Εκείνο το καλοκαίρι…
Πάντα θα υπάρχει ένα καλοκαίρι που θα έχει χαθεί. Και τα καλοκαίρια εκείνα που εξαφανίσθηκαν είναι πλέον πολλά. Προφανώς, άλλαξαν οι εποχές. Άλλαξαν οι φυγές των ανθρώπων. Οι προορισμοί. Οι αναφορές. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Ήρθαν «καινούργιες μονάδες», που έλεγε ο Ελύτης, για την μέτρηση των εγκόσμιων. Και των υπερκόσμιων. Αλλιώς μετριέται σήμερα ο άνθρωπος και η ψυχή, διαφορετικά χθες. Κι ο κόσμος; Κέρδισε μια ευημερία πολύ καλύτερη απ’ αυτή του παρελθόντος. Πολύ καλύτερες συνθήκες διαβιώσεως. Έμαθε περισσότερα γράμματα. Αύξησε το προσδόκιμο της ζωής του. Και ποιος μπορεί να είναι ο χαμένος; Όταν ένας κερδίζει, κάποιος άλλος χάνει. Πολύ απλά, έχασαν οι ίδιοι οι κερδισμένοι! Και τι έχασαν ή, τι παρέδωσαν ως αντάλλαγμα του κέρδους τους, της όποιας ολβιότητας τους; Έχασαν τον εαυτό τους και παρέδωσαν την αθωότητά τους. Αυτό είναι το τίμημα. Η Ελλάδα, αν γενικευτεί η συζήτηση, έχασε την αθωότητα της. Μια αθωότητα που δεν την βρίσκεις πιά. Ή, τουλάχιστον σπανίως…
Ζακλίν Μπισέ (Μύκονος, 1965)
Εάν είναι να γίνει επιλογή μεταξύ των δύο «κόσμων», της αθωότητας και της ευδαιμονίας, προφανώς και θα προτιμηθεί από την πλειονότητα των Ελλήνων ο κόσμος του «καταναλωτικού πολιτισμού». Το πιθανότερο είναι να μην έχουν άδικο. Μακάρι να γινόταν να συνυπάρξουν σαν αγαπημένες αδελφές η αθωότητα με την ευδαιμονία. Δεν γίνεται όμως. Είναι ασύμβατες μεταξύ τους. Και όπως και να το κάνουμε, όταν ο χρόνος προχωράει προς τα μπροστά, δεν γίνεται να επανακάμψει η κινηματογραφική εποχή τού «Κορίτσια στον ήλιο», όπου ο Γιάννης Βόγλης κυνηγούσε στην Άνδρο την Ανν Λόμπεργκ με τη φράση «Στάσου, μύγδαλα». Ωστόσο, προσφέρεται προς προβληματισμό, το πώς ο Έλληνας εγκλωβίστηκε στην ευδαιμονία του· ή, καλύτερα, πώς χρεοκόπησε μέσα στην μακαριότητά του. Και θα πρέπει να επεξηγηθεί για το πώς οι Έλληνες, αν και αθεράπευτα λάτρεις των σημερινών καταναλωτικών συνηθειών, αναπολούν την εποχή των γονιών τους ή, την εποχή του παππού και της γιαγιάς…
Λέοναρντ Κοέν (Ύδρα, ’60)
Μια πρώτη εξήγηση θα μπορούσε να είναι, ότι στα χρόνια της αθωότητας, στα χρόνια του παππού και της γιαγιάς, ας πούμε στη δεκαετία του ’60 και του ’70, η φτωχή Ελλάδα είχε ένα υπόβαθρο αξιών. Είχε, προπάντων, αισιοδοξία. Ενώ σήμερα, μια ολόκληρη χώρα και ένας ολόκληρος λαός βρίσκεται σε αδράνεια ή σε παραίτηση. Συμβαίνει σήμερα το πολύ περίεργο, όπως το έχει αποτυπώσει ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης, ότι οι Έλληνες αντί να ελπίζουνε στο μέλλον νοσταλγούν το παρελθόν. Ίσως αυτή η διαπίστωση, λοιπόν, να ερμηνεύει τις όποιες αναθυμήσεις, κάτι σαν αντίδραση των ζωντανών κυττάρων σ’ έναν ετοιμοθάνατο οργανισμό, και ταυτοχρόνως, όμως, να αποτελεί και την πιο τρανή απόδειξη της παρακμής μας.
