Κωστής Παλαμάς: Η φωνή του Έθνους
«Η Ελλάδα μια, ακομμάτιαστη και αμέτρητη Μητέρα, μια των Ελλήνων και η ψυχή»
Του Κώστα Χατζηαντωνίου*
Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1859 στην Πάτρα, αλλά τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στο Μεσολόγγι, πατρίδα των γονιών του που από πολύ νωρίς έχασε. Η σκιά της οικογενειακής παράδοσης, μιας παράδοσης λογίων, υπήρξε κρίσιμη στη διαμόρφωσή του, καθώς μεγάλωσε σε μια πόλη με συγκινήσεις έντονες ακόμη από τις ιστορικές απηχήσεις της Επανάστασης… δείγματα της διάνοιας και της φαντασίας του συναντάμε ήδη στα πρωτόλεια ποιήματα των μαθητικών του χρόνων. Το 1878 είναι ο πρώτος σταθμός της πορείας του: εμφανίζεται επίσημα στα γράμματα της ιδιαίτερης πατρίδας του (απαγγέλλοντας κατά την επέτειο της Εξόδου ποίημα το οποίο θα τυπωθεί τον ίδιο χρόνο στην ιερή πόλη), αλλά και την αποχαιρετά προκειμένου να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα.
Εγγράφεται στη Νομική Σχολή, αλλά η εγγραφή αυτή θα είναι εντελώς τυπική, αφού η απόφασή του είναι άλλη: η αφοσίωση στην ποίηση και ο βιοπορισμός μέσω της δημοσιογραφίας. Είναι η αρχή μιας μακρόχρονης λαμπρής συνεργασίας με τα πιο πρωτοποριακά φύλλα της εποχής, με τον «Ραμπαγά» και το «Μη χάνεσαι», με το «Άστυ» του Θ. Άννινου και την «Εφημερίδα» του Καμπούρογλου, και στη συνέχεια με την εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη και το περιοδικό «Εστία».
Με συνοδοιπόρους τον Ανδρέα Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, ο Παλαμάς αναδεικνύεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1880 πρωτοπόρος μιας νέας λογοτεχνικής γενιάς που θα ανασυντάξει τις λυρικές της δυνάμεις πέραν του παρηκμασμένου λογιωτατισμού και του αφυδατωμένου ρομαντισμού. Στίχοι σατιρικοί, κριτικά, αισθητικά και φιλολογικά μελετήματα, χρονογραφήματα και μεταφράσεις συμπληρώνουν την ποίησή του, και πολύ γρήγορα θα τον καθιερώσουν ως την κύρια φωνή μιας νέας ποίησης… το 1885 είναι η χρονιά της πανηγυρικής εμφάνισης στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», αλλά και της έκδοσης στο τέλος του χρόνου της πρώτης ποιητικής συλλογής (Τα τραγούδια της πατρίδος μου). Το 1887 παντρεύεται με τη συντοπίτισσά του Μαρία Βάλβη, που θα σταθεί πολύτιμη σύντροφος και συνοδοιπόρος για πάνω από 50 χρόνια.
Το 1889 θα είναι το έτος της πρώτης αναγνώρισης και της βράβευσης (με το έργο «Ύμνος εις την Αθηνάν», στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό, μετά από εισήγηση του Νικολάου Πολίτη). Το 1897 εκδίδεται η συλλογή «Ίαμβοι και ανάπαιστοι» και το 1898 η συγκινητική σύνθεση «Ο Τάφος», συλλογή εμπνευσμένη από το τραγικό γεγονός της απώλειας του τετράχρονου γιου του Άλκη. Ακολουθούν οι «Χαιρετισμοί της ηλιογέννητης» (1990).
Το 1903 μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αποτελεί το τέλος της πρώτης περιόδου της ποιητικής δημιουργίας του Παλαμά, καθώς ακολουθεί η εποχή που ο ποιητής με μια μυσταγωγική και προφητική συναίσθηση συνδέει άμεσα την ποίησή του με το όραμα ενός σύγχρονου Ελληνισμού. Η συναίσθηση αυτή δεν μπορεί, βέβαια, να αποκοπεί από το ιστορικό περιβάλλον (η ταπείνωση του 1897 και ο μακεδονικός αγώνας), αλλά και από προσωπικές περιπέτειες του ποιητή. Γενικός γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1897, θα γνωρίσει συχνά ύβρεις, καταγγελίες και διώξεις, εξαιτίας των γλωσσικών του πεποιθήσεων, από τον συντηρητικό Τύπο αλλά και από φοιτητές που καθοδηγούνται από αρχαιόπληκτους οπαδούς της καθαρεύουσας. Οι διώξεις αυτές θα φτάσουν το 1911 ως την προσωρινή απόλυση. Παρά ταύτα, ο Παλαμάς διακηρύσσει πως «ο δημοτικισμός αποτελεί την αρετήν μου» και παραμένει αμετακίνητος και μαχητικός υποστηρικτής της ζωτικής ανάγκης να αναγνωρίσει, επιτέλους, το έθνος τη δημοτική του παράδοση και γλώσσα και μ’ αυτήν να κατακτήσει το μέλλον.
Τα δύο επικά του έργα, στα οποία εναρμονίζει πλήθος αντιθέσεων για να τα κάνει μουσική υπόκρουση της πορείας του ελληνικού έθνους προς ένα μέλλον λυτρωμένο από κάθε σκλαβιά, είναι «Ο δωδεκάλογος του γύφτου» (1907) και «Η φλογέρα του βασιλιά» (1910). Εδώ ο Παλαμάς δίνει κατασταλαγμένα πια το άπαν των ποιητικών και φιλοσοφικών ιδεών του.
Το 1920 ο Παλαμάς επιστρέφει στην πεζογραφία εκδίδοντας «Διηγήματα». Είναι η χρυσή εποχή της Μεγάλης Ιδέας που χαρίζει στον ποιητή το σπάνιο αίσθημα της δικαίωσης. Αλλά η Καταστροφή δεν θα αργήσει. Κι ο συγκλονισμός του οραματιστή ποιητή θα είναι τρομερός.
Το 1922 η Ιδέα που καθοδηγούσε τη ζωή των Ελλήνων επί αιώνες βουλιάζει στα νερά της Σμύρνης. Είναι ανυπολόγιστο το μέγεθος της συντριβής που σκεπάζει την ποιητική ψυχή του Παλαμά. Οι εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί πρόσφυγες, το τραγικό τέλος της Ιδέας που ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του ποιητή, «η χρυσοπηγή του πανελλήνιου μεγαλονείρου», τον συγκλονίζουν. Μετά το 1922 ο Παλαμάς αισθάνεται διαψευσμένος προφήτης και ηττημένος άνθρωπος. Θα συνεχίσει, βέβαια, τη δημιουργική δράση του, μα δεν είναι πια ο οδηγός του λαού του, είναι ο παρηγορητής και το νοσταλγικό αποκούμπι του.
Αναγνωρισμένος επίσημα από το 1926 ως μέλος της πρώτης Ακαδημίας και ως μορφή αναφοράς για τον μεσοπολεμικό Ελληνισμό, ο Παλαμάς συνεχίζει με πιο χαμηλούς ρυθμούς το ποιητικό και κριτικό έργο του. Η αναγνώρισή του είναι διεθνής και το όνομά του συζητείται επανειλημμένα τη δεκαετία του 1930 ως υποψήφιο για το βραβείο Νόμπελ.
Από τις αρχές Ιουλίου του 1935 ο Κωστής Παλαμάς έχει μετακομίσει. Έχει αφήσει το σπίτι που έζησε δεκαετίες, το θρυλικό «κελί» στην οδό Ασκληπιού 3, για να περάσει τα τελευταία του χρόνια στην Πλάκα, στην οδό Περιάνδρου 5. Εκεί θα ψιθυρίσει τους τελευταίους του στίχους του που εμψυχώνουν τον μαχόμενο λαό στο έπος του 1940 και εκεί θα βρει ο θάνατος τόσο τη γυναίκα του Μαρία, την αγαπημένη σύντροφο μιας μακράς ζωής, στις αρχές Φεβρουαρίου του 1943, όσο και τον ίδιο, λίγες ώρες πριν ξημερώσει η 27η Φεβρουαρίου. Ο θάνατος αυτός θα αποδειχθεί ως η ύστατη πράξη εθνικής σημασίας του ποιητή, καθώς θα δώσει στο υπόδουλο έθνος την ευκαιρία όχι μόνο να τιμήσει τον δημιουργό που ύμνησε την ανάταση και θρήνησε τις συμφορές του, αλλά να εκφράσει και το αγωνιστικό πνεύμα της αντίστασης στη βαρβαρότητα της φασιστικής κατοχής. Ο Παλαμάς περνούσε στην αθανασία της ελληνικής ζωής και της ελληνικής λογοτεχνίας, μ’ έναν ολόκληρο λαό να τον θρηνεί.
*(το κείμενο είναι απόσπασμα από το «Κωστής Παλαμάς», της σειράς βιβλίων «Έλληνες Ποιητές», που κυκλοφόρησαν από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ το 2014)