Κυριακή, 6 Οκτωβρίου, 2024 - 01:16

Στρατηγική και τακτικές διαπραγμάτευσης

Η Ευρωπαϊκή Ένωση απεδείχθη στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης και αναφερόμαστε στην ηγεσία των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών πολύ κατώτερη των περιστάσεων, αφού έδειξαν ότι δεν είναι σε θέση να πάρουν αποφάσεις σωτηρίας για μια χώρα που είναι ουσιαστικά η πολιτιστική καρδιά της Ευρώπης
 

Από τον Χριστόδουλο Κ. Γιαλλουρίδη*/Φωτο: Νίκος Καρτάλιας

Είμαστε όλοι μάρτυρες μιας ελληνικής στρατηγικής απέναντι στους Ευρωπαίους και λοιπούς δανειστές της χώρας μας, η οποία διακρίνεται από το γεγονός ότι εφαρμόζει, θα λέγαμε αξιοποιεί την τακτική της πρόκλησης ενός κλιμακούμενου κόστους σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο για την ευρωπαϊκή και διεθνή οικονομία από το ενδεχόμενο αποτυχίας της διαπραγμάτευσης. Η στρατηγική αυτή έχει τις τελευταίες εβδομάδες κορυφωθεί και αποκαλύπτει ουσιαστικά τον σχεδιασμό της, που σημαίνει πως επιδιώκει η Αθήνα να κερδίσει το στοίχημα μιας βιώσιμης για την Ελλάδα φόρμουλας, προϊόν της συμφωνίας με τους εταίρους, έτσι ώστε να μπορέσει η χώρα να ανακάμψει και να πετύχει το στοίχημα της ανάπτυξης και της ευημερίας.

Πρέπει να υπογραμμίσουμε πως μια τακτική αυτού του είδους της οργανωμένης και στοχευμένης προς την κατεύθυνση της πρόκλησης κόστους στην άλλη πλευρά -τις τελευταίες ημέρες κλιμακούμενη με χαρακτηριστικά υψηλού ρίσκου- δεν έχει συνηθίσει τη χώρα μας η ηγεσία στο παρελθόν. Η νέα ελληνική κυβέρνηση έπαιξε το χαρτί των Αθηνών επιδιώκοντας ταυτόχρονα να το μετατρέψει σε πανευρωπαϊκό, έτσι ώστε οι αλλαγές που θα επέφερε μια καλή συμφωνία για την Αθήνα να αποτελούσαν αφετηρία για ευρύτερες δομικές, κοινωνικοοικονομικές μεταβολές για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση επ’ ωφελεία των λαών και εις βάρος της υπάρχουσας και ακολουθούμενης μέχρι τότε πολιτικής λιτότητας.

Η τελευταία διακηρυγμένη στοχοθεσία της νέας ελληνικής κυβέρνησης να αλλάξει την Ευρώπη ίσως απετέλεσε και την αχίλλειο πτέρνα της στρατηγικής της σε τακτικό επίπεδο, γιατί αυτό προκάλεσε τον φόβο των κυριαρχούντων κατά απόλυτη πλειοψηφία συντηρητικών κυβερνητικών δυνάμεων στην Ευρώπη, οι οποίες, όπως είναι λογικό, δεν θα ήθελαν ποτέ να αισθανθούν την επαναστατική αναπνοή της ανατροπής του σημερινού status quo με τον ερχομό αριστερών δυνάμεων, που θα ακολουθούσαν το παράδειγμα και το προηγούμενο των Αθηνών στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Η διαπίστωση κάθε στρατηγικού αναλυτή ότι ο χρόνος δούλεψε εις βάρος της ελληνικής κυβέρνησης και ότι θα έπρεπε η Αθήνα να έχει αξιοποιήσει πολύ νωρίτερα το μομέντουμ της πολιτικής αλλαγής και της υλοποίησης ενός νέου διαφορετικού από το παρελθόν προγράμματος προσκρούει προφανώς στην πραγματικότητα στο γεγονός ότι οι δανειστές προδήλως δεν θα ήθελαν να ικανοποιήσουν την νέα ελληνική κυβέρνηση, φοβούμενοι ακριβώς τη λειτουργία ενός ντόμινο effect στην υπόλοιπη Ευρώπη κατά το προηγούμενο των Αθηνών.