Και είναι σχεδόν βέβαιο ότι, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 υπήρχε υψηλό επίπεδο πολιτισμού. Υπήρχε ακόμη ο λεγόμενος –κατά Μάρκαρη, «πολιτισμός του φτωχού», ο οποίος φτωχός με την σεμνότητα του και τον πλούσιο ψυχικό του κόσμο ήξερε να αναγνωρίζει ας πούμε τον συγγραφέα, τον ποιητή, τον ηθοποιό. Ο απλός πολίτης ήξερε να αποδέχεται και να αναγνωρίζει την ανωτερότητα των άλλων. Σήμερα, άραγε, ποιος αναγνωρίζει ποιον; Τότε, ένα λιοτρόπι στον τενεκέ ή ένας μυρωδάτος βασιλικός έλεγε πολλά στην καρδιά του Έλληνα. Εποχές όπου κατά τον Ελύτη οι λίγες γραμμές όριζαν και τα κτίσματα και την ψυχή και την φύση του Έλληνα. Σήμερα, τι να υμνηθεί από την παρούσα Ελλάδα; Και ότι καλό διαθέτει ή, ότι έχει απομείνει (και υπάρχουν αρκετά), έχουν υμνηθεί από τους παλιούς.
Άλλαξαν οι «μονάδες μέτρησης», προαναφέρθηκε. Δείτε τις «εικόνες» της φτωχής Ελλάδας, σε εκείνα τα παλιά καλοκαίρια, και κάντε την σύγκριση με αυτές της «ισχυρής» (πλέον χρεοκοπημένης) Ελλάδος του 21ου αιώνος.
Ο Λέοναρντ Κοέν στο σπίτι του στην Ύδρα
Τι να προφτάσεις να καταγράψεις στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70; Ας κάνουμε μια στάση στην Ύδρα, το 1960, τότε που ο συγγραφέας και μετέπειτα τροβαδούρος Λέοναρντ Κοέν, μαγεμένος από την ελληνική ομορφιά αγόραζε ένα απλό ασβεστωμένο σπίτι. Σε αυτό το σπίτι έζησε με την μούσα του, την Νορβηγίδα συγγραφέα Μάριαν Ίλεν, που είχε γνωρίσει σε ένα παντοπωλείο του νησιού, για την οποία έγραψε αργότερα το τραγούδι «So Long, Marianne» και «Bird on the Wire». Ήταν 26 ετών όταν αγόραζε το σπίτι, το οποίο φωτιζόταν με κηροζίνη και το νερό το έφερναν τα γαϊδουράκια. Και σε γράμμα προς την μητέρα του, ο Κοέν σημείωνε: «Ζω σε έναν λόφο και σκέφτομαι πως η ζωή παραμένει η ίδια εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Όλη τη μέρα ακούω τις φωνές των μικροπωλητών που περνούν από κάτω και οι φωνές τους είναι τόσο μουσικές. Σηκώνομαι κάθε μέρα στις επτά και εργάζομαι μέχρι το μεσημέρι. Νωρίς το πρωί είναι πιο δροσερά και άρα καλύτερα, αλλά εξάλλου αγαπάω τη ζέστη, ειδικά όταν σκέφτομαι ότι η θάλασσα του Αιγαίου είναι μόλις δέκα λεπτά από την πόρτα μου».
Σπέτσες, ’60
Το διπλανό νησί της Ύδρας, οι Σπέτσες, την ίδια περίοδο γινόταν το απάγκιο των συγγραφέων Μισέλ Ντεόν και Τζων Φώουλς (δίδαξε στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή των Σπετσών) καθώς και του «Μέτοικου», του Ζωρζ Μουστακί, ο οποίος μετέφρασε και τραγούδησε τον Μάνο Χατζηδάκι, και πολλών άλλων ακόμη διάσημων της καλλιτεχνίας και των γραμμάτων. Ώρες επί ωρών ο Μουστακί πέρναγε τις μέρες του καλοκαιριού στο Παλιό Λιμάνι, απολαμβάνοντας μόνο τον ήλιο και την θάλασσα, και μαζεύοντας από τα βράχια αχινούς τους οποίους έτρωγε επί τόπου με φρεσκοστυμμένο λεμόνι.
Σαντορίνη, 1962 (φωτό: Ι. Λάμπρου)
Και από τους αχινούς με το φρεσκοστυμμένο λεμόνι η Ελλάδα πέρασε την τελευταία 30ετία στο glamour. Στην ψεύτικη γοητεία. Η Ελλάδα διέγραψε μονομιάς τις θρυλικές στιγμές της, όπως εκείνες του Άντονι Κουίν ο οποίος συγκλόνιζε την Κρήτη και ολόκληρο το πανελλήνιο με το συρτάκι του στον «Ζορμπά», και πέρασε στα τσιφτετέλια και τα λαϊκοπόπ.
Μεταφέροντας τον πάγο (Ύδρα, 1960)
Οι πανέμορφες παραλίες της Μυκόνου, η ανεπανάληπτη ελληνική φύση, έγινε «πίστα» και «πασαρέλα» με τα εκκωφαντικά ντεσιμπέλ και τις πουπουλένιες ξαπλώστρες. Οι θαμώνες, οι σημερινοί celebrities, δεν ξεδιψούν με παγωμένα νερά και δροσερά αναψυκτικά, αλλά με γαλλικές πανάκριβες σαμπάνιες.
Οι βασιλείς της Ελλάδος, Παύλος και Φρειδερίκη (Μύκονος, 1954)
Στις δεκαετίες της αθωότητας οι διασημότητες της Μυκόνου ήταν άνθρωποι ενός ανώτερου πολιτισμού. Τότε, που τα πλοία δεν έπιαναν λιμάνι και οι ταξιδιώτες έβγαιναν στη στεριά με βάρκες, και στη Χώρα δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα παρά μόνο μια γεννήτρια που λειτουργούσε από τις 7 έως στις 9 το βράδυ, στο νησί των ανέμων έφταναν η Ελένη Βλάχου της «Καθημερινής» και των «Εικόνων», η Μελίνα Μερκούρη, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Μάρλον Μπράντο, η Γκρέις Κέλι, ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, η Ζακλίν Μπισέ, η Τζάκυ Κέννεντι, η πριγκίπισσα Σοράγια και άλλοι πολλοί. Ήταν το 1954 όταν οι βασιλείς της Ελλάδος, Παύλος και Φρειδερίκη, είχαν διοργανώσει την κρουαζιέρα για γαλαζοαίματους στα ελληνικά νησιά –για διεθνή προβολή, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και η Μύκονος. Και ένα χρόνο αργότερα, το 1955, οι κάτοικοι του νησιού φρόντιζαν τον πελεκάνο –τον «Πέτρο» όπως τον βάφτισαν, τον οποίο μάζεψε μισοπεθαμένο από το πέλαγος ένας ταπεινός ψαράς. Ήταν η εποχή που Κωνσταντίνος Καραμανλής διέμενε σε ένα μικρό ξενοδοχείο, ιδιοκτησίας του γραμματέα του Θεόδωρου Χαριτόπουλου, και αργότερα στο σπίτι του εκδότη της αθλητικής εφημερίδας «Φως των Σπορ», Θεόδωρου Νικολαΐδη, στον Ορνό.
Το συρτάκι του Άντονι Κουίν (1964)
Την θέση των παλιών διασημοτήτων, των πραγματικών διασημοτήτων, που ήταν αυτό που ήταν ο εαυτός τους, πήρε στις εποχές μας ένα άλλο είδος διασημοτήτων που είναι αυτό που φαντάζονται ότι είναι ή, αυτό που θα ήθελαν να είναι. Ποιοι είναι οι σημερινοί celebrities της Μυκόνου, της Ύδρας, των Σπετσών, της Σαντορίνης, της Ρόδου και των άλλων νησιών; Οι πάντες. Ο κάθε πικραμένος. Είναι οι τύποι εκείνων των Ελλήνων που έχουν δυο «κονέ» και πέντε…φράγκα παραπάνω, οι οποίοι σε κάθε περίσταση αναφωνούν «ξέρεις ρε ποιος είμαι εγώ»…
Ο Λέοναρντ Κοέν με την κιθάρα και την παρέα του (Ύδρα, ’60)
Η αλλοτινή Ελλάδα, η φτωχή Ελλάδα, παρήγαγε πολιτισμό και τα καλοκαίρια επιδείκνυε έναν μποέμικο κοσμοπολιτισμό. Η σύγχρονη Ελλάδα με τους πιο πολυτελείς τρόπους αυτό που επιδεικνύει δεν είναι τίποτε άλλο από το μεγαλείο του επαρχιωτισμού, της αμορφωσιάς και της ξιπασιάς της.
Φωτό Εξωφύλλου: Μύκονος, 1955 Φωτό: Robert McCabe