Σωτήρης Σόρογκας: Ανάλγητοι εκτελεστές

Πιστεύω ότι η Αριστερά στον τόπο μας ήταν και όπως απεδείχθη, νομίζω ότι είναι ακόμα ένα ισχυρότατο ιδεολογικό νεφέλωμα, όμοιο άλλωστε με άλλα ιδεολογήματα. Έχει όμως βασικά ανθρώπινα αιτήματα, όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η ισότητα και γενικά ό,τι επί αιώνες στερείται ο φτωχός άνθρωπος απ’ την εκάστοτε άρχουσα τάξη.
Πρόλογος
Βαθιά ποιητικός, γνήσιος Έλληνας. Αυτά τα ελάχιστα θα έλεγα εάν μου ζητούσαν να περιγράψω με λίγες λεξούλες τον ζωγράφο Σωτήρη Σόρογκα. Κι αν έπρεπε να γίνω πιο εκτενής, στα χαρακτηριστικά που τον συνθέτουν, και που αντανακλώνται στα έργα του, θα άθροιζα την γλυκιά ευγένεια, την εγκάρδια καλοσύνη, την αγαθοσύνη της πράας φωνής και –βέβαια, την πνευματική συγκρότησή του.
Αναρωτήθηκα για πολλά αμέσως μετά την συνάντησή μου με τον Σωτήρη Σόρογκα. Πρωτίστως, από πού ανέσυρε, σε καιρούς ασύλληπτων πνευματικών και ηθικών αποχρωματισμών, όλα ετούτα τα δυσεύρετα χαρίσματα και κατάφερε να χρωματίσει με φως την ζωή του –και μαζί μ’ αυτήν την συμπεριφορά και τα έργα του.
Δεν έχω βέβαιες τις απαντήσεις. Μονάχα εικασίες μπορώ να κάνω. Υποθέτω ότι οι «τόποι» του απ’ όπου αντλεί τα χαρίσματά του είναι οι ρίζες του. Οι προσωπικές -οικογενειακές του καταγωγές και οι απαρχές τού Γένους του. Εκκινεί από την οικογενειακή του ανατροφή και προχωρώντας –πότε μπροστά, πότε πίσω- φτάνει στις μεγάλες «βρυσομάνες» της πατρίδος. Εκεί, δίπλα στις ανθισμένες λεμονιές και τους ξανθούς σιτοβολώνες, όλα τους λιοπερίχυτα και φεγγαρολουσμένα, θα σκύψει και θα πιει τα θαλερά τα νάματα, θα αντλήσει τα χαρίσματά του…
Όλο αυτό το μεγάλο του διάβα, στη θρησκεία, στις παραδόσεις, στην γραμματεία, νομίζω πως αποτυπώνεται στο έργο του. Αιχμαλωτίζει το παρελθόν όχι για το καταδικάσει, αλλά για να το απελευθερώσει. Είναι σαν να θέλει να δώσει μιλιά στη σιωπή. Συμπάσχοντας μαζί τους, ανοίγει διάλογο με τα ερείπια· διάλογο αγάπης για να τα ανορθώσει και να τα φέρει ακμαία και ζώντα στο σήμερα. Προσφέρει μνήμη στα ξεχασμένα και τα τεθνεώτα. Προσδίδει κίνηση στις άψυχες πέτρες, αρνούμενος να δεχτεί ή, μάλλον, αντιστεκόμενος στον νόμο ότι η ζωή είναι κάτι που θα φύγει· είναι κάτι που θα εκλείψει· είναι κάτι σε αναμονή προς αναχώρηση…
Όλα ετούτα υπό το «αγγελικό και μαύρο φως, γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου» του Σεφέρη, υπό τον «ήλιο κυκλοδίωκτο ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως» του Κάλβου. Μήπως η ζωγραφική του είναι η προσπάθεια της Ελλάδος να ανασηκωθεί επί των ερειπίων της και να επανεκκινήσει την Ιστορία της;
Κυρίες και κύριοι, ο στοχαστής ζωγράφος Σωτήρης Σόρογκας στην Boulevard.
-Πριν μιλήσουμε κ. Σόρογκα για την τέχνη σας, να μου επιτρέψετέ να ξεκινήσω την συζήτηση από την πατρίδα μας. Με τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα, αλλά και για τα προηγηθέντα και για τα προσεχή. Νομίζω πως οι πολίτες έχουν ανάγκη να ακούσουν τις απόψεις των ανθρώπων του πολιτισμού για όλα όσα τους επηρεάζουν την ζωή και την καθημερινότητά τους. Κατ’ αρχάς πείτε μου «τις πταίει» για την χρεοκοπία της Ελλάδος; Την κρίση που βιώνουμε. Ή μιλάμε για κάτι βαθύτερο, μία γενικότερη παρακμή αξιών;
Ευγενικέ φίλε κύριε Παρασκευόπουλε, η διατύπωση της ερωτήσεως σας με τιμά ιδιαιτέρως και σας ευχαριστώ, αφού με θεωρείτε πρωτίστως άνθρωπο του πολιτισμού από τον οποίο μάλιστα, οι πολίτες έχουν ανάγκη να ακούσουν τις απόψεις του. Ωστόσο, οι απόψεις που θα σας εκφράσω δεν διεκδικούν καμία ορθοκρισία και συνεπώς είναι άμοιρες προτροπών ή υποδείξεων , πόσο μάλλον όταν η κουβέντα μας αυτή αφορά την πατρίδα μέσα στην δίνη των ημερών μας, με τα γνωστά σε όλους μας αδιέξοδα και τις αιτίες που τα προκαλούν. Πιστεύω με άλλα λόγια, ότι η πολυπλοκότης της απαντήσεως στο «τις πταίει» θα απατούσε πολυεπίπεδες προσεγγίσεις σε πολλούς τομείς –κοινωνικούς πρωτίστως, αλλά και ιστορικούς ή πολιτισμικούς- η δυσκολία των οποίων, είναι βέβαιο, ότι ακυρώνει εκ προοιμίου μονολεκτικές ή συνοπτικές απαντήσεις.
