Σε αναζήτηση της ηθικής

Τα όσα δραματικά έλαβαν χώρα το 2015 τα ζήσαμε όλοι μας στο πετσί μας και δεν χρειάζεται κανένας πανεπιστημιακός και κανένας αναλυτής να μπει στον κόπο να μας τα περιγράψει. Σε μικρό ή μεγάλο βαθμό βιώσαμε καταρχήν τα τραγικά αποτελέσματα των προοδευτικών ψευδολογιών, πικραθήκαμε από τον πολιτικό λόγο ασυνέπειας των ηγεσιών της αριστεράς και προσπαθήσαμε να ισορροπήσουμε στο σχοινί του τρόμου. Μεταξύ φτώχειας και ενός πρωτόγνωρου κοινωνικού ολοκαυτώματος.
Κάποιοι μάτωσαν αλλά άντεξαν. Η πλειοψηφία όμως δεν είχε άλλες δυνάμεις να αντισταθεί στις συμπληγάδες της κρίσης. Λύγισε και αναζήτησε βοήθεια…
Βλέπετε, οι καιροσκοπικές αντιλήψεις δεν εκλείπουν ούτε από τη σημερινή συγκυβέρνηση και το 2015 ζήσαμε τα ακριβώς αντίθετα, όταν μας μίλαγαν περί επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 752 ευρώ, όταν ακούγαμε το σύνθημα «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη», ότι κανένας δεν θα πληρώσει ξανά ΕΝΦΙΑ και πως δεν θα υπάρξει καμία νέα μείωση στις συντάξεις.
Ζήσαμε το απόλυτο χάος και ένα πρωτόγνωρο αλαλούμ πολιτικών επιλογών διαμέλισε την όποια εναπομείνασα κοινωνική συνοχή. Αυτό άλλωστε αποτυπώνουν και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, με τη συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων να ατενίζει το μέλλον με απαισιοδοξία και ουδείς να μη νιώθει ότι οι συνθήκες θα καλυτερεύσουν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα σε έρευνα του «ΒΗΜΑΤΟΣ», το 69,5% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι το 2015 ήταν «έτος απογοήτευσης», ενώ ένα 55,1% είπε πως «τα πράγματα θα χειροτερέψουν». Μάλιστα, το 71,5% των ερωτηθέντων απάντησε ότι η Ελλάδα πήγε προς το χειρότερο, ενώ σε ό,τι αφορά την προσωπική και οικογενειακή οικονομική κατάσταση είπαν σε ποσοστό 65,6% ότι η κατάσταση χειροτέρεψε.
Πώς όμως να μη διαγράφεται ζοφερό το μέλλον μας; Τι έχει γίνει στην παιδεία, την έρευνα και την τεχνολογία, πυλώνες της κοινωνίας και της οικονομίας οι οποίες από μόνες τους θα μπορούσαν να αποτελέσουν το έναυσμα για ένα καινούριο ξεκίνημα; Σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό και ερευνητή κ. Γιάννη Ιωαννίδη* η μεγάλη και διαχρονική αρρώστια της Ελλάδας είναι η εξόντωση, όχι των μικροβίων, αλλά των… αρίστων.
Ο διεθνούς φήμης πανεπιστημιακός σε ομιλία του με τίτλο «μετριοκρατία ή αξιοκρατία» αναφέρθηκε στο ΑΕΠ της χώρας για την έρευνα και την τεχνολογία το οποίο δεν ξεπερνά το 0,6% (ίδιο με αυτό της Ουγκάντα) όταν «μόνο ο προϋπολογισμός κάποιων λίγων μεταγραφών μιας μεγάλης ελληνικής ποδοσφαιρικής ομάδας της Αθήνας είναι πολύ υψηλότερες από το σύνολο των χρημάτων που δαπανώνται στα Πανεπιστήμια της χώρας».
Ωστόσο, όπως συμπλήρωσε, «παρόλο που σαν λαός είμαστε το 0,2% του παγκόσμιου πληθυσμού, το 3% των κορυφαίων επιστημόνων του κόσμου, με βάση την απήχηση στη διεθνή βιβλιογραφία, είναι Έλληνες οι οποίοι δυστυχώς (ποσοστό 90%) ζουν στο εξωτερικό».
Και βέβαια ουδείς από αυτούς είναι γνωστός στην ελληνική κοινωνία, πέρα από κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις, καθώς η ίδια τους η χώρα επένδυσε στην αναξιοκρατία, παραμένοντας αγκυλωμένη στη μετριοκρατία.
Από τη μια πλευρά, λοιπόν, έχουμε μια ηγεσία που ποδοπατεί και καταδιώκει την αριστεία με τα λαμπερά μυαλά να απουσιάζουν από μια κοινωνία που βράζει και από την άλλη έχουμε έναν λαό εθισμένο πλέον στην απαισιοδοξία.
Όμως αυτή είναι η στιγμή που έχουμε ανάγκη από νέες φωνές. Καινοτόμους και ταλαντούχους οραματιστές, πέρα και έξω από κόμματα και ηλικίες. Η κοινωνία χρειάζεται μια νέα ελπίδα, βγάζοντας επιτέλους στο περιθώριο τις άνανδρες και ανήθικες φωνές.
Οφείλουμε να αναζητήσουμε τη χαμένη μας γνησιότητα, να γεννήσουμε νέους φιλοσόφους και να επανατροφοδοτήσουμε την αρετή της ηθικής μας.
Κανένα μνημόνιο –και όσα ακόμη έρθουν– δεν θα μας βγάλει από τα αδιέξοδα αν δεν αποφασίσουμε ποιο δρόμο θέλουμε να ακολουθήσουμε. Αυτόν του κάλλους της αρετής ή της φαυλότητας και των ψευδαισθήσεων.
Μπροστά μας έχουμε μεγάλες προκλήσεις και πρέπει να βρούμε ηγεσίες με όραμα και σχέδιο. Να γίνουμε ένας λαός των ευκαιριών χτίζοντας σταθερά θεμέλια και όχι διορθώνοντας ένα διαλυμένο οίκημα.
Το 2016 ας είναι η ευκαιρία για νέες και σταθερές κοινωνικές βάσεις.
Είναι ένα στοίχημα που δεν πρέπει να χάσουμε. Άλλωστε, δεν έχουμε χρόνο και για άλλες οπισθοδρομικές θολές ελπίδες.
*Ο καθηγητής Γ. Ιωαννίδης έχει την έδρα C.F. Rehnborg Πρόληψης Νοσημάτων στο Stanford, ενώ έχει διατελέσει πρόεδρος και καθηγητής στο Johns Hopkins, στο Tufts, στο Harvard και στο Imperial College.