Σάββατο, 26 Απρίλη, 2025 - 01:37

Ικανότητα πρόβλεψης του επερχόμενου

Το ζήτημα που τίθεται σήμερα είναι πως η σκοπιανή ηγεσία, προκειμένου να ενταχθεί στις δομές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και να δημιουργήσει ένα σύστημα ασφάλειας, που να της επιστρέψει να αντιμετωπίσει την επέλαση των Αλβανών και αλβανοφώνων στο κρατίδιό της, είναι πρόθυμη να προβεί σε συμβιβασμούς ως προς το όνομα και την απάλειψη της συνταγματικής αναφοράς, αλλά και σε άλλης υφής μεταβολές

Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη*

Η Ελλάδα ως εκ της γεωστρατηγικής της θέσης βρίσκεται σήμερα, όπως και στο παρελθόν, αλλά αναπόφευκτα και στο μέλλον, ενώπιον προκλήσεων και ποικιλόμορφων απειλών, οι οποίες παράγονται τόσο εξ’ Ανατολών, όσο και εκ Βορρά. Η παραδοσιακή απειλή της χώρας, η οποία παραμένει διαχρονική, αδιάλειπτα παρούσα εδώ και έναν σχεδόν αιώνα, είναι ο εξ’ Ανατολών κίνδυνος, που συνίσταται στην τουρκική βούληση και σχέδιο ελέγχου και κηδεμόνευσης του ελληνικού γεωστρατηγικού χώρου. Η εκ Βορρά απειλή στην σύγχρονή της μορφή προέκυψε μετά την πτώση του Σοβιετικού ιμπέριουμ, την ανατροπή των βαλκανικών ισορροπιών και την ανάδειξη των εθνικών βαλκανικών κρατών σε ανεξάρτητες κρατικές οντότητες, διεκδικούσες έκτοτε ζωτικό χώρο.

Η Αλβανία συνιστά μια κρατική δομή ιδιάζουσας μορφής, στον βαθμό που ουδέποτε υπήρξε εθνικό κράτος προσομοιάζον προς τα ευρωπαϊκά ή ακόμη και τα βαλκανικά (βλ. Βουλγαρία, Σερβία, Ελλάδα), αλλά απετέλεσε μια ιταλοοθωμανική κατασκευή, που επέπρωτο να υφίσταται ως οιονεί προτεκτοράτο. Αφού πέρασε από ένα ιδιότυπο σύστημα κομμουνιστικής βαρβαρότητας χειρίστου τύπου υπό τον Ενβέρ Χότζα, επιχειρεί η σημερινή ηγεσία της να αναδείξει έναν ύστερο εθνικισμό, με στόχο την εσωτερική εθνική συσπείρωση και την οικοδόμηση ενός τεχνητού εθνικού κράτους. Στο πλαίσιο αυτό, διώκει, εκδιώκει και καταπιέζει όλους τους άλλους, μειονότητες και εθνικές ομάδες που βρίσκονται στο έδαφός της, προπάντων όμως την ελληνική, εκ της οποίας ελαύνει ιστορικά και μια παράσταση απειλής για απόσχιση.

Έτσι, μετατρέπει τον χώρο της Βορείου Ηπείρου, δηλαδή της Νοτίου Αλβανίας, στον οποίο ζει ιστορικά κατά τρόπο συμπαγή, ως πλειοψηφικά παρούσα εδώ και αιώνες η ελληνική μειονότητα, σε μια περιοχή «εκσυγχρονιστικής, μεταρρυθμιστικής αναδόμησης» και εγκατάστασης αλβανών από άλλες περιοχές. Τούτο αποσκοπεί στο να υπάρξει, όπως την ανακοινώνει εκ του πονηρού η αλβανική ηγεσία, μια δήθεν κοινωνικοοικονομική εξισορρόπηση διαφόρων περιοχών πλούτου και φτώχειας. Η υποχρέωση των κατοίκων να μετακινηθούν αλλού, τους οδηγεί σε πορεία προς Νότο, δηλαδή προς την Ελλάδα, εγκαταλείποντας τις εστίες τους, οι οποίες προορίζονται να καταληφθούν από Αλβανούς. Όσοι δε μετακινούνται προς την Ελλάδα προσωρινά για δουλειά, χάνουν τις ιδιοκτησίες τους. Προδήλως, η ηγεσία των Τιράνων μεταχειρίζεται κάθε ευφάνταστα κακόγουστο εν προκειμένω τέχνασμα για να διώξει τους Έλληνες από την Βόρειο Ήπειρο.