-Πως κρίνετε την σημερινή κυβέρνηση; Κι αν διέψευσε σε κάτι, ποιο είναι αυτό; Διέψευσε τους πολίτες; Τις ιδέες της Αριστεράς; Μήπως με τον Σύριζα καταπέφτει ένα ολόκληρο ιδεολογικό σύμπαν που καλλιεργήθηκε από την Μεταπολίτευση και μετά, το οποίο ηγεμόνευσε – παγίδευσε, με τα θετικά ή τα αρνητικά του, ολόκληρη την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου;
Η σημερινή κυβέρνηση κατά τη γνώμη μου, ολοκληρώνει την τραγωδία της δεκαετούς μεγάλης ελληνικής κρίσεως, η οποία ήδη σοβούσε. Με τον «ΣΥΡΙΖΑ», ο τόπος δέχτηκε τα τελευταία τέσσερα χρόνια την χαριστική βολή από ιδιαζόντως ανάλγητους εκτελεστές και ανυποψίαστους ασεβείς, για το τί εκπροσωπούν στην κυβέρνηση του τόπου και τί έχουν αναλάβει να υπηρετήσουν. Νομίζω ακόμη, ότι αποδείχθηκαν εξόχως ανάξιοι και ιδιαζόντως δόλιοι, αφού δια ψευδών υποσχέσεων εξαπάτησαν μεθοδικά αλλά και ιδιαιτέρως ανενδοίαστα τους πολίτες, υποκλέπτοντας την ψήφο τους. Θεωρώ επίσης πρωτοφανές και προδήλως αναπάντεχο, ότι ο ελπιδοφόρος για μεγάλο αριθμό ανθρώπων αριστερός ιδεολογικός χώρος ανέτρεψε με την ηγεσία του απροσχημάτιστα και επαίσχυντα, ό,τι λίγο πριν τον συνιστούσε ή έστω νομίζαμε ότι τον συνιστά και χάρη του οποίου κέρδισε τις εκλογές. Με άλλα λόγια, η αναδυθείσα παντελής έλλειψη ήθους και μάλιστα κατ΄ εξακολούθηση από την πολιτική μιας δηλωμένης αριστερής κυβέρνησης, κατέστη τραυματική όσο και αδιανόητη, ιδιαίτερα δε, για εκείνους τους παλαιούς ιδεολόγους που αγωνίστηκαν και υπόφεραν για ό,τι πίστευαν.
-Ο αριστερόστροφος είναι ο πιο επικίνδυνος φασισμός; Συμμερίζεστε την άποψη του Θεοδωράκη;
Θα έλεγα ότι είναι και οι δύο ο ίδιος ψεύτικος παράς. Ο μαύρος σου λέει αμέσως ποιος είναι και ο κόκκινος σε εξαπατά υποσχόμενος. Γιατί όταν γίνεται εξουσία πράττει ακριβώς εκείνα τα οποία καταγγέλλει.
-Έχει μέλλον ο Σύριζα; Έχει μέλλον η Αριστερά στην Ελλάδα;
Πιστεύω ότι η Αριστερά στον τόπο μας ήταν και όπως απεδείχθη, νομίζω ότι είναι ακόμα ένα ισχυρότατο ιδεολογικό νεφέλωμα, όμοιο άλλωστε με άλλα ιδεολογήματα. Έχει όμως βασικά ανθρώπινα αιτήματα, όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η ισότητα και γενικά ό,τι επί αιώνες στερείται ο φτωχός άνθρωπος απ’ την εκάστοτε άρχουσα τάξη. Μετά τον εμφύλιο νομίζω, ότι η ήττα του αριστερού κινήματος, είχε δημιουργήσει σε μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού ένα αίσθημα πίκρας και απογοήτευσης για μια αναμενόμενη άνοιξη που δεν ήρθε ποτέ. Το αίσθημα αυτό νομίζω, πως το εξέφρασαν κυρίως οι ποιητές αυτής της γενιάς όπως ο Πατρίκιος, ο Αναγνωστάκης, ο Λυκιαρδόπουλος, ο Λεοντάρης, ο Λειβαδίτης και άλλοι που πλήρωσαν την ιδεολογία τους με διώξεις , εξορίες και θανάτους. Ο Θωμάς Γκόρπας όμως, της νεότερης γενιάς και της «ματωμένης πιάτσας» δεν είδε μόνο τους «Λαυρέντιους» του Αναγνωστάκη όταν έγραφε αποσυρόμενος: «Κομμουνιστής στα λάχανα και στα λεφτά χασάπης». Ωστόσο, το αιωρούμενο αίσθημα μιας αδικημένης αριστεράς που γέρασε με «ανεόρταστα νιάτα» όπως αναφέρει ο Γιάννης Καλιόρης, με κοινωνικούς αποκλεισμούς και ξερονήσια, κατάφερε ωστόσο, να πάρει τη ρεβάνς λίγο αργότερα κατοικώντας στα καταλύματα του ΠΑΣΟΚ, των Πανεπιστημίων, του Τύπου και των συνδικάτων, εκπροσωπώντας μέσω της «ανανεωτικής αριστεράς και της προόδου», την πνευματική ηγεσία του τόπου. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ απεδείχθη ο σφετεριστής αυτού του αριστερού οράματος, το οποίο χρησιμοποίησε, κατορθώνοντας να κερδίσει την εξουσία. Ωστόσο, η νίκη αυτή συνετελέστη και λόγω συγκυριών, αλλά και αδίστακτων μεθοδεύσεων που χρησιμοποίησε προς επίτευξη του σκοπού. Πιστεύω όμως ότι η πολιτική του αυτή τσάκισε ανηλεώς, το αριστερό αυτό όραμα, σε κείνο ακριβώς το στοιχείο που το συνιστούσε, δηλαδή το ήθος. Γι’ αυτό νομίζω, ότι θα σβήσουν σύντομα. Η αναζήτηση ωστόσο ενός οράματος θα συνεχιστεί με άλλες μορφές και άλλα σχήματα γιατί το αίτημα των ανθρώπων για δικαιοσύνη, ελευθερία, ισότητα και αξιοπρέπεια είναι εγγενές.
