Τετάρτη, 1 Μαΐου, 2024 - 20:55

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης:Ο φτωχός άρχοντας


…Ο παπά Φραγκούλης και η συνοδεία του φθάσαντες, εισήλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού, και η καρδία των ησθάνθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, κι ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην κ’ επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημένον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας περικαλλείς της αρίστης βυζαντινής τέχνης εικόνας τους, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του θείου Βρέφους και της αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναί παρίστανται αι όψεις των αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στίλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική ελάλει, φαντάζεταί τις επί μίαν στιγμήν ότι ακούει το Δόξα εν υψίστοις Θεώ…
                                                                        ”
Από το χριστουγεννιάτικο διήγημα «Στο Χριστό, στο Κάστρο».                                                                  
 

Του Οδυσσέα Ελύτη*

Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δεν θα ’χει αλλάξει εκείνο αλλά το μυαλό μας. Ένα ψήλωμα νοητό, που θα χρειαστεί να το ξανανεβούμε για να εκτιμήσουμε σωστά τις διαστάσεις των πραγμάτων γύρω μας. Από ένα τέτοιο ψήλωμα είναι που πρέπει να θεωρήσουμε και τη χώρα του Παπαδιαμάντη. Τότε μόνον θα καθαρίσει το τοπίο, για να φανούν οι σταθερές που το συνέχουν. Αυτή είναι η ταυτότητα του Παπαδιαμάντη. Η λάμψη του δεν είναι απαύγασμα μιας ψυχής χριστιανικής με τη συμβατική έννοια∙ είναι η προβολή ενός εσωτερικού κόσμου απείραγου από τις μικρότητες αλλά γεμάτου καθάριον έρωτα. Ο Παπαδιαμάντης είναι από τους τελευταίους που προφτάσανε να γεράσουν μ’ αυτά που πρωτοαγάπησαν.

Υπάρχουν τρόποι και τρόποι να σηκώνει κανένας τις αντιξοότητες. Και πάνω απ’ όλους η αξιοπρέπεια. Έχουν να λένε ότι, στα διάφορα τσιμπούσια που παραθέτανε οι εκδότες της εποχής για το προσωπικό τους, ο συγγραφέας μας έφτανε πάντοτε αργοπορημένος και καθότανε άκρη άκρη στο τραπέζι. Αθόρυβα έβγαζε από την τσέπη του επανωφοριού του ένα μπουκάλι κρασί∙ έπειτα, ένα λαδόχαρτο με λίγο τυρί και κάμποσες ελιές∙ έτρωγε χωρίς να αγγίξει τις γκιουβετσάδες∙ και σε κάποια στιγμή, χωρίς να το πάρει κανένας είδηση, εξαφανιζότανε. Βέβαια, κάθε άλλο παρά ήθελε να παραστήσει τον ακατάδεχτο. Ήθελε, πιστεύω εγώ, να κρατά σε απόσταση τους κρυφούς σαδιστές, που πολύ θα επιθυμούσανε να του πουλήσουν προστασία και συμπόνοια. Ένα σημάδι ακόμη αυτό μεγάλης και φυσικής ευγένειας.
Το σπίτι του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο το εγνώριζα πολύ προτού το επισκεφθώ, και μάλιστα στην κάθε του λεπτομέρεια∙ δηλαδή καμία. Δεν μπορούσε ο άνθρωπος αυτός ν’ αφήσει αχνάρια υλικά πίσω του.

Όχι επειδή, τάχα, η πνευματικότητά του ήταν τόσο μεγάλη ή ο υποσυνείδητος μοναχισμός τόσο ισχυρός, όσο γιατί από την ίδια του τη φύση, πιστεύω, ήταν ο «άνθρωπος του ελάχιστου». Νοερά είχε πετάξει από το παράθυρο καθετί που δεν του ήταν απαραίτητο –έπιπλα ή ιδέες, αδιάφορο. Ήθελε η εξάρτησή του από τον έξω κόσμο να ’ναι περιορισμένη τόσο, που όλος ο διαθέσιμος χώρος ν’ απομένει στη διάθεση τού ανεξημέρωτου θυμικού του. Μίλησαν οι βιογράφοι του για δειλία, για συντηρητικότητα. Δεν τις σήκωσαν ποτέ να δουν (τις αισθήσεις του) τι κρύβεται από κάτω. Ένας άνθρωπος που προσπαθεί και καταφέρνει με χίλιους τρόπους, ενίοτε αόρατους «διά γυμνού οφθαλμού», να μην υποτάσσεται στα συμβατικά σχήματα της τρέχουσας κοινωνίας, πρώτον∙ και δεύτερον, ένας ομολογημένος κυνηγός αισθησιακών στιγμών, που τις συλλαμβάνει πάντοτε σαν μονάδες με αυτοδύναμη αξία, τονισμένες επάνω στην αγιότητα σε τέτοιο βαθμό, που να σου ’ρχεται συχνά, μπροστά στο γυμνό στήθος μιας κοπέλας που περιγράφει, να κάνεις το σταυρό σου.

Στους τύπους έχει το θάρρος να στρέφει τα νώτα. Όταν τον έστειλαν στην Αθήνα φορτωμένο με συστατικές επιστολές μήπως μπορέσει να βρει καμιά δουλειά (ενώ εκείνος μήτε καν φρόντισε να συναντήσει τα πρόσωπα που θα τον βοηθούσαν), ο πατέρας εξαγριωμένος φωνάζει: «Βλέπω ότι και πάλιν εκλώτσησας και παρόν και μέλλον συμφέρον». Αλλά πια και μόνον η λέξη «συμφέρον» αρκεί για να τον βγάλει από τα ρούχα του. Εκείνος αυτό που θέλει πάνω απ’ όλα είναι να τον αφήνουν ήσυχο να ρεμβάζει και να γράφει. Στη μητέρα του, που έρχεται ανήσυχη να τον βρει και να τον νουθετήσει, δηλώνει ορθά κοφτά: «θα γίνω συγγραφέας, θα διαβάζω, θα γράφω∙ άλλο τίποτε δεν μπορώ να κάνω».

Το ’πε και το ’κανε. Δεν πήρε ποτέ το δίπλωμά του από το πανεπιστήμιο, μολονότι του ήταν πολύ εύκολο. Και δεν το πήρε, πιθανότατα, για έναν ακόμη λόγο∙ για ν’ αποφύγει τις πιέσεις της οικογένειας, που ονειρευότανε να τον δει ελληνοδιδάσκαλο –τι δράμα!

Λοιπόν, μπορεί να φαίνεται τολμηρό, κάτι περισσότερο, τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά, μα θα έπρεπε κανείς να το πει: η νοοτροπία του παρουσιάζει πολλές αναλογίες μ’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε «ειρηνική επανάσταση» και το συναντούμε στους νέους με το ατημέλητο παρουσιαστικό, τις σιωπηλές πορείες, τα λουλούδια στη θέση των τουφεκιών, την παθητική διαμαρτυρία. Κάτι πέραν από την παραδοσιακή αντίληψη για τη στάση που οφείλει να κρατάει όποιος βρίσκεται σε αντίθεση με το κατεστημένο. Και θα φανεί λιγότερο υπερβολική μια παρομοίωση σαν αυτή, αν παρακολουθήσουμε τα περιστατικά της ζωής του ένα προς ένα: δεν θα καταδεχτεί τα διπλώματα∙ δεν θα επιζητήσει ποτέ του να γίνει υπάλληλος∙ δεν θα καταφύγει στην προστασία κανενός∙ δεν θα εκμεταλλευθεί καμιάν ευκαιρία για να βγάλει χρήματα∙ δεν θα κυνηγήσει δόξες. Ένα καμαράκι γυμνό, ένα μπαλωμένο επανωφόρι, το κρασί, ο χαλβάς, οι ελιές, και αυτό είναι όλο. Ένας τέτοιος άρχοντας, από το σόι της μάνας του, θα κάνει παρέα με ανθρώπους της φτωχογειτονιάς. Κι όταν, πολύ αργότερα, στα 1908, τρία χρόνια προτού πεθάνει, οργανώνουν οι λόγιοι έναν επίσημο εορτασμό για τα εικοσιπεντάχρονά του στον «Παρνασσό», αισθάνεται την ανάγκη να χαθεί από προσώπου γης. Και κρύβεται πού; Στο σπίτι ενός φίλου, του μανάβη Νικόλα Μπούκη.

*απόσπασμα από τη 48σέλιδη μονογραφία του Ο. Ελύτη, με τίτλο «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», η οποία περιλαμβάνεται ακεραία στο βιβλίο Εν λευκώ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ», Βουλής 4, Αθήνα.