Μία ακόμη πηγή τριβής στις σχέσεις Ελλάδος – Αλβανίας αποτελεί το θέμα των Τσάμηδων. Τίθεται από την αλβανική ηγεσία σε σχέση με ελληνικές περιοχές, δηλαδή την περιοχή της Θεσπρωτίας, στην οποία στην διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ζούσαν ως μειονοτικοί οι Τσάμηδες. Κατηγορούμενοι ως συνεργαζόμενοι με τον κατακτητή, μετά τον πόλεμο διέφυγαν στην Αλβανία για να αποφύγουν τις δίκες, οι οποίες διεξήχθησαν για όλους τους συνεργάτες των ναζιστικών δυνάμεων κατοχής. Η επιστροφή και διεκδίκηση των περιουσιών σήμερα, έπειτα από μισό και πλέον αιώνα, είναι τουλάχιστον αδιανόητη.

Το Μακεδονικό ζήτημα, αποκαλούμενο και ως Σκοπιανό, διατρέχει μερικές δεκαετίες διαμάχης μεταξύ Ελλάδας και Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, ιδιαιτέρως μάλιστα μετά την διάλυση του σοβιετικού ιμπέριουμ και του γιουγκοσλαβικού πολυεθνικού κράτους. Η ανάδειξη της ΠΓΔΜ σε ανεξάρτητη δημοκρατία, προϊόν της διάλυσης, δημιούργησε μέγα πρόβλημα στην Αθήνα και πονοκέφαλο στην διεθνή κοινότητα. Η Σκοπιανή ηγεσία εμφάνιζε το κρατίδιο της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», όπως υφίστατο στο πλαίσιο της ομοσπονδιακής δομής της Γιουγκοσλαβίας ως ενιαία πατρίδα, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και το αλυτρωτικό σύνδρομο της ελληνικής Μακεδονίας. Η αντίδραση των Αθηνών ήταν καίρια και η κινητοποίηση του ελληνισμού παγκόσμια. Η διακήρυξη πως η Μακεδονία είναι μία και ελληνική ξεκινούσε από την Θεσσαλονίκη, έφτανε στην Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλλες και κατέληγε στην Αθήνα.

Το ζήτημα που τίθεται σήμερα είναι πως η σκοπιανή ηγεσία, προκειμένου να ενταχθεί στις δομές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και να δημιουργήσει ένα σύστημα ασφάλειας, που να της επιστρέψει να αντιμετωπίσει την επέλαση των Αλβανών και αλβανοφώνων στο κρατίδιό της, είναι πρόθυμη να προβεί σε συμβιβασμούς ως προς το όνομα και την απάλειψη της συνταγματικής αναφοράς, αλλά και σε άλλης υφής μεταβολές. Εκείνο που είναι διλημματικά προβληματικό είναι το κατά πόσον αυτή η εμφανιζόμενη ως θέληση της παρούσας ηγεσίας απηχεί ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, το οποίο διαπαιδαγωγήθηκε με την ιδεολογία του «Μακεδονισμού». Αυτό σημαίνει πως αφού ρυθμιστούν θέματα ασφάλειας, θα μπορούσαν οι δομές του σκοπιανού πολιτικού συστήματος να εξακολουθήσουν να αναπαράγουν τον λεγόμενο Μακεδονισμό στα πεδία της εκπαίδευσης και της κοινωνικοποίησης των ανθρώπων.

Επομένως, το δίλημμα που υφίσταται αναφέρεται στο εάν η Αθήνα θα συνεννοηθεί με τα Σκόπια, τόσο στην αλλαγή ονόματος, όσο και στην απάλειψη των αλυτρωτικών δομών του συστήματος, προκειμένου να συμβάλει στην επιβίωσή τους ως κρατικής οντότητας, μέσα από την ένταξή τους στις δομές της ΕΕ. Αντιθέτως, διερωτάται κανείς εάν θα τα αφήσει να διαλυθούν, μέσα από την υπονόμευση της κρατικής τους υπόστασης, η οποία υφίσταται ήδη από την αλβανική μειονότητα, που είναι ενταγμένη στο κράτος των Σκοπίων. Η τελευταία επιλογή θα δημιουργούσε ένα ζήτημα μεγέθυνσης της αλβανικής απειλής ή κινδύνου εις βάρος της Ελλάδος.