Είναι αλήθεια ότι βιώνουμε -ο καθένας με τον τρόπο του- ένα «σήμερα» χωρίς ελπίδα και χωρίς όραμα. Είναι πράγματι οι μέρες μας βαριές με μια απροσδιόριστη ανησυχία διαρκώς παρούσα. Συχνά, έρχεται στο νου μου το «απέσβετο και λάλον ύδωρ». Εύχομαι αυτό το αίσθημα αδιεξόδου να φύγει μαζί με αυτούς που το δημιουργούν.
-Ποια είναι η άποψη σας πάνω στο θέμα των ημερών, το «Μακεδονικό»;
Θα σας έλεγα ότι είναι συνεχής η έκπληξη μου για την απίστευτη και παράλογη διεκδίκηση των Σκοπιανών. Η πλήρης απουσία αιδούς προσωποποιεί την γελοιότητα, όταν αναρτούν στις πλατείες τους τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Φίλιππο ή τον Αριστοτέλη έστω και αν τώρα τους αποκαθήλωσαν εξ ανάγκης. Σλάβοι που κατοίκησαν την αρχαία Παιονία και σε μικρό ποσοστό εδάφους της Μακεδονίας περισσότερο από 600 χρόνια μετά την ακμή της, διατηρώντας την Βουλγάρικη γλώσσα τους μέχρι σήμερα, απαιτούν επίμονα να ονομάζουν Μακεδονική ένα ιδίωμά της. Εκπλήττομαι ωστόσο, γιατί αυτοί οι Σέρβοι αποποιούνται την ιερότητα της καταγωγής τους, η οποία πιστεύω ότι είναι συνυφασμένη σε κάθε άνθρωπο. Η πολιτική αυτή των Σκοπιανών είναι ίδια με την κτηνώδη απαίτηση των Τούρκων που διεκδικούν κι αυτοί ως δικά τους τρισχιλιετή ελληνικά νησιά ή βραχονησίδες στο κέντρο του Αιγαίου. Η συμφωνία των Πρεσπών πιστεύω ότι είναι απαράδεκτη, ενδοτική και απάδουσα της ελληνικής υπερηφάνειας. Εύχομαι να μην βρεθούν Έλληνες βουλευτές να την ψηφίσουν.
-Πως θα περιγράφατε μια καλή κυβέρνηση, για να μην πω ιδανική, η οποία θα ήταν χρήσιμη για την Ελλάδα; Τι πρέπει να γίνει;
Με την ερώτηση σας θυμήθηκα κάτι που συνέβη πριν από πολλά χρόνια, όπου ο Γιώργος Πηλιχός είχε ρωτήσει σε μια συνέντευξη τον Γιάννη Τσαρούχη, τί περιμένει από την νέα κυβέρνηση και εκείνος απάντησε: «Πριν απ’ όλα ν’ αγαπάει την Ελλάδα». Πιστεύω κι εγώ ότι κάτι τέτοιο είναι θεμελιώδες, γιατί δυστυχώς συμβαίνει σε τεράστιο ποσοστό, οι πολιτικοί να αγαπάνε πολύ περισσότερο τον εαυτό τους από την Ελλάδα. Όσο για μένα, θα σας έλεγα ότι μόνο σε επίπεδο ευχών θα μπορούσα να διατυπώσω «ιδανικές λύσεις» στο τεραστίων διαστάσεων εθνικό μας πρόβλημα και μάλιστα σε ώρες οξύτατης κρίσεως. Ευχές, που όλοι μας θα θέλαμε να πραγματοποιηθούν, αλλά κάτι τέτοιο φαντάζει ανέφικτο. Διότι ποιοι πράγματι απ τα κόμματα θα συμφωνούσαν σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητος από πρόσωπα κοινής αποδοχής με υψηλό ήθος και αναγνωρισμένες ικανότητες; Θεωρώ αναγκαίο να υπάρξει σύντομα ένας σχεδιασμός προς αποτροπή τόσο του Τουρκικού επεκτατισμού στην Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και του αλυτρωτισμού της Αλβανίας και των Σκοπίων, οι οποίοι είναι προφανείς και προκλητικοί.
-Πιστεύω, ακόμη, ότι θα ήταν επείγον να ληφθούν μέτρα για την ανάσχεση της δημογραφικής μας καταστάσεως που την επιδεινώνει και η φυγή των νέων ανθρώπων.
-Να σταματήσει πάραυτα, η εγκληματική πολιτική των ανοιχτών συνόρων, διακόπτοντας τις ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές, διότι έχει ήδη συντελεστεί η αλλοίωση του κοινωνικού μας ιστού με τον ορατό κίνδυνο να βρεθούμε σε λίγα χρόνια μειονότητα στον τόπο μας.
-Αναδιάρθρωση της Παιδείας στο περιεχόμενο της γνώσεως, αλλά και ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Επισημαίνω τον ανθελληνισμό των «προοδευτικών» εθνομηδενιστών σε όλο το φάσμα των Σχολείων μας, ως τεράστιο και επικίνδυνα διαβρωτικό των συνειδήσεων της νέας γενιάς.
-Ανασυγκρότηση της παραγωγής σε κάθε μορφή δραστηριότητος και σταδιακή αποδέσμευση, κατά το δυνατόν, της οικονομίας απ’ τα πολυεθνικά τραστ του μεγάλου κεφαλαίου.
- Επιτάχυνση του χρόνου αποδόσεως δικαιοσύνης και πάταξη της εγκληματικότητος που κατέστη ο εφιάλτης του Έλληνα πολίτη.
Σταματάω εδώ να κάνω ευχές, γιατί όπως όλοι μας διαπιστώνουμε καθημερινά, αυτές τις ευχές χρειάζεται κάθε τομέας της κοινωνικής μας ζωής.
-Μήπως το «παιγνίδι» είναι στημένο; Προκαθορισμένο, ίσως; Ο πολίτης, ας έχει το δικαίωμα της ψήφου, μήπως δεν καθορίζει πλέον τις εξελίξεις; Μήπως έπαψε να είναι ο πρωταγωνιστής, έχοντας την αίσθηση –την πεπλανημένη βεβαίως, ό,τι ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις; Κάτι ανάλογο μήπως ισχύει και στα κόμματα; Μήπως υπηρετούν υπέρτερα συμφέροντα απ’ αυτά του δημοσίου και του εθνικού; Μήπως τους κανόνες τους καθορίζουν πλέον εκατό τοις εκατό οι αγορές, οι μεγάλοι μιντιακοί όμιλοι, οι πάσης φύσεως ελίτ –εν πολλοίς διεφθαρμένες και άπληστες; Μήπως η δημοκρατία μας, όχι μόνο στην Ελλάδα, έγινε σύμφωνα με τον Πασκάλ Μπρυκνέρ «μελαγχολική», και αυτός να είναι ο λόγος που οι πολίτες σε ένα μεγάλο ποσοστό στρέφονται ως αντίδραση στην ακροδεξιά; Τι λέτε για όλα αυτά;
Θα σας έλεγα, συμφωνώντας μαζί σας, ότι όλα αυτά για τα οποία ανησυχείτε πρέπει να έχουν μεγάλο ποσοστό αληθείας. Διότι η παγκόσμια επιτελική ελίτ ή καλύτερα η πολυεθνική μαφία που χειρίζεται την υψηλή τεχνολογία με τον τρόπο που να εξυπηρετεί τη συνεχή συσσώρευση κεφαλαίου, υπερφαλαγγίζει ακόμα και τα κράτη επιβάλλοντας μέσω του χρήματος, μοχλό της ισχύος τους- την δική της λογική, μιας δηλαδή αέναης ανάπτυξης του κέρδους ως αυτοσκοπό. Είναι πλέον ορατό, ότι μπορούν και νομοθετούν επεκτείνοντας τους σκοπούς τους όχι μόνο στον οικονομικό, αλλά και στον πολιτικό, στον κοινωνικό ή πολιτισμικό χώρο. Είναι ο αρπακτικός καπιταλισμός κατά τον Τσόμσκι που καθορίζει και τον διανοητικό περιορισμό των μαζών αναστέλλοντας την ανεξάρτητη σκέψη. Ο κόσμος ολόκληρος οδηγείται σε μια ομοιογενοποίηση και αλέθεται μέσα στη δίνη ενός πρωτοφανούς ανταγωνισμού σωμάτων και ψυχών, ανασαίνοντας όλο και πιο δύσκολα, μέσα στο σπίτι του, μέσα στη χώρα του, ανασφαλής και αγωνιών για ένα αύριο σκοτεινό και δυσοίωνο. Οι αναφερόμενες σήμερα ακραίες λύσεις επιβεβαιώνουν τα προβλήματα, αλλά και τα αιτήματα των ανθρώπων για σεβασμό και αξιοπρέπεια των όρων της ζωής τους.
O ζωγράφος Σωτήρης Σόρογκας με τον διευθυντή της Boulevard Στέλιο Παρασκευόπουλο
-Ας βάλουμε στο σημείο αυτό μια άνω τελεία στα θέματα αυτά κι ας μιλήσουμε για την τέχνη σας. Για την Ελλάδα μας θα τα συζητήσουμε πάλι στο τέλος. Τι είναι για εσάς η ζωγραφική κ. Σόρογκα; Έκφραση; Χρέος; Αποστολή; Καταφυγή; Λύτρωση;
Η ζωγραφική είναι ένας από τους πολλούς τρόπους, που αν πράγματι την αγαπάει κανείς, μπορεί να ζήσει εν ειρήνη. Η ζωγραφική ακόμα, στάθηκε για μένα αρωγός και μάλιστα με ιδιαίτερη στοργή και παρηγορία σε δύσκολες ώρες μου. Βρήκα έναν τρόπο για συνεχή εξομολόγηση που την είχα ανάγκη και έναν διάλογο για πράγματα που με γοήτευε να συνομιλώ μαζί τους περιγράφοντας τα και δηλώνοντας ταυτοχρόνως έναν ανερμήνευτο θαυμασμό μαζί με μια ψυχική συμμετοχή σε αυτά. Συνεπώς, θα σας έλεγα ότι η ζωγραφική είναι για μένα παρήγορο καταφύγιο και ταυτόχρονα ένας τρόπος να επικοινωνήσω βαθύτερα με τον αφανώς μυστηριώδη κόσμο που υπάρχει γύρω μας.
-Όταν ζωγραφίζετε ποια είναι η αίσθηση σας; Ό,τι συνδέετε την ματαιότητα της καθημερινότητος με την αιωνιότητα; Ό,τι νικάτε τη φθορά του χρόνου; Γενικά τι πιστεύετε, οι άνθρωποι έχουν ανάγκη τις ψευδαισθήσεις;
Σ΄ ένα κείμενό του ο Σεφέρης για τον Κάλβο λέει: «Φοβούμαι πως όταν διατυπώνουμε τέτοια ερωτήματα, ξεχνάμε ότι ο ποιητής όταν δουλεύει έχει μπροστά του ένα άσπρο χαρτί που πρέπει να υπερνικήσει..». Δεν ξέρω ποιοι μπορούν να σκέφτονται έτσι κατά τη διάρκεια μιας προσπάθειας να ζωγραφίσουμε κάτι. Για μένα, όλα έχουν μια απλή σειρά διότι το πρόβλημα είναι συγκεκριμένο. Για παράδειγμα, σε τί μέγεθος θα ζωγραφίσω το πηγάδι που είδα στην Αμοργό, πώς θα αναδειχθεί στο χώρο του τελάρου, τί έκταση θα καταλάβει το μαύρο του πυθμένα, πού θα σταθεί ο κουβάς και άλλα, συγκεκριμένα όμως προβλήματα που αφορούν το χτίσιμο του έργου, το οποίο απαιτεί συνεχώς λύσεις για το καθετί που το συνιστά. Σχήματα μικρά ή μεγάλα, καθώς και οι θέσεις τους στο χώρο. Πού συντελούνται οι εντάσεις και οι υφέσεις, σε ποιο σημείο του πίνακα θα υπάρχει η χρωματική ένταση και ένα σωρό άλλα ουσιώδη, από τα οποία εξαρτάται τελικά η επιτυχής έκβαση της προσπάθειας . Φυσικά, όσο ζωγραφίζεις –πέραν των προβλημάτων της κατασκευής, ο νους σου ταξιδεύει ανεξέλεγκτα σαν σε όνειρο, σε τοπία απρόσμενα, πρόσωπα ξεχασμένα, κουβέντες που ειπώθηκαν κάποτε και είχαν ξεχαστεί. Η διαδικασία αυτή σε απορροφά και χωρίς να καταλάβεις πως, βρίσκεσαι σε μια περίεργη ατμόσφαιρα σιωπής και ονείρου. Γι’ αυτό μου αρέσει να ζωγραφίζω αργά το βράδυ, όπου κανένα κουδούνι δε θα με διακόψει. Ποτέ, ωστόσο, δεν πέρασε από το νου μου, πως η εργασία αυτή έχει χαρακτήρα διαγγέλματος, υπερβάσεως, ή μυστικής αποστολής. Αυτά νομίζω ότι υπάρχουν στη λαϊκή μυθολογία για τον τρελό ζωγράφο. Για μένα η ζωγραφική είναι μια λυτρωτική εξομολόγηση προς τους «Αγίους Πάντες», για να θυμηθώ τον Εμπειρίκο.
