Γιώργος Καραμπελιάς: Κινδυνεύει η Ελλάς
Από τις πιο ενδιαφέρουσες υποψηφιότητες για τον Δήμο της Αθήνας είναι αυτή του κ. Γιώργου Καραμπελιά. Ενδιαφέρουσα γιατί ο συνδυασμός του «Αθήνα για την Ελλάδα», σε σχέση με όλους τους άλλους υπόλοιπους που διεκδικούν την ψήφο των Αθηναίων πολιτών, δεν έχει πρόταγμα τόσο τα προβλήματα της πρωτεύουσας όσο τους κινδύνους που διατρέχει η Ελλάδα να εξαφανιστεί ιστορικά και πολιτιστικά –γενικότερα ο Ελληνισμός. «Πιστεύουμε σε μια Αθήνα πρωτεύουσα του Ελληνισμού και όχι της ρεμούλας και της αποεθνικοποίησης», θα πει στη συνέντευξη του στην Boulevard, επισημαίνοντας ακόμη «η σημερινή Ελλάδα κινδυνεύει με ιστορική εξαφάνιση. Οι Έλληνες πρέπει να ξαναγίνουν Έλληνες».
Και ο ίδιος είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση συγγραφέα, με τις πολλές διακυμάνσεις και «μεταλλάξεις» στην πολιτική του δράση, έχοντας δημιουργήσει έχθρες και φιλίες, συμπάθειες και αντιπάθειες. Δεν είναι άγνωστος. Από την δεκαετία του ’70 δίνει το στίγμα του στα πολιτικά δρώμενα, ξεκινώντας από την μαοϊκή αριστερά. Ακολούθησε μια δαιδαλώδη πορεία, μέσα από πολλά κινήματα και δράσεις, με συγγραφή δεκάδων βιβλίων, για να έχει σήμερα «σημαία» την Ορθοδοξία και τον Πατριωτισμό. Με την ίδια άνεση που μιλά για τον Άρη Βελουχιώτη, υπερθεματίζει για τον Έλληνα Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον Ίωνα Δραγούμη, τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη· για το Βυζάντιο, την μία και ελληνική Μακεδονία, την Κύπρο και την Βόρειο Ήπειρο. Ωστόσο ανησυχεί για τον Νεοέλληνα που μεταλλάχθηκε όπως υποστηρίζει σε γραικύλο, ο οποίος αδιαφορεί για την πολιτιστική του κληρονομιά και μαϊμουδίζει κραυγαλέα όλα τα ξένα πρότυπα. Παρά ταύτα διατηρεί την ελπίδα του, πιστεύοντας ό,τι θα μπορούσαν οι Έλληνες να επιχειρήσουν μια μεγάλη επανάσταση για τη σωτηρία του Έθνους. «Μόνο σκάβοντας στο λαϊκό σώμα και στο κομμάτι της ψυχής μας που παραμένει συνδεδεμένο, έστω με μια μικρή κλωστή, με τη μεγάλη παράδοση, τις αξίες και τον πολιτισμό μας, μπορεί να βρει κανείς μας τις δυνατότητες μιας οποιασδήποτε ανάκαμψης».
Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί αναγνώστες, ο κ. Γιώργος Καραμπελιάς στην Boulevard.
Από την ονομασία και μόνο του συνδυασμού σας, «Αθήνα για την Ελλάδα», καταλαβαίνει κανείς ότι το εγχείρημά σας ξεπερνά το αυστηρό πλαίσιο μιας απλής δημοτικής κίνησης στην πρωτεύουσα και ότι η στόχευσή σας είναι κατά πολύ υψηλότερη –έστω σε επίπεδο συμβολισμού, με αμιγώς πολιτικούς όρους και τρόπους– με ελληνοκεντρικό πρόταγμα θα έλεγα. Η κίνησή σας, νομίζω, είναι περισσότερο σύνθημα - κίνημα «εθνικού εγερτηρίου» και «πατριωτικής αφύπνισης» παρά ένας συνδυασμός –ευκαιρίας δοθείσης– που διεκδικεί την ψήφο των δημοτών της Αθήνας για να βάλει μια τάξη στην πρωτεύουσα. Πώς το σκεφθήκατε;
Σε μια ιστορική στιγμή που η παρακμή και ο αργόσυρτος θάνατος της μεταπολίτευσης προκαλεί, κυριολεκτικώς, αισθήματα πνιγμού στους περισσότερους Έλληνες, είναι περισσότερο από ποτέ, ανάγκη να αρχίσει να συγκροτείται και στο πολιτικό πεδίο μία πρόταση η οποία θα αντιστρατεύεται τόσο τον κυρίαρχο εθνομηδενισμό και καθεστωτισμό όσο και τις φασιστικές, φασίζουσες και πατριδοκαπηλικές αντιλήψεις που διαστρεβλώνουν τα πατριωτικά αισθήματα του ελληνικού λαού.
Ήδη, εδώ και δεκαετίες, από μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες, άτομα και πρωτοβουλίες, επιχειρείται να διαμορφωθεί το απαραίτητο ιδεολογικό και οραματικό υπόστρωμα απέναντι τον κυρίαρχο εθνομηδενισμό που οδηγεί στην ιστορική εξαφάνιση της χώρας. Και δεν μπορεί να ανατραπεί η πολιτική κυριαρχία του εθνομηδενισμού, που ηγεμονεύει ανενόχλητος τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, χωρίς να προηγηθεί μια μακρά και επίπονη ιδεολογική προετοιμασία. Εξάλλου, η «Ανανεωτική Αριστερά» και το ΚΚΕ εσωτ. πρώτα κατέκτησαν την ιδεολογική ηγεμονία και μετά έφθασαν στην πολιτική κυριαρχία.
Αυτή η «προετοιμασία» