Μια κυρία στο μπαλκόνι
Για χρόνια μόνη. Ο άντρας της είχε πεθάνει προ πολλού. Τα παιδιά της στα ξένα. Και κάποιοι συγγενείς και φίλοι, κάπως απόμακροι πια, γέμιζαν απλώς τις ώρες του Σαββατοκύριακου. Κι αυτό, όχι τόσο συχνά.
Τη συνήθισε τη μοναξιά. Δεν τη φοβόταν ούτε είχε παράπονο σαν κι αυτά που βρίσκεις στα λυπημένα τραγούδια, όταν μιλούν για τους μοναχικούς. Πότε πότε μιλούσε με το βλέμμα στις φωτογραφίες του άντρα της και τον ένιωθε δίπλα της, όπως παλιά. Τότε που ζωγράφιζαν μαζί τον πίνακα της ζωής τους, στωικοί στις δυσκολίες, χαρούμενοι με τα μικρά καθημερινά της ζωής -τη μουσική μπαρόκ, την παρέα των φίλων, τα ταξίδια και τα βιβλία- και ερωτευμένοι μέχρι τέλους. Πραγματική ευλογία. Γι’ αυτό δοξολογούσαν κάθε βράδυ τον Ύψιστο. Όπως και το πρωί, όταν φέγγιζε στον Υμηττό και πλημμύριζε φως το σαλόνι και η καρδιά τους.
Μια μέρα, πρωί πρωί, βγήκε λυπημένη στο μπαλκόνι. Την είχε βαρύνει η νύχτα και ένιωθε αβάσταχτες τις απουσίες. Ούτε ο πρωινός ήλιος δεν μπορούσε εκείνη τη μέρα να της γλυκάνει την καρδιά. Τότε άκουσε από το απέναντι σπίτι -ένα ηλιόλουστο ισόγειο με κήπο και θέα στο μπαλκόνι της- τσέμπαλα και βιόλες και βιολιά. Στο ανοιχτό παράθυρο ένα νεαρό ζευγάρι έβαλε λουλούδια στο βάζο, αντάλλαξε φιλιά κι αγκαλιές και χάθηκαν στα ενδότερα.
Η κυρία στο μπαλκόνι χαμογέλασε, άναψε τσιγάρο και άρχισε να δοξολογεί την Ύπαρξη…
Φωτό: Νίκος Καρτάλιας