-Πόσο και πως σας άλλαξε τη ζωή σας η ζωγραφική;
Επειδή ζωγραφίζω από πολύ μικρό παιδί, δεν υπάρχει σημείο αλλαγής ορατό. Συνεπώς νομίζω ότι είμαι ταυτισμένος με τη ζωγραφική.
-Ποιοι ζωγράφοι σας επηρέασαν στην τέχνη σας; Γνωρίζω ότι είχατε παραμονή στο Παρίσι.
Όπως όλοι οι άνθρωποι ξεκίνησα κι εγώ να γοητεύομαι από κόκκινα δειλινά, καΐκια στο λιμάνι και χιονισμένα ειδυλλιακά τοπία. Στη Σχολή με το δάσκαλό μου Γιάννη Μόραλη, είδα τη ζωγραφική με άλλα μάτια. Άκουσα σοφά πράγματα και πολύτιμα μυστικά που μου δίδαξαν ότι η ζωγραφική δεν είναι μόνο αυτό που απεικονίζει το θέμα της. Έχει ένα κρυμμένο κόσμο με μυστικούς κώδικες που πρέπει να γνωρίσεις, τόσο για να μπορέσεις να τον διαβάσεις, όσο και να μπορέσεις σαν ζωγράφος να τον φτιάξεις. Οι πρώτες μου μεγάλες αγάπες ήταν οι Γάλλοι εμπρεσιονιστές που τους μελέτησα με προσήλωση στο Παρίσι, αλλά ιδιαιτέρως ο λίγο μετά από αυτούς, Βαν Γκογκ με φωτοστέφανο μάρτυρος, αγίου και ζωγράφου μαζί. Έκτοτε, σταματώ πάντοτε στους σπουδαίους ζωγράφους, Σεζάν, Ματίς, Μπονάρ και γενικά σ’ έναν διευρυμένο κατά το δυνατόν, αισθητικό χώρο απαλλαγμένο από δογματισμούς και αλλοτριώσεις. Μπορούσα έτσι να κοιτάζω, με όσο το δυνατόν δικά μου κριτήρια, τη ζωγραφική. Θα σας έλεγα ότι για πολλά χρόνια είχα στερηθεί την πνευματικότητα και τη χάρη της υψηλής αισθητικής που συγκροτεί τις ορθόδοξες βυζαντινές εικονογραφήσεις στα Μουσεία, στο Άγιον Όρος, στα Μετέωρα, στην Κρήτη, στη Βέροια αλλά και σε κάθε γωνιά της Ελλάδας όσο και πέραν αυτής. Δεν θα παραλείψω όμως τα ποιητικά ευρήματα της Σαντορίνης, τα σχέδια στις λευκές ληκύθους ή το Θεοτοκόπουλο.
Αλλά θα σταματήσω εδώ, γιατί οι αναφορές στις ζωγραφικές μου αγάπες είναι ατελείωτες.
-Ένα από τα εφαλτήρια ενός δημιουργού είναι τα δυσάρεστα συναισθήματα. Οι δυσάρεστες καταστάσεις. Όπως για παράδειγμα η απελπισία, η στεναχώρια, η απογοήτευση, η φτώχια, η μοναξιά, ο θάνατος και άλλα πολλά. Το δικό σας σημείο εκκινήσεως ποιο ήταν; Και το ερωτώ αυτό γιατί γνωρίζω ότι έχετε περάσει από φτώχια. Όταν για τις βυζαντινές αγιογραφίες αναμειγνύατε τα χρώματα με κρόκο αυγού, το ασπράδι που περίσσευε το τηγανίζατε για να το φάτε.
Συμφωνώ μαζί σας ότι το συνηθέστερο εφαλτήριο για κάποιον που έχει την ανάγκη να εκφραστεί είναι κάποιο τραύμα ψυχής. Από δικό μου βίωμα σας λέω ότι αν στάθηκε τόσο παρήγορη η ζωγραφική, είναι ακριβώς γιατί λειτούργησε ως καταφύγιο και παρηγορία σε ένα βασικά μικρό παιδί, έτσι ώστε να ξεπεράσει την δυστυχία των ημερών του. Ίσως από κάποια ασθένεια του θυρεοειδούς είχα ψηλώσει τόσο νωρίς, φτάνοντας σε μικρή ηλικία σχεδόν τα δυο μέτρα. Καταλαβαίνετε τι σήμαινε εκείνον τον καιρό να είσαι αναγκασμένος να περπατάς στους δρόμους, να πηγαίνεις στο σχολείο ή στη θάλασσα το καλοκαίρι. Πιστεύω, ωστόσο, ότι η φύση ή ο Θεός, διαθέτει μια πρόνοια η οποία αναπληροί την έλλειψη με κάτι άλλο εν είδει θείας δωρεάς. Το ότι κανένα παιδί τότε δεν ζωγράφιζε όπως εγώ, μου χάρισε μια μικρή αίγλη, παρήγορη και ελπιδοφόρα για τη συνέχιση της ζωής μου. Θεωρώ τον εαυτό μου προνομιούχο, διότι η ζωγραφική μου παρέχει έκτοτε, πέραν της ψυχικής παρηγορίας και την δυνατότητα επιβιώσεως, μαζί με την πενιχρή πλέον σύνταξη των σαράντα χρόνων διδασκαλίας στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου. Τα χρόνια όμως της μεγάλης φτώχιας (με τα ασπράδια των αυγών που αναφέρετε), δεν υπάρχουν τώρα.