Ο εξ Ανατολών κίνδυνος, ο οποίος είναι και η μεγάλη ιστορική πρόκληση, διεκδικεί ανατροπή των ισορροπιών που πρόβλεψε η Συνθήκη της Λωζάνης, όπερ και ανεγγέλθη από τον Τούρκο πρόεδρο, ευρισκόμενο σε επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα. Αυτό που επιδιώκεται από την τουρκική ηγεσία είναι η αναθεώρηση των συνθηκών που διασφαλίζουν την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο, καθώς και η επαναδιαπραγμάτευση εν προκειμένω του καθεστώτος νήσων και βραχονησίδων. Αυτή η τάση της Τουρκίας αποτελεί μέγιστο κίνδυνο για την χώρα, στον βαθμό που οποιαδήποτε τουρκική κίνηση κατάληψης κάποιων βραχονησίδων, ανατρέπει εν τοις πράγμασι όλο το καθεστώς που διέπει την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο.

Ενώ η Τουρκία μπορεί να προβαίνει σε οποιεσδήποτε κινήσεις χωρίς εσωτερική αντίδραση, για την Ελλάδα ένας κλεφτοπόλεμος στα νησιά, προκειμένου να υπερασπιστεί η χώρα και την τελευταία βραχονησίδα, θα δημιουργούσε τεράστιο κόστος, σε μια περίοδο που η Αθήνα επιχειρεί να εξέλθει των μνημονίων. Πέραν τούτων, όμως, η Τουρκία επιχειρεί να εμπεδώσει την εικόνα κράτους που ασκεί κυριαρχία σε ολόκληρο τον χώρο της Κύπρου, συμπεριλαμβανομένης και της κυπριακής ΑΟΖ. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει εκχωρήσει σε ιταλικών συμφερόντων εταιρεία το δικαίωμα να προβεί σε γεωτρήσεις επί της κυπριακής ΑΟΖ και η Τουρκία παρεμβαίνει απαγορεύοντας στους Ιταλούς να προχωρήσουν εάν δεν λάβουν άδεια από την ίδια την Άγκυρα.

Η Τουρκία επανέρχεται στο Δόγμα των Δυόμιση Πολέμων, που εξηγεί πως το τουρκικό πολιτικό σύστημα πρέπει να είναι σε θέση να διεξάγει ταυτόχρονα έναν πόλεμο στην Μέση Ανατολή, πόλεμο εναντίον της Ελλάδος και μισό πόλεμο εν προκειμένω εναντίον των Κούρδων. Επομένως, η Άγκυρα επιχειρεί να ελέγχει κυρίαρχα τον χώρο ανεξαρτήτως προβλημάτων που μπορεί να έχει στην Μέση Ανατολή, δηλώνοντας έτοιμη να αντιμετωπίσει, τόσο την Συριακή κρίση, όσο και τις προκλήσεις, όπως τις αντιλαμβάνεται η ίδια στο Αιγαίο και στην Κύπρο, έχοντας ήδη καταφέρει να αποδυναμώσει σε σημαντικό βαθμό το Κουρδικό κίνημα στο εσωτερικό της.

Τα κράτη, όταν αντιμετωπίζουν προκλήσεις που απειλούν την υπόσταση ή και την κυριαρχία τους, οφείλουν να έχουν προβλέψει εγκαίρως στρατηγική αντιμετώπισης επερχόμενων κινήσεων, έτσι ώστε η κάθε πρόκληση να αντιμετωπίζεται επιτυχώς και νικηφόρα. Τούτο γιατί ζούμε σε έναν κόσμο, ο οποίος διέπεται από το Χομπσιανό σύνδρομο μιας κατάστασης «πολέμου όλων εναντίον όλων». Οφείλουμε μόνοι και μετά συμμάχων να αντιμετωπίσουμε κάθε επερχόμενη πρόκληση. Αυτή είναι εξάλλου και η Θουκυδίδεια αντίληψη της πολιτικής, «η ικανότητα πρόβλεψης του επερχόμενου».

*Ο Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης είναι Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής του Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο