Ποια είναι η Ελλάδα; Ποιοι είναι οι Έλληνες;
Τα ερωτήματα είναι δύσκολα να απαντηθούν. Και ίσως το δυσκολότερο όλων είναι ν’ απαντηθούν από τους ίδιους τους Έλληνες. Ελλοχεύει ο κίνδυνος οι αποκρίσεις τους, όσων το αποτολμήσουν, να συγκρουστούν με την άλλη όψη των χαρισμάτων ετούτου του λαού, ιδίως μ’ έναν παθιασμένο εθνικό εγωκεντρισμό, με αποτέλεσμα ο ψόγος του ανθέλληνα να τους απονεμηθεί αβίαστος και πλουσιοπάροχος.
Ποιος σ’ αυτόν τον τόπο που θέλησε να θίξει τα κακώς κείμενα της Ελλάδος και των Ελλήνων, αν και λάτρευε παθιασμένα την γενέθλια χώρα και τους συμπατριώτες του, δεν γεύτηκε την πικρή μομφή του μισέλληνα; Από τον Παπαδιαμάντη μέχρι τον Ροΐδη και τον Καζαντζάκη…
Στην Ελλάδα συμβαίνει αυτό που έχει επισημάνει ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος· κατατάσσουμε στα τάγματα των ανθελλήνων όσες καθαρές φωνές και ματιές δεν κολακεύουν τον συλλογικό μας ναρκισσισμό. Όχι πως οι φωνές και οι ματιές αυτές είναι λανθασμένες ή στρεβλές, απλώς δεν συμπίπτουν με την εικόνα της Ελλάδος που έχει η Ελλάδα για τον εαυτό της.
Ασυζητητί αυτή η χώρα είναι πανέμορφη. Ασυζητητί οι κάτοικοι της έχουν χαρίσματα. Και αρετές όπως την αγάπη για την ελευθερία, την πατρίδα και την ισότητα. Ένας λαός λεπτός και φίνος. Ικανός για τον έρωτα. Φιλότιμος. Αλληλέγγυος. Πνευματώδης. Όμως πίσω απ’ αυτά τα προτερήματα βρίσκονται και τα μεγάλα ελαττώματα. Υπάρχει η άλλη όψη του νομίσματος. Όσο λεπτός και φίνος κι αν είναι, άλλο τόσο ξερακιανός και νευρώδης είναι. Όσο ικανός για αγάπη κι αν είναι, άλλο τόσο ικανός είναι για το μίσος. Και μπορεί να είναι πνευματώδης και να μαθαίνει με ευκολία ότι του αρέσει, αλλά μαθαίνει ότι τον συμφέρει χωρίς να είναι κατάλληλος για βαθύ συλλογισμό. Μπορεί να είναι αλληλέγγυος και φιλότιμος, αλλά ταυτόχρονα είναι και ατομιστής. Δεν ενδιαφέρεται για το συλλογικό, παρά για τα προσωπικά του δικαιώματα και την δική του ατομικότητα. Είναι τόσο πολύ ριζωμένη στην ψυχή του η αγάπη στην ελευθερία σε τέτοιο βαθμό που τον κάνει να μισεί την υπακοή στους νόμους. Η αγάπη του για την πατρίδα τον τυφλώνει σε βαθμό αλαζονείας για την σπουδαιότητα της Ελλάδος. Η ελληνική κοινωνία έχει εκπαιδευθεί από ιδρύσεως κράτους, όπως υπογραμμίζει σε πρόσφατη συνέντευξή της η συγγραφέας Λένα Διβάνη, να αντιδρά συναισθηματικά σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, τα λεγόμενα «εθνικά». Όσο για την αρετή της ισότητας, οι Έλληνες είναι ίσοι από την εποχή του Ομήρου –και θα είναι αιωνίως- και για αυτό δεν εγκαθίδρυσαν αριστοκρατία και κυρίως δεν θεμελίωσαν σοβαρή αστική τάξη. Και αυτό το αίσθημα της ισότητος, σημειώνει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, δεν αφήνει την ελληνική κοινωνία να αναγνωρίσει αξίες που ξεχωρίζουν εντός των ορίων της κοινότητος. Και αναρωτιέται ο συγγραφέας: Πόσο οικείο μας φαίνεται αυτό;
Αλήθεια, ποιος στο περιβάλλον του δεν βιώνει την ισότητα της ανισότητος, την σιγουριά της μετριότητας; Συμβαίνει αυτό που γράφει στο βιβλίο του «Η χαμένη τάξη» (Εκδόσεις ‘‘Πατάκη’’) ο Νίκος Δήμου, ότι: αποβάλαμε κάθε έννοια ιεραρχίας –που μπορεί να είναι θετικό- όμως μαζί απορρίψαμε και την αξιοκρατία. Την αναγνώριση των καλυτέρων. Θέλουμε να είμαστε ίσοι μαζί τους χωρίς να κάνουμε προσπάθεια να τους φτάσουμε. Δεν υπάρχουν πια ειδικοί και άσχετοι, καθηγητές και μαθητές, σοφοί και αγράμματοι. Όλοι έχουν γνώμη –και όλων έχει την ίδια βαρύτητα. Φτάσαμε σήμερα στο σημείο όχι μόνο να έχει ο λαός αυτός νόθες αξίες, αλλά να είναι απόλυτα σίγουρος πως είναι σωστές.
Οικογένεια Αθηναίων το 1850
Ουδέποτε, σημειώνει ο Δήμου, το κακό γούστο, η βαναυσότητα, το θράσος, η αμάθεια, είχαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Ο μικρός – μικρός Έλλην (ενίοτε και μικρομεσαίος) αισθάνεται (και πολύ σωστά) μεγαλο – μεγάλος. Βασιλιάς στην αβασίλευτη χώρα του. Έχει την τηλεόραση που τον εκφράζει, τις εφημερίδες που του πάνε, την αρμόζουσα πολιτική του εκπροσώπηση, τις πολιτιστικές του εκδηλώσεις –όλα στα μέτρα του.
Παλαιότερα ο αμαθής ντρεπόταν για την αμάθειά του, κι ο βάρβαρος για την χοντράδα του. Κι ας μην έφταιγαν γι’ αυτές. Σήμερα δεν νιώθουν πια τις ελλείψεις τους. Δεν αισθάνονται την ανάγκη να βελτιωθούν. Διότι ό,τι ελάττωμα κουβαλούσε ο λαός: στενοκεφαλιά, τεμπελιά, φθόνο, καχυποψία, ημιμάθεια –του το εκθειάζουν σαν προτέρημα. Τη νοθευμένη πολιτιστική του ταυτότητα τού την προβάλλουν σαν ιδεώδη πηγή λόγου και τέχνης.
Αφορμή για όλες αυτές τις σκέψεις στάθηκε το βιβλίο του Εντμόντ Αμπού «Η Ελλάδα του Όθωνα», που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο». Σε δύο βράδια διάβασα απνευστί τις 442 σελίδες του. Με συνεπήρε. Ο Γάλλος συγγραφέας του εξιστορεί τις εμπειρίες του κατά την παραμονή του στην Ελλάδα, από το 1852 έως το1854. Το εμβληματικό αυτό έργο για την Ελλάδα του 19ου αιώνα κυκλοφόρησε το 1855 και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Η κοινωνία, η οικονομία, η θρησκεία, η διοίκηση, η πολιτική, τίποτε δεν μένει στο απυρόβλητο από την οξυδερκή ματιά και την καυστική πένα του Γάλλου περιηγητή. Για αρκετά χρόνια το έργο του Αμπού θεωρούνταν έως και συκοφαντικό. Πλέον όμως η κριτική αναγνωρίζει το πνεύμα του συγγραφέα: πρόκειται για τη ματιά ενός φιλέλληνα που δεν μπορεί παρά να εντοπίσει τα αντιφατικά στοιχεία της ελληνικής ταυτότητος, χωρίς να παραγνωρίζει τα επιτεύγματα αλλά και χωρίς να αγνοεί τα ελαττώματα.
Την ίδια θύελλα αντιδράσεων ξεσήκωσε και το αμέσως επόμενο βιβλίο του Εντμόντ Αμπού «Ο βασιλιάς των Ορέων», το οποίο εκδόθηκε το 1856. Σε αυτό το μυθιστόρημα, επίσης με αναφορά στην Ελλάδα, ο Γάλλος συγγραφέας αποδομεί με καυστικό τρόπο τα «παλικάρια» της Ελλάδος, τους κλέφτες και αρματολούς. Κατά την μυθοπλασία ένας λήσταρχος επ’ ονόματι Χατζησταύρος περιφέρεται στην Αττική, και ληστεύει, βιάζει, λεηλατεί με την ανοχή και συνεργασία των διοικητικών αρχών. Όταν τα χρόνια πέρασαν ο Χατζησταύρος αποσύρεται σε μια μικρή έπαυλη στις όχθες του Ιλισσού και …κινείται να αναλάβει το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Σε άλλη πτυχή του μυθιστορήματος, κάνοντας ο Αμπού αναφορά στη ληστοκρατία της υπαίθρου (που μάστιζε την Ελλάδα μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα) ένας Γερμανός και δύο Αγγλίδες απάγονται στον Παρνασσό από ομάδα κλεφτών, με επικεφαλής τον Χατζησταύρο, τον βασιλιά των ορέων, προκειμένου να αποσπάσουν λύτρα. Ο Αμπού περιγράφει εξονυχιστικά τον λήσταρχο, ο οποίος έχει στήσει την επιχείρησή του στο βουνό και τοποθετεί τα χρήματα που κερδίζει από τα λύτρα των απαγωγών σε βρετανική τράπεζα. Ιδρύει μάλιστα και εταιρεία με μετόχους. Η διαφθορά στην εξουσία, η ανικανότητα των Ελλήνων πολιτικών αλλά και ο κυνισμός των κλεφτών – αρματολών περιγράφονται με περίτεχνο αλλά ωμό τρόπο.
Διαβάζοντας κανείς τα δύο βιβλία, ιδίως το «Η Ελλάδα του Όθωνα» έχει πάνω – κάτω την εικόνα της σημερινής Ελλάδος και των σημερινών Ελλήνων! Λες πως δεν πέρασε ούτε μια μέρα από τότε -εδώ και 160 τόσα χρόνια- που ο Εντμόντ Αμπού έγραψε το βιβλίο του. Τα ίδια χαρακτηριστικά, οι ίδιες συμπεριφορές, οι ίδιες νοοτροπίες. Και εδώ βρίσκεται η μεγάλη αξία του βιβλίου και του συγγραφέα του. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Είναι σε πάρα πολύ καλή μετάφραση της Αριστέας Κομνηνέλλη, ενώ προλογίζει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος ο οποίος σημειώνει: «Ποια είναι η Ελλάδα του Αμπού; Κατ’ αρχάς ανήκει σ’ αυτή τη γενιά των μορφωμένων Γάλλων που έβλεπαν την Ελλάδα σαν όνειρο. Απογοητεύεται από την πραγματικότητα όταν ξυπνάει από το όνειρό του; Η καθαρότητα της ματιάς του, η διαύγεια δεν προδίδει απογοήτευση. Ο Αμπού μάς έχει κληροδοτήσει μία από τις πιο καθαρές και διαυγείς περιγραφές της χώρας μας, και του λαού μας, στα πρώτα βήματα της σύγχρονης Ιστορίας της. Και παρατηρήσεις λεπτές που μπορεί να του κόστισαν σε δημοφιλία στα μέρη μας, αποτελούν όμως ένα πρώτης τάξεως υλικό για τη δική μας αυτογνωσία».
*Βασική φωτό: Το μνημείο του Λυσικράτους το 1850