Τετάρτη, 4 Δεκεμβρίου, 2024 - 07:34

Ένας γνήσιος εκλεκτικός

Ντυμένος αιωνίως στα λευκά, με τα μήλα στο πρόσωπό του λίγο κόκκινα, τη φωνή μόλις να βγαίνει και όμως, να αναγκάζεται από το αεικίνητο μυαλό του να γνωμοδοτεί. Ό,τι έκανε με πείσμα μια ζωή. Νύκτες ωραίων συναθροίσεων ήταν που ο γέροντας έφηβος έλαμπε. Να ήταν άραγε ο ίδιος ή ο μύθος του;

Του Χρήστου Σιάφκου*

Πλησίαζε πια το 1989 όταν ο ζωγράφος θα αποδημούσε, για να ζήσει έκτοτε μέσα από μνήμες των ελαχίστων που απέμειναν από τη γενιά του ’30 κι εκείνων που έστω την ακράγγιξαν, αλλά και ως ζώσα εικόνα στους πίνακες, στα κείμενα που έγραψε, στις μακέτες των σκηνικών, στα κοστούμια που σχεδίασε.

«Γεννήθηκα στα 1910 στο Πασαλιμάνι, σ’ ένα τυπικό νεοκλασικό σπίτι» αφηγείτο ο ίδιος στην Ειρήνη Φλώρου. «Πατέρας μου ήταν ο Αθανάσιος, έμπορος από την Αρκαδία και μητέρα μου η Μαρία το γένος Μοναρχίδη, απόγονος της Ψαριανής Μαρίας Μοναρχίδη, κυρίας επί των τιμών στην αυλή του Όθωνα».

Στα επτά του χρόνια ζωγραφίζει ήδη, στα 19 του εντυπωσιάζεται από τα μωσαϊκά στο Δαφνί όπου πηγαίνουν οικογενειακώς με άμαξα, στα 12 παίρνει μαθήματα ζωγραφικής από τον ειδικευμένο στα παιδιά ζωγράφο Πικ. Σ’ εκείνη την ηλικία ήδη συνειδητοποιεί την ύπαρξη δύο κόσμων και δύο παραδόσεων –της ανατολικής και της δυτικής– σε όλα τα επίπεδα, από το ντύσιμο ως τη ζωγραφική.

Την ίδια εκείνη εποχή υπήρχε ένα ακόμη ερέθισμα που θα τον έφερνε κοντά στο θέατρο. Έγραφε σχετικά: «Το αντικείμενο που μάγευε την παιδική μου διαίσθηση ήταν το θέατρο παντομίμας του Χρυσοστομίδη στο Πασαλιμάνι. Ένα από τα μόνιμα έργα του ήταν η Γενοβέφα».

Στις αρχές της δεκαετίας του ’20 η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα, στην οδό Ερμού, κοντά στο Μοναστηράκι. Ο Τσαρούχης ζωγραφίζει εντατικά με ακουαρέλες νεκρές φύσεις, κτίρια και προσωπογραφίες.

Το 1928 τελειώνει το 1ο Γυμνάσιο στην Πλάκα και μπαίνει το θέμα των σπουδών του.

«Στα 17 χρόνια μου, ο πατέρας μου με ρώτησε αν είναι σοβαρά αυτά που έλεγα στους άλλους, ότι δηλαδή θα γίνω ζωγράφος. Και πρόσθεσε: “Αν μπορείς να με διαβεβαιώσεις ότι έχεις ταλέντο και ότι θα γίνεις ένας ζωγράφος σαν τον Πάνο Αραβαντινό, τότε με την ευχή μου! Αλλά αν αποτύχεις, τι θα γίνει;”.

“Δεν μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι έχω ταλέντο” του είπα. “Ένα πράγμα μπορώ να σου πω και γι’ αυτό είμαι σίγουρος, ότι έχω υπομονή κι επιμονή”. ‘‘Κάνε ό,τι θέλεις. Σπούδασε όμως και μια επιστήμη”, μου απάντησε. Αυτό με υποχρέωσε να πάω στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου».

Βυζάντιο και μοντερνισμός

Από το 1930 ως το 1934 στη ζωή του ζωγράφου θα μπουν τα πρόσωπα που θα τον καθορίσουν, ο Φώτης Κόντογλου, οι αντίποδές του Πικιώνης και Παρθένης, η Αγγελική Χατζημιχάλη και, τέλος, ο Κάρολος Κουν, που μαζί με τον Δ. Δεβάρη και τον Τσαρούχη θα ιδρύσουν τη «Λαϊκή Σκηνή».

«Η ιδέα της ελληνικής παραδόσεως ήρθε με τη γνωριμία μου με τον Κόντογλου, που τον γνώρισα στα 1927 και του οποίου έγινα μαθητής και βοηθός το 1931. Τη μοντέρνα τέχνη μάς τη δίδαξε σε ομιλίες και βεγγέρες ο Δημήτρης Πικιώνης, που ήταν διπλός δάσκαλος, του παλιού και του μοντέρνου. Όταν πήγα στο Παρίσι το ’35 είχα σταθμεύσει προηγουμένως στην Κωνσταντινούπολη, εκεί είδα τα σπουδαία μωσαϊκά που είχε ανακαλύψει τότε ένας Αμερικάνος αρχαιολόγος, ο Γουίτμορ. Ήδη είχα απαρνηθεί τη σχολή του Κόντογλου το 1934, χωρίς ποτέ να την αψηφήσω», έγραφε. Ο δε Κόντογλου πολύ αργότερα, απαντώντας σε ερώτηση του Κώστα Τσιρόπουλου, έλεγε: «Ήταν ευγενής και σεμνός, πρόθυμος και καλός. Αμέσως έδειξε πως καταλάβαινε σωστά τη ζωγραφική. Κρίμα που έφυγε από τα βυζαντινά!».

Το 1935 ο Τσαρούχης πηγαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει χαλκογραφία. Συμφοιτητές του είναι ο Ερνστ και ο Τζακομέτι. Τότε θα γνωριστεί και με τον Τεριάντ, που έχει ήδη συγκεντρώσει τη συλλογή του με έργα του Θεόφιλου.

Νέος με άσπρα λινά

Θα επιστρέψει στην Ελλάδα, θα συνεχίσει να ζωγραφίζει και να εργάζεται για το θέατρο και θα μαθητεύσει στον Σωτήρη Σπαθάρη. Έγραψε ο ίδιος για το θέατρο σκιών: «Ο Καραγκιόζης ήταν για μένα ένα μεγάλο σχολείο μεγάλων διδαγμάτων, εκτός προγράμματος πάντοτε. Εκεί έμαθα τι θα πει από σκηνής άσμα, εκεί κατάλαβα πόσο το τραγούδι ήταν απαραίτητο στην αρχαία τραγωδία για να εκφράσει τα ανέκφραστα, αυτά που ο λόγος δεν μπορούσε να εκφράσει. Εκεί συνέλαβα μια χιμαιρική ιδέα του τι θα μπορούσε να ήταν ένα σοβαρό ελληνικό μελόδραμα, ακούγοντας τα κλέφτικα και τους αμανέδες να γεμίζουν τον ουρανό, που φαινόταν κατάμαυρος πλάι στο φωτισμένο πανί».

Ο Ρεμπό της ζωγραφικής

Το 1938 κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα του Θ. Αλεξόπουλου, στην οδό Νίκης 13, που είχε ειδικά γι’ αυτόν μεταβληθεί σε γκαλερί. Εκθέτει 21 σκηνογραφίες και ακουαρέλες, έργα μιας δεκαετίας. Οι κριτικές είναι διττές. Κάποιοι έγραψαν πως «δεν επιτρέπεται να εκθέτει ένας ζωγράφος που δεν γνωρίζει να ζωγραφίζει». Όμως ο Δημήτρης Καπετανάκης στα «Νέα Γράμματα» του Κατσίμπαλη, σ’ ένα μακρύ άρθρο του με τίτλο «Επιστροφή στις πηγές», τον χαρακτηρίζει ως «έναν τερατώδη έφηβο» και ως τον «Ρεμπό της ζωγραφικής».

Με τον πόλεμο του ’40 ο Τσαρούχης στρατεύτηκε στο 6ο Τάγμα Μηχανικού και παρά τις σκληρές δουλειές οδοποιίας, «μου έμενε καιρός να ζωγραφίζω». Τα χρόνια της Κατοχής θα είναι δύσκολα. Οι γονείς του δεν θέλουν να ζωγραφίζει στο σπίτι της 3ης Σεπτεμβρίου, που ζει πια η οικογένεια. Οι σχέσεις του με την οικογένεια, ειδικότερα με την αδελφή του Κική, δεν είναι οι καλύτερες.

Το 1951 ο Τσαρούχης εκθέτει στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Λονδίνο. Πουλάει έργα του και οι κριτικές είναι καλές. Εκθέτει και στην Αθήνα, στην Πανελλήνια στο Ζάππειο, όπου η αστυνομία τον υποχρεώνει να κατεβάσει ένα έργο μ’ έναν γυμνό κι έναν ντυμένο ναύτη.

Το 1958 γνωρίζεται και με τον Αριστοτέλη Ωνάση. Ήταν στην παρουσίαση της «Μήδειας» του Κερουμπίνι με τη Μαρία Κάλλας και σκηνοθέτη τον Αλέξη Μινωτή.

Ο Τσαρούχης θα συνεχίσει να εργάζεται ακατάπαυστα στο θέατρο αλλά και να ζωγραφίζει. Εκθέτει τόσο στο Παρίσι όσο και στην Αθήνα. Και στη Γαλλία θα βρει τελικά καταφύγιο στα χρόνια της χούντας, αρχικά στο Παρίσι και στη συνέχεια στο μικρό αγροτόσπιτο που είχε αγοράσει στο Μερί. Αιτιολογώντας την απόφασή του να φύγει από την Ελλάδα είχε πει στον Νίκο Κούνδουρο: «Φοβάμαι, φοβάμαι μη με σπρώξουνε αυτοί κάποια στιγμή, έτσι, ξέρεις πως σπρώχνουν αυτοί άμα πέσεις στα χέρια τους…».

Από τα ίδια σκληρά χρόνια υπάρχει και η μαρτυρία της Άννας Συνοδινού: «Το 1971 συνάντησα τον Τσαρούχη στο Παρίσι. Την πρώτη φορά ειδωθήκαμε τέσσερις ώρες. Τη μεθεπόμενη πάλι στο ίδιο μέρος, έδωσε απάντηση στο επίμονο ερώτημά μου: “Γιάννη, είσαι ευφυής. Θέλω να μου πεις τη βαθύτερη εκτίμησή σου για την καταστροφή που περνά η πατρίδα μας με τη δικτατορία. Ποιος διοικεί τέλος πάντων την Ελλάδα;”.

“Παιδί μου, όχι μόνο την Ελλάδα αλλά όλα γύρω μας τα διοικεί ο Ραβίνος… “. Και καθώς δεν πρόφερε το γράμμα ρο, η λέξη γινόταν ακόμη πιο μυστηριώδης: “Ο Γαβίνος παιδί μου… “.
“Ποιος είναι αυτός; Ποιος Ραβίνος;…”.

“Παιδί μου, ένας ηθοποιός να είναι βλάξ και απληροφόρητος. Μάθε Ιστορία για να ρυθμίσεις τη στάση σου στα φαινόμενα. Εγώ δεν μπορώ να ζω στην Ελλάδα. Εκνευρίζομαι, φλυαρώ, δεν μπορώ να το βουλώσω. Μπορεί να με συλλάβουν και να με εξευτελίσουν. Θα με κακοποιήσουν για να θίξουν το κύρος μου, την αξιοπρέπειά μου. Θα χρησιμοποιήσουν την προσωπική μου ζωή για να αποδείξουν πόσο ανάξιος είμαι για να πολεμώ για την πατρίδα μου…”.

Μου έκανε ολόκληρη ανάλυση για το πρόβλημα Ισραήλ – Αράβων – Παλαιστινίων, του πολέμου των έξι ημερών Ισραήλ – Αιγύπτου, για την παρουσία του Νταγιάν στην Αθήνα τη νύχτα του πραξικοπήματος 21/4/67, για τον έλεγχο των λιμανιών και των αεροδρομίων της πατρίδας μας, που μόνο με δικτατορία στρατιωτική μπορούσε να γίνεται, και και και».
Από εκείνη την περίοδο και ως το τέλος με κορυφαίο σταθμό τις «Τρωάδες» που ανέβασε ο ίδιος στο υπαίθριο γκαράζ της οδού Καπλανών, ο βίος του Γιάννη Τσαρούχη υπήρξε μια σεκάνς όπου η δημιουργία πήγαινε αντάμα με την απόλυτη καταξίωση. Ο σοφός γέροντας πια της ζωγραφικής και του θεάτρου είχε γίνει ένα must της αθηναϊκής ζωής. Τον έβλεπες σε βερνισάζ, δεξιώσεις, πρεμιέρες. Η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα δεν είναι άδικη γράφοντας ότι η ζωγραφική του είχε ταυτιστεί με θαυματουργική εικόνα.

Σπουδή για το μήνα Μάιο, μωβ φανέλα

Παρά ταύτα, τα καφενεία, οι ναύτες, τα ζεϊμπέκικα, οι μήνες, οι εποχές, τα νεοκλασικά, τα πορτρέτα φαγιούμ, οι αναβιώσεις των «Ορνίθων» δεν αποτελούν απλώς υψηλή τέχνη. Είναι παρηγορία τα έργα, ένα είδος μετάληψης, που για τόσο δα λιγάκι μεταβάλλει σε αναμάρτητους όλους εμάς τους πρόσκαιρους εκδρομείς αυτού του κόσμου.

*Το κείμενο του Χρήστου Σιάφκου, δημοσιογράφου και συγγραφέα, συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο για τον Γιάννη Τσαρούχη, που κυκλοφόρησε η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» το καλοκαίρι του 2009, στη σειρά «λέσχη αθανάτων».