συγγραφέα. Ο τρόπος που δέχτηκε το ακροατήριο –οι περισσότεροι φοιτητές– τη μαρτυρία μου, αποτελούσε την πιο όμορφη αναγνώριση, που μπορούσε να λάβει το έργο κι η δράση του συζύγου σας.
"Κι ακόμα δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχτώ μια τιμή, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, έλαβα ένα του τηλεγράφημα από τα πιο θερμά. Λίγο αργότερα κατάλαβα με τρόμο πως το μήνυμα αυτό ήταν γραμμένο λίγες ημέρες προτού πεθάνει. Μαζί του χάθηκε ένας από τους τελευταίους μεγάλους καλλιτέχνες. Είμαι από εκείνους που αισθάνονται και θα εξακολουθήσουν να αισθάνονται το μεγάλο κενό που άφησε".
Διεφθαρμένη Ιστορία
«Κάθε γενιά, αναμφισβήτητα, θεωρεί τον εαυτό της προορισμένο να ξαναφτιάξει τον κόσμο. Η δική μου γνωρίζει πως δεν θα τον ξαναφτιάξει. Ίσως όμως η αποστολή της να είναι δυσκολότερη: να εμποδίσει να καταστραφεί ο κόσμος. Κληρονόμος μιας διεφθαρμένης ιστορίας, όπου συνυπάρχουν ανάμεικτα ξεπεσμένες επαναστάσεις, παράφρονες τεχνολογίες, πεθαμένοι θεοί και αποδυναμωμένες ιδεολογίες, όπου ακόμη και μέτριες δυνάμεις μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα, αλλά δεν μπορούν να πείσουν, όπου η νοημοσύνη ταπεινώθηκε ως το σημείο να γίνει υπηρέτρια του μίσους και της καταπίεσης, η γενιά αυτή όφειλε, τόσο στον εαυτό της όσο και στους άλλους, ν’ αποκαταστήσει με τις αρνήσεις της κάτι απ’ αυτό που δίνει αξιοπρέπεια στη ζωή και στον θάνατο».
(απόσπασμα από την ομιλία του Αλμπέρ Καμύ στην τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ)
Η ισορροπία της ημέρας
«Τότε ακριβώς όλα τρεμούλιασαν. Η θάλασσα ξέρασε μια πνοή βαριά και διάπυρη. Μου φάνηκε πως ο ουρανός άνοιγε διάπλατα για να ρίξει πύρινη βροχή. Ολόκληρο το είναι μου τεντώθηκε και το χέρι μου έσφιξε σπασμωδικά το περίστροφο. Η σκανδάλη υποχώρησε, άγγιξα τη γυαλιστερή κοιλιά της κάννης, κι εκεί, μέσα στον απότομο και εκκωφαντικό κρότο, άρχισαν όλα. Τίναξα από πάνω μου τον ιδρώτα και τον ήλιο. Κατάλαβα ότι είχα καταστρέψει την ισορροπία της ημέρας, την εξαιρετική σιωπή μιας ακρογιαλιάς όπου είχα περάσει εξαιρετικές στιγμές. Τότε, πυροβόλησα άλλες τέσσερις φορές πάνω σ’ ένα ακίνητο κορμί όπου οι σφαίρες βυθίζονταν χωρίς καμία αντίδραση. Και ήταν σαν να ’δινα τέσσερα κοφτά χτυπήματα πάνω στην πόρτα της δυστυχίας».
(απόσπασμα από τον «Ξένο»)
Στο ταξίδι του στη Μυτιλήνη «Όταν αράξαμε στο Σίγρι, μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος. Εδώ θέλω να ’ρθω να ζήσω και να εργαστώ, να εκεί, πάνω στη θάλασσα, σ’ αυτό το απόμερο σπιτάκι».
Βιογραφικό
Ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1913 στο Μοντοβί της Αλγερίας από πατέρα Γάλλο χωρικό που σκοτώθηκε στα 1914, στον πόλεμο, και μητέρα Ισπανίδα. Τα μαθητικά του χρόνια, ήταν χρόνια στέρησης κι αγωνίας κι οι σπουδές του συμπληρώθηκαν με την καθημερινή αβεβαιότητα να διακοπούν κι ο μικρός σπουδαστής ν’ ακολουθήσει την καριέρα ενός πωλητού ανταλλακτικών αυτοκινήτων ή ενός ξεχασμένου στα βάθη της γαλλικής επαρχίας δημοσίου υπαλλήλου.
Στα 1931 «ανακαλύπτεται» από τον Ζαν Γκρενιέ, τον καθηγητή του, για τον οποίο αργότερα θα γράψει μια ενθουσιαστική μελέτη, αναγνωρίζοντάς του «την εποικοδομητική επιρροή που δέχτηκε κατά τα χρόνια της μαθητείας του». Ύστερα από έναν σύντομο γάμο, στα 1933, παίρνει το δίπλωμά του από το πανεπιστήμιο, στο οποίο, με τις μελέτες του για τον Πλωτίνο και τον Αυγουστίνο, διορίζεται υφηγητής της Φιλοσοφίας στα 1937. Αναλαμβάνει την αρχισυνταξία της εφημερίδας «Δημοκρατικό Αλγέρι» και ξαναπαντρεύεται στα 1940.
Μπαίνει στην «Αντίσταση» και μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας κατοικεί στο Παρίσι, θέλοντας να ’ναι στις πηγές της δημοσιογραφικής και της πολιτικής δραστηριότητος.
Στα 1957 παίρνει το βραβείο Νόμπελ «για το σύνολο του έργου του» και στις 4 Ιανουαρίου 1960 σκοτώνεται στο Βιλμπλεβέν του Μοντερώ, σε αυτοκινητικό δυστύχημα.