Σήμερα η Αθήνα διαπραγματεύεται χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα της αξιοποίησης της γεωπολιτικής της θέσης, αλλά και της ίδιας της θεσμικής, πολιτικής της θέσης στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη, όπου από τη μία ο ευφυής ελιγμός των Αθηνών με τη Μόσχα, τα ενεργειακά, αλλά και την ευρύτερη προσέγγιση σε μια στιγμή που οι ΗΠΑ συγκρούονται ανοήτως με τη Μόσχα για την Ουκρανία, μετατρέπει τις ΗΠΑ σε σύμμαχο των Αθηνών στη σύγκρουσή τους με το Βερολίνο και αφετέρου η Αθήνα προβάλλει αξιόπιστα, έννοια που αποτελεί κλειδί για την αποτροπή, το γεγονός ότι θα πάει μέχρι τέλους και δεν θα υποχωρήσει σε βασικά ζητήματα, που άπτονται της επιβίωσης της χώρας, γνωρίζοντας ότι το κόστος μιας εξόδου είναι το ίδιο σοβαρό, μεγάλο και δυσβάσταχτο, τόσο για την Αθήνα, όσο και για την Ευρώπη, θα λέγαμε και για την παγκόσμια οικονομία.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση απεδείχθη στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης και αναφερόμαστε στην ηγεσία των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών πολύ κατώτερη των περιστάσεων, αφού έδειξαν ότι δεν είναι σε θέση να πάρουν αποφάσεις σωτηρίας για μια χώρα που είναι ουσιαστικά η πολιτιστική καρδιά της Ευρώπης, δεν είναι καμιά τυχαία χώρα, κανένας τυχαίος λαός. Είναι αυτό που το 1978 ο καγκελάριος της Γερμανίας Helmut Schmidt παραδέχθηκε στον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας, Κωνσταντίνο Καραμανλή, αποδεχόμενος την πολιτική και όχι τεχνοκρατική επιλογή των Αθηνών ως δέκατο μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, πως η Ελλάδα αποτελεί το πολιτιστικό θεμέλιο της Ευρώπης, άκρως απαραίτητο για το πολιτικό μέλλον και την πολιτική ολοκλήρωση της Κοινότητας.

Αυτό δεν το αντιλαμβάνονται, δεν θέλουν να το κατανοήσουν πως η στάση της ηγεσίας της Ευρώπης προς το πρόβλημα της σύγχρονης Ελλάδος είναι ουσιαστικά και το τεστ της ικανότητάς της να έχει μέλλον και να επιβιώσει, γιατί κανένα ευρώ δεν μπορεί να σταθεί όρθιο χωρίς την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης και καμιά πολιτική ενοποίηση δεν μπορεί να γίνει χωρίς το πολιτιστικό της υπόβαθρο. Τέλος, πρέπει να υπογραμμίσουμε πως είναι η ώρα της ενότητας όλων των Ελλήνων γύρω από τον κοινό στόχο της υπέρβασης της κρίσης, της απάλειψης των συνθηκών μικρόψυχων και στενόκαρδων κομματοκρατούμενων αντιθέσεων. Είναι η ώρα της πατριωτικής αλληλεγγύης όλων των Ελλήνων, είναι η ώρα της Ελλάδας που στέκει όρθια απέναντι στην κρίση, προβάλλει πολιτισμό, προβάλλει πατριωτική θέληση, πράγμα που ενισχύει τη διεθνή θέση και τη διαπραγματευτική μας ικανότητα.

*O Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης είναι Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου