Το λουλούδι…
Σιγά σιγά μάς έρχεται το καλοκαίρι. Η μέρα όλο και μεγαλώνει και μαζί με αυτή όλο και περισσότερο λιγοστεύει η σιγή του κόσμου. Όλο και αυξάνει το παράπονο του πολίτη. Και δεν ξέρω εάν το πολιτικό μας σύστημα είναι σε θέση να αφουγκραστεί τις αγωνίες της κοινωνίας. Υποθέτω πως όχι, εάν κρίνω από τους σπασμούς των μικροκομματικών του επιδιώξεων. Κι έχω την πικρή αίσθηση, ότι οι ταγοί μας αδυνατούν να ερμηνεύσουν. Να εξηγήσουν. Να διακρίνουν. Να ξεχωρίσουν…
Η Ελλάδα μέσα στην «ατυχία» της έχασε την ευκαιρία. Μέσα στην κρίση δεν βρήκε –όπως επιβαλλόταν, τις μεγάλες εκείνες δυνάμεις ώστε να μπορέσει να ξεπεράσει την κρίση. Να ξεπεράσει, μια και καλή, τον έως τώρα κακό της εαυτό. Στο να προχωρήσει στην ρηξικέλευθη αναδιοργάνωση του κράτους. Δυστυχώς το πολιτικό σύστημα παρέμεινε ανέπαφο και τα όποια νέα πρόσωπα ανεδείχθησαν και ανήλθαν στο προσκήνιο, ξέχωρα των εμφανώς μετρίων ικανοτήτων τους, ήταν φορείς των ίδιων παθογόνων αντιλήψεων και νοοτροπιών που οδήγησαν την Ελλάδα στην χρεοκοπία. Το μεταπολιτευτικό καθεστώς, με τα καλά και τα περισσότερα του κακά, έκλεισε τον ιστορικό του κύκλο το 2015. Ηττήθηκε (φαινομενικά). Το πραγματικά νέο –που χρειαζόταν, δεν προέκυψε. Η νοσογόνος εποχή δεν μετέβαλε άρδην. Κάποιες «διορθώσεις» και μάλιστα σημαντικές, έγιναν. Είναι αλήθεια. Αλλά, ξέρετε, με πολιτικούς και κομματικούς μπαλωματήδες δεν γίνεται η δουλειά. Δεν διορθώνεται το σαπιοκάραβο με κολλημένες λαμαρίνες και σκουριασμένους τενεκέδες. Είναι αδιανόητο, στο όριο του πολιτικού εγκλήματος, επί εννέα χρόνια τώρα η χώρα να μαστίζεται στην κρίση και να εξακολουθεί να αγωνιά, ακόμη και για την επόμενη ημέρα. Ακόμη και για τα επόμενα έτη.
Οι ταγοί μας φαίνεται αδυνατούν να ξεχωρίσουν, μέσα από τις σταγόνες των βαλσάμων που υπόσχονται, το βούισμα της ημέρας που μαραίνεται. Να διακρίνουν το φως που κουράστηκε να περιμένει. Να εξηγήσουν γιατί έχουν θαμπώσει οι πάμφωτοι ορίζοντες και να απομακρύνονται τα σπαθάτα χελιδόνια. Να ερμηνεύσουν τις κραυγές των κατασκότεινων βράχων και να αποφεύγουν να ξαποστάσουν πάνω τους τα κουρασμένα θαλασσοπούλια…
Ας αλλάξω το κλίμα: Έρχεται καλοκαίρι. Στις αυλές των αγαπημένων μου Κυκλάδων θα νυστάζουν ολημερίς οι γατούλες. Στους πευκώνες θα γδύνουν καταμεσήμερα τη φωνούλα τους οι παρέες των τεμπέληδων τζιτζικιών. Στους κυματοειδείς αμπελώνες θα σέρνονται στα σύθαμπα οι ταξιδιάρικες θαλάσσιες αύρες. Στους ασβέστες των πέτρινων θημωνιών θα πέφτουν αλύπητα με την χαραυγή τα χρυσαφιά δόρατα των ήλιων. Και στα περιγιάλια θα απλώνονται στα βότσαλα οι γλυφές ψευδαισθησίες όλων ημών, μαζί με τις νυσταλέες ικμάδες μας…
Αλλά, ας αφήσω τις δικές μου χίμαιρες, τις λευκές παρθενικότητες και τις ονειρώδεις εφημερίες του θέρους, και να γίνω (αφού με συγχωρήσετε) πιο κοινός: Ποιος θα νοιαστεί στα σοβαρά για ετούτη την φιλοχαμόγελη πατρίδα; Δεν ζητάει –η έρημη- ηδονοβλεψίες της εξουσίας και δονούσες ιαχές. Ούτε κομματικούς μπανιστιρτζήδες πολιτικών ηδονών. Αρκετά, τόσες δεκαετίες τώρα, ο χαβαλές, το ψηστήρι και το μπανιστήρι. Δεν ζητάει η Ελλάδα κάλπες εκλογών, καλπασμούς κομμάτων, κάλπικους ηγέτες. Τι ζητά; Να ξυπνήσουν οι συνειδήσεις. Τι αποζητά; Τους νουνεχείς δρομάδες, για να θυμηθούμε τον Εμπειρίκο. Τι ψάχνει; Τους μεγάλους κολυμπητάδες, για να αναπολήσουμε τον Σεφέρη.
Υπάρχουν; Αν οι πρώτοι χάθηκαν στους δρόμους της αλλοτριώσεως και οι δεύτεροι βούλιαξαν στις θάλασσες της διαπλοκής, ε, τότε …καληνύχτα μας. Θέλω να πιστεύω πως όχι. Το λουλούδι θα ανθίσει…