-Αλλά και τα ευχάριστα συναισθήματα δεν είναι πηγή εμπνεύσεως; Σημείο εκκινήσεως; Παραδείγματος χάριν ο έρωτας, η φιλία, ο ιερός δεσμός της οικογένειας…Τι λέτε;
Μα φυσικά είναι κι αυτά πηγή εμπνεύσεως, όπως και πολλά ακόμα. Ωστόσο, πιστεύω ότι η πρώτη ύλη, αυτό που τελικά κυριαρχεί ιδίως στην ποίηση είναι το δραματικό στοιχείο, φανερό ή διαχεόμενο στην ατμόσφαιρα. Τώρα μου ήρθε στο νου ένας διάλογος της Σόνιας Ντελονέ, μιας σπουδαίας ζωγράφου, που επισκέφτηκε τον Πικασό να του δείξει τα έργα της. Εκείνος κοιτάζοντας τα, της είπε: «Ωραία είναι αλλά, δεν βλέπω πού βρίσκεται το δράμα». Ήταν η ζωγραφική της αφηρημένη και κάπως διακοσμητική.
-Αντί για «χρώματα» λέτε ότι χρησιμοποιείτε στα έργα σας «χώματα». Γιατί αυτό; Εμένα αυτό που λέτε με παραπέμπει στον Ελύτη, που μιλούσε για «Αιγαίου χώματα». Είστε στη δουλειά σας επηρεασμένος από την ποίηση; Τους μεγάλους ποιητές μας; Τους μεγάλους μας συγγραφείς;
Έχω γράψει κάπου ότι μου αρέσουν τα γαιώδη χρώματα, δηλαδή τα φυσικά ήπιων εντάσεων. Τα γαιώδη χρώματα είναι στη βάση τους χώματα. Οι ώχρες, οι σιένες, οι όμπρες, τα χοντροκόκκινα, το μαύρο φούμο από το τζάκι, το άσπρο του ασβέστη. Τα άλλα είναι, κυρίως χημικά.
Για την ποίηση θα σας έλεγα ότι είναι αλήθεια πως με έχει επηρεάσει πολύ στην εργασία μου. Είναι για μένα όαση η ανάγνωση της. Μου αρέσουν τα ποιήματα των περισσοτέρων ποιητών κάθε γενιάς. Με το Σεφέρη βέβαια, υπάρχει κάτι άλλο, ψυχολογικά συγγενές, όπως εγώ το ερμηνεύω, ίσως αυθαιρέτως, αλλά για μένα η ποίηση του έγινε πολλές φορές η αφετηρία να ζωγραφίσω πολλά μου έργα.
-Έχω διαπιστώσει στις δημιουργίες σας μία απίστευτη λιτότητα χρωμάτων. Αποφεύγετε τα πολλά και ζωηρά χρώματα. Θα έλεγα ό,τι το χρωματολόγιό σας διακατέχεται από έναν ασκητισμό. Και αυτό, να ξέρετε, με παραπέμπει στον Ελύτη, ο οποίος κατά κόρον υποστήριζε ότι οι λίγες γραμμές είναι τα στοιχεία εκείνα που ορίζουν τα κτίσματα, την ψυχή και την φύση του Έλληνα. Αυτός, λοιπόν, ο ασκητισμός στην ζωγραφική σας υποκρύπτει ή υποδηλώνει από πλευράς θρησκευτικής πίστεως μια άμεση επιρροή από την Ορθοδοξία μας;
Το ξέρω ότι είναι ανιαρό να μιλάει ένας ζωγράφος για το έργο του, αλλά αφού με ρωτάτε σας λέω ότι πράγματι μου αρέσει η λιτότητα των χρωμάτων και σε χαμηλές κλίμακες, ασκητικές, όπως λέτε. Ίσως αυτό να εκκινεί από την διδασκαλία του Μόραλη που μιλούσε για την ανάγκη «οικονομίας των μέσων». Στις γκρίζες κλίμακες, στα θέματα των ασκήσεων, έβαζε κάπου ένα ελάχιστο, αλλά έντονο κόκκινο το οποίο αποκτούσε μεγάλη λάμψη, τόσο που φώτιζε ολόκληρη την επιφάνεια του πίνακα.
Ο Ελύτης βεβαίως, σαν σπουδαίος ποιητής, γνώριζε πολύ καλά την σημασία του ελάχιστου εν είδει αποστάγματος. Ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά των Αγράφων, έλεγε για «ολίγον μαύρον αγνόν». Απ’ τη ζωγραφική της Ορθοδοξίας έχω δανειστεί πολλά στοιχεία, κυρίως απ’ την μεθοδολογία γραφής. Τη μέθοδο αυτή, την είχαν διδαχτεί από τον Κόντογλου οι τρεις μεγάλοι της γενιάς του ‘30: Τσαρούχης, Εγγονόπουλος και Μόραλης. Ο Μόραλης την δίδαξε και σε μας. Από τους σκούρους προπλασμούς ανεβαίνουμε στα ανοιχτότερα και απ’ τα ζεστά χρώματα στα ψυχρά. Νομίζω, τέλος, ότι εκτός από τον Κόντογλου μόνον ο Εγγονόπουλος ήταν κοντύτερα στους βυζαντινούς σχηματισμούς, στη σύνθεση και στη χρωματική τους κλίμακα. Όσο για μένα, απλώς σας λέω ότι το επιδιώκω.
