Χανς Κρίστιαν Άντερσεν: Μια φορά και έναν καιρό…
«Μια φορά και έναν καιρό…». Πάντοτε έτσι ξεκινούσαν τα παραμύθια που έλεγαν οι γονείς στα παιδιά τους, στην αστική Αθήνα του ’50. Υποθέτω πως και σήμερα δεν άλλαξαν οι συνήθειες και κάπως έτσι να ξεκινούν τα «ωραία ψέματα» οι νέοι γονείς για να αποκοιμίσουν τους μικρούς τους. Δεν ξέρω, αν, όπως και τότε, το παραμύθι, με τις νεράιδες και τα βασιλόπουλα, κατέληγε σε χάπι εντ. Και δεν ξέρω ακόμη αν οι μητέρες έχουν μεγάλη όρεξη να πλάθουν στα μυαλουδάκια των παιδιών όμορφους κόσμους αγγελικά πλασμένους, που ουδέποτε θα συναντήσουν στη ζωή τους…
Τότε, στην Αθήνα του ’50 και του ’60, το παραμύθι ήταν ότι και το γάλα για το παιδί. Απαραίτητο στοιχείο για να μεγαλώσει υγιές! Ζαχαρωμένοι κόσμοι, όμορφες εποχές. Δεν υπήρχε βράδυ χωρίς φανταστικές ιστοριούλες. Και οι εξιστορήσεις ήταν τόσο ζωντανές στα αυτιά των παιδιών, τόσο πιστευτές, που καμιά φορά αποκοιμούνταν πιο μετά από τους κουρασμένους γονείς τους. Μα και οι τελευταίοι πίστευαν στα ψέματα που διηγούνταν. Σε εποχές ανέχειας είχαν ανάγκη να πιστέψουν ότι υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος πιο πλούσιος και πιο ωραίος. Ένας κόσμος που δεν θα αργούσε να έρθει για τους ίδιους. Παραμυθένιες οικογένειες…
Ένας ήταν ο μεγάλος παραμυθάς. Ο Άντερσεν. «Μια φορά και έναν καιρό…», ξεκινούσε τα παραμύθια που έγραφε. Και το τέλος τους δεν ήταν πάντα ευχάριστο. Στεναχωρούσε τα παιδάκια που τα άκουγαν. Όπως το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Αλλά η αθώα σκέψη των παιδιών δεν μπορούσε να… πιάσει το μυαλό του Δανού παραμυθά. Πού μέσα από τις θλίψεις, τις στεναχώριες, τις φτώχειες, τις ορφάνιες, τις δυστυχίες περνούσε μηνύματα χαράς και βαθιών συναισθημάτων. Χρειάστηκε να μεγαλώσουν τα παιδιά για να καταλάβουν το «ασχημόπαπο» της τρυφερής ηλικίας τους. Τον αλληγορικό συγγραφέα της παιδικής αθωότητας. Και έτσι, πέρασε στην Ιστορία. Πάνω από ενάμιση αιώνα διαβάζεται ο Άντερσεν, και θα διαβάζεται ακόμη όσο υπάρχει παιδική ζωή στον πλανήτη. Και θα γαλουχεί γενεές και γενεές…
Η ζωή του
Μοναχικός, άσχημος, ταλαιπωρημένος, «αμόρφωτος», ανορθόγραφος, αποδιοπομπαίος από παντού, ήταν ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Αν δεν είχε αυτά τα μειονεκτήματα –ταυτόχρονα και πλεονεκτήματα– ουδέποτε θα αποτύπωνε στο χαρτί τον βαθύ εσωτερικό του κόσμο, τον μεγάλο συναισθηματισμό που έκρυβε μέσα του. Αυτή η αστείρευτη ευαισθησία ανέδειξε τα παραμύθια του και καταξίωσε τον ίδιο σε παγκόσμια κλίμακα. Γεννήθηκε το 1805 στην πόλη Οντένσε, στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Δανίας. Γιος ενός παπουτσή και μιας πλύστρας, στοιχείο που απέκρυπτε σε όλη του ζωή, μεγάλωσε μέσα στην ανέχεια και τη φτώχεια. Στην αρχή ήθελε να γίνει ηθοποιός και πήγε στην Κοπεγχάγη αναζητώντας την τύχη του. Η παρουσίαση μιας δικής του χορογραφίας άφησε αρνητικές εντυπώσεις και ο διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου τον συμβούλεψε να επιστρέψει στην Οντένσε. Μετά από πολλές απορρίψεις, ο Άντερσεν αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο όχι ως ηθοποιός, αλλά ως συγγραφέας. Το 1821 έγραψε μια τραγωδία, αλλά το κείμενο ήταν τόσο ανορθόγραφο που όσοι το διάβασαν θεώρησαν ότι τους κορόιδευε.
Ο μοναδικός που αντέδρασε θετικά ήταν ο αξιωματικός του ναυτικού και μετέπειτα μεταφραστής του Σαίξπηρ, Πίτερ Φρέντερικ Γουφ. Ο αξιωματικός αντιλήφθηκε την αξία του Άντερσεν ως συγγραφέα και έπεισε το βασιλικό θέατρο να τον προσλάβει, αφού ολοκλήρωνε τη σχολική του εκπαίδευση. Έτσι επέστρεψε στο σχολείο σε ηλικία 17 ετών. Τα πρώτα χρόνια ο ενθουσιασμός του ξεπερνούσε το άγχος του, αλλά καθώς οι εξετάσεις δυσκόλευαν, ο Άντερσεν άρχισε να παραλύει. Φοβόταν μην απογοητεύσει τους μέντορές του στο θέατρο και περιέγραφε τα συναισθήματά του στο ημερολόγιό του: «Τι θα γίνει με εμένα; Ποια θα είναι η κατάληξή μου; Η δυνατή φαντασία μου θα με οδηγήσει στο άσυλο των τρελών και η οργή μου θα γίνει η αυτοκτονία μου. Πριν, αυτά τα δύο στοιχεία θα με έκαναν μεγάλο συγγραφέα. Ω Θεέ μου!
Με πολλή προσπάθεια και κούραση ο Άντερσεν κατάφερε να πάρει πανεπιστημιακό πτυχίο στη φιλοσοφία και τη φιλολογία το 1829. Μέσα στα επόμενα χρόνια, κυκλοφόρησαν σύντομες ιστορίες του που δέχτηκαν πολύ καλές κριτικές και έτσι σταδιακά ξεκίνησε η ένδοξη πορεία του προς την παγκόσμια αναγνώριση. Ο Άντερσεν είχε βρει επιτέλους το ταλέντο του. Το όνομά του ταυτίστηκε με τα παιδικά παραμύθια. Έγραψε περίπου 168 παραμύθια σε διάστημα 42 ετών. «Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι», «Το ασχημόπαπο», «Τα κόκκινα παπούτσια», «Η βασίλισσα του χιονιού» και πολλά άλλα ακόμη που αγαπήθηκαν από όλο τον κόσμο και μεταφράστηκαν σε πάρα πολλές γλώσσες. Από τη μία άκρη του πλανήτη μέχρι την άλλη δεν υπάρχει παιδί σήμερα που να μη μεγαλώνει με τα παραμύθια του Άντερσεν ή που να μην έχει διαβάσει ένα από αυτά. Βραβεύτηκε με πολλές τιμητικές διακρίσεις.
Στην Ελλάδα
Το 1833 το όνομα του Άντερσεν έφτασε στην αυλή του βασιλιά Φρειδερίκου Στ΄, που δέχθηκε να χρηματοδοτήσει τα ταξίδια του συγγραφέα στην Ευρώπη, βάσει των οποίων θα έγραφε τα ταξιδιωτικά του ημερολόγια. Στη ζωή του πραγματοποίησε 29 ταξίδια. Στην Ελλάδα ήρθε την άνοιξη του 1841 με το ατμόπλοιο «Λεωνίδας». Η πρώτη του στάση ήταν η Σύρος. Ακολούθησε ο Πειραιάς και η Αθήνα.
Στην Αθήνα επισκέπτεται την Ακρόπολη και την παρομοιάζει «με γιγάντιο θρόνο πάνω από την πόλη». Έγραψε στο ημερολόγιό του: «Κατέβηκα από την Ακρόπολη και στάθηκα στο θέατρο του Ηρώδη. Ένας βοσκός έβοσκε εκεί κοντά τα πρόβατά του. Μερικά πεντάχρονα Ελληνόπουλα μου ρίξαν μια πέτρα και μετά έτρεξαν να κρυφτούν».
Για τη μετάβαση στον Υμηττό, θα σημειώσει: «Ιππεύαμε περίπου δυόμισι ώρες. Κάτω από τα πόδια μας μοσχοβολούσε το θυμάρι. Είδαμε τη θάλασσα με την Τήνο και μπροστά μας την Εύβοια. Κοντά σε μια ερειπωμένη εκκλησία, δίπλα σε μια ελιά, ένα λιοντάρι από μάρμαρο, το συνηθισμένο αρχαίο μνημείο σε τάφο».
Για το κέρασμα σε ένα καφενεδάκι, στα Μεσόγεια, θα γράψει: «μας προσέφεραν καφέ και ρακί. Η γυναίκα αγωνιούσε να βγάλει από τον φούρνο ένα ψωμί που είχε πάνω του χρωματιστά αυγά. Ο άντρας καθόταν ήρεμος και την κοίταζε (στην Αθήνα έχω δει άντρες καβάλα σε άλογα και οι γυναίκες τους να κουβαλάν μεγάλα φορτία και να τους ακολουθούν πεζή)».
Όταν αναχώρησε από τον Πειραιά, έγραψε στο ημερολόγιό του: «Είμαι λυπημένος, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου εδώ».
Πέθανε το 1875 σε ηλικία 70 ετών. Η Δανία έχει καθιερώσει το «Βραβείο Άντερσεν» για το καλύτερο έργο στην παιδική λογοτεχνία.
Ο Άντερσεν μόλις αντίκρυσε τα ελληνικά παράλια από την κουπαστή του ατμόπλοιου «Λεωνίδας» έγραψε τους εξής στίχους:
Από τα γαλάζια, φωτεινά νερά,
Με χαιρετάς Ελλάδα,
Τα μάτια μου βλέπουν τον Μωριά
Τα ολοχιόνιστα βουνά
Στον ήλιο να φεγγοβολάνε,
Κι απ’ τη θάλασσα αναπηδά
Το βαρύσωμο δελφίνι.