-Στα έργα σας αποτυπώνετε, εάν δεν κάνω λάθος, έναν κόσμο λεηλατημένο από τον χρόνο. Ακινητοποιείτε, θα έλεγα, την φθορά σαν να θέλετε να την σταματήσετε. Σαν να μην θέλετε να φύγει ο χρόνος. Τι κάνετε, αιχμαλωτίζετε τον τεθνεώτα ή έστω τον ημιθανή χρόνο δίνοντας του χρωματικές ανάσες ζωής; Παντού στους πίνακες σας υπάρχουν ρημαγμένα καΐκια, παλιά ξύλα, σκουριασμένα μηχανήματα, ξερολιθιές, σαθρά σχοινιά κ. λ. π. Και έχετε πει, νομίζω, ό,τι αυτό το κάνετε από τον φόβο του θανάτου. Πείτε μου κάτι περισσότερο. Πως ακριβώς το σκέπτεστε; Έχει μεγάλο ενδιαφέρον.
Σε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση το 2011 στο Μουσείο Μπενάκη, είχα εκθέσει νεανικά, σπουδαστικά και έργα όλων των περιόδων μέχρι τότε. Βλέποντας τα όλα στη σειρά, αποκάλυπταν την εμμονή ενός ανθρώπου να καταγράφει μονίμως πράγματα παλιά, ρημαγμένα, λεηλατημένα από τον χρόνο και τη φθορά, με αλλά λόγια εμφανώς φθίνοντα και αναχωρούντα. Έρημες μάνδρες, ερείπια σπιτιών, ρημαγμένες πόρτες ή παράθυρα, ξεχασμένα πηγάδια στην Αμοργό, σκουριασμένες λαμαρίνες πάνω σε πέτρες, χαλασμένα μηχανήματα σε κλειστά λατομεία, ρημαγμένα καΐκια σε παλιούς ταρσανάδες, γυναίκες σαν επιτύμβια άλλου καιρού. Σκέπτομαι, ότι για να ζωγραφίσω αυτά τα θέματα σημαίνει ότι τα αγαπώ περισσότερο από τα άλλα. Ίσως, γιατί συμμερίζομαι τη θέση τους και συμπάσχοντας τα ζωγραφίζω για να μείνει η εικόνα τους. Πολλοί από αυτούς που με τίμησαν ασχολούμενοι με την εργασία μου, την ερμήνευσαν με πολλούς και ενδιαφέροντες τρόπους. Χαίρομαι όταν υπάρχουν πολλαπλές ερμηνείες, γιατί αυτό σημαίνει ότι το έργο δεν είναι μονοδιάστατο. Το τι επεδίωκε ο ζωγράφος, δεν δεσμεύει κανέναν.
-Προέρχεστε από οικογένεια αριστερών. Ο αείμνηστος πατέρας σας είχε μάλιστα καθοδηγητή τον Πλουμπίδη. Το κομμουνιστικό ιδεολόγημα πόσο σας επηρέασε στα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της ζωγραφικής σας;
Είναι αλήθεια ότι μεγάλωσα σε ένα φτωχικό σπίτι σε συνοικία των Αθηνών με πατέρα αρτεργάτη συνδικαλιστή και δυο θείους κουμουνιστές. Ο ένας καθοδηγητής και Μακρονησιώτης και ο άλλος λοχαγός του Ε.Λ.Α.Σ Καισαριανής. Τρεις οικογένειες και ένα ραφτάδικο στην ίδια αυλή. Ο πατέρας μου είχε πράγματι καθοδηγητή τον Νίκο Πλουμπίδη. Κάπου έγραψα για τον πατέρα μου ότι είχε υψηλό δείκτη αγιοσύνης και γι’ αυτό, ήταν φυσικό να ενταχθεί στους κοινωνικούς αγώνες. Είχε αφομοιώσει ολόκληρη την αριστερή προπαγάνδα την οποία και μου μετάγγιζε επιμόνως και ενθέρμως. Συχνά μου έλεγε: «Εκτός από τους πλουτοκράτες και στρατοκράτες η θρησκεία αποτελεί τον τρίτο πυλώνα της κοινωνικής αδικίας. Με αυτήν εφησυχάζουν οι άνθρωποι και δεν αντιδρούν. Συνεπώς έπρεπε να απέχω απ την εκκλησία και απ τους ανθρώπους της». Αυτός ο μονοδιάστατος και απλοϊκός δογματισμός λειτουργεί ακόμα αποτελεσματικά σε πολλούς ανθρώπους, τόσο των λαϊκών τάξεων, όσο και της «προοδευτικής αριστεράς». Η απλοϊκότης του μηνύματος λειτουργεί εύστοχα και εγγράφεται στη συνείδηση ως αλήθεια. Ο πατέρας μου μέχρι που έφυγε από τη ζωή το 1982, πίστευε ακραδάντως ότι «μόλις έρθουμε στα πράγματα όλα τα προβλήματα θα λυθούν». Έχω γράψει ένα μικρό κείμενο για τη ζωή του με πολύ συγκίνηση και αγάπη , γιατί στάθηκε οδηγός μου στη ζωή με το υψηλό του ήθος. Όσο για το αν πέρασε ή όχι η ιδέα του αριστερού κινήματος στη ζωγραφική μου, θα σας έλεγα ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν να γίνει επειδή, η όποια ιδεολογία στη ζωγραφική μεταλλάσσεται σε αισθητική. Αυτό θα συνέβαινε μόνο μέσω του θέματος και μάλιστα, σε ένα μικρό ποσοστό, ως πρόθεση του δημιουργού. Η ζωγραφική δεν εκφέρεται μέσω του λόγου για να μπορέσει να αποκαλύψει την ιδεολογία της. Η όποια εννοιολογική πρόθεση του ζωγράφου, καθίσταται ανενεργός χωρίς τη διαμεσολάβηση της αισθητικής. Οι εργάτες με τη σφιγμένη γροθιά στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, δεν άφησαν καλή ζωγραφική. Βέβαια, υπάρχουν υπέροχα έργα με φανερή την ιδεολογική πρόθεση του δημιουργού, όπως για παράδειγμα οι εκτελέσεις των επαναστατών της 3ης Μαΐου του Γκόγια, η σφαγή της Χίου του Ντελακρουά ή του Πικασό ή Γκουέρνικα. Μόνο που σ’ αυτά τα έργα η αξία τους δεν εξαντλείται μόνο σε μια διαμαρτυρία η καταγγελία. Είναι έργα πολυσήμαντα και με υψηλές αισθητικές αξίες οι οποίες τελικά το δικαιώνουν. Με άλλα λόγια στη ζωγραφική η ιδεολογία, πάντοτε διαμεσολαβείται και εκφέρεται αποκλειστικώς, μόνον αισθητικά.
-Ώσπου, νομίζω, κάπου σας ήρθε ο μεγάλος προβληματισμός. Ο κλονισμός. Η αναθεώρηση. Ο επαναπροσδιορισμός. Τι έγινε άραγε; Τι μεσολάβησε; Τι διαπιστώσατε;
Πιστεύω ότι στη μικρή προσωπική ιστορία του ο καθένας μας ανάλογα με τη φύση του -θέλω να πω με τον βαθμό και την ποιότητα των ερωτημάτων του- περνάει αυτόν τον σύντομο δρόμο που είναι η ζωή μας. «ψάχνει αστρονομίζεται γυρεύει», όπως λέει σε ένα στίχο του ο Σεφέρης. Εγώ από ενδείξεις , από ελλείψεις ή και αποδείξεις, διαπίστωσα σταδιακά ότι η βεβαιότης μου για πολλά πράγματα ήταν αμετακίνητη έως αφελής, όπως και σε μερικούς φίλους μου. Τους θυμάμαι για παράδειγμα έκπληκτους να με ρωτάνε πως μπόρεσα να διαβάσω την «Ελένη» του Γκατζογιάννη, ένα υπέροχο αποκαλυπτικό βιβλίο. Τί έβρισκα στις βυζαντινές εικόνες και έμενα να τις κοιτάζω με τις ώρες. Γιατί με ενοχλούσε ο Λειβαδίτης με το «φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», ενώ λίγο αργότερα, που αναχώρησε από την στράτευση έγινε απ’ τους αγαπημένους μου ποιητές. Πήγα και στο Άγιον Όρος με το Ράμφο το ΄85. Διάβασα αρκετά πατερικά κείμενα. Πριν δυο χρόνια συνομιλώντας με τον πατέρα Βασίλειο τον Ιβηρίτη, τον σπουδαίο αυτόν στοχαστή, προσπάθησα να του εξηγήσω την εγγενή αδυναμία μου να προσχωρήσω σε μια πράγματι λυτρωτική πίστη την οποία δεν αποκλείεται να ζήτησε και ο Πλουμπίδης «λίγα λεπτά πριν ακουστούν οι τουφεκιές», όπως θα έλεγε κι ο Εμπειρίκος.
-Τι σημαίνει για εσάς Ελλάδα; Πως την προσδιορίζετε; Με ποια στοιχεία; Έχει μέλλον αυτή η πατρίδα, αυτό το Έθνος ή, τρομάζετε για το ιστορικό τέλος του Ελληνισμού;
Αισθάνομαι υπερήφανος και μονίμως συγκινημένος με ό,τι έχει σχέση φανερή ή κρυφή,
μ’ αυτόν τον τόπο , μ’ αυτήν τη γλώσσα, μ’ αυτήν την ιστορία του. Με το ασύλληπτο βάθος της πνευματικής του υποστάσεως και των αγώνων του για ελευθερία. Ξέρω ότι πολλοί καγχάζουν με τέτοια λόγια, αλλά αυτό είναι το αναμενόμενο από μεταπράτες εθνομηδενιστές. Τελευταία ψελλίζουν τη λέξη «πατρίδα», μάλλον αναγκαστικά. Σαν άνθρωποι του «προοδευτικού χώρου», προσωρινά αναβαθμίζουν το κύρος τους αλλάζοντας τη λέξη «διάλειμμα» με το «μπρέικ».
Κύριε Σόρογκα σας ευχαριστώ πολύ από καρδιάς για αυτή την άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση. Να είστε καλά.
Βιογραφικό
Ο Σωτήρης Σόρογκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936. Σπούδασε με κρατική υποτροφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, απ' όπου αποφοίτησε το 1961. Το 1972 έλαβε ετήσια προσωπική χορηγία του Ιδρύματος Φόρντ.Έχει πλήθος ατομικών και ομαδικών εκθέσεων στην Ελλάδα και σε διεθνείς εκδηλώσεις οργανωμένες από το Υπουργείο Πολιτισμού, την Εθνική Πινακοθήκη, την Πινακοθήκη Πιερίδη και ιδιωτικές αίθουσες τέχνης (Τόκιο, Βρυξέλλες, Δουβλίνο, Σάο Πάολο, Νέα Υόρκη, Παρίσι, Ρώμη, Βασιλεία κ.ά.).Δίδαξε σχέδιο και χρώμα τη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ. Πολυτεχνείου από το 1964 έως το 2003. Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συνδέσμου Σύγχρονης Τέχνης, μέλος της "Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση στην Τέχνη" και μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού θεωρίας της τέχνης "Σπείρα".Το 2010 μετείχε στην ίδρυση της "Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού", καθώς και στην έκδοση του περιοδικού "Ερμής ο Λόγιος", του οποίου είναι και μέλος της Συντακτικής Επιτροπής.Για το ζωγραφικό του έργο έχουν γραφεί μελέτες, άρθρα, κριτικές και τρεις μονογραφίες. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας, στις Πινακοθήκες Πιερίδη, Βορρέ και Μοσχανδρέου, στο Τελόγλειο Μουσείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στο Μουσείο Γουλανδρή στην Άνδρο.Το 2004 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο της καλλιτεχνικής του προσφοράς. Επίσης, τον περασμένο Σεπτέμβριο τιμήθηκε από την ελληνική Πολιτεία απονέμοντας του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας το Παράσημο του Ταξιάρχη της Τιμής. Αναφέροντας τους λόγους της τιμής που του αποδόθηκε, ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος ανέφερε: «Για το δωρικό ξεχωριστό ζωγραφικό ιδίωμα στο έργο του, που παραμένει σύγχρονο και πρωτοποριακό, αντλώντας υλικά από το μοναδικής πλούσιο απόθεμα της ελληνικής πνευματικής και ζωγραφικής παράδοσης».
*Φωτογραφίες: Γιάννης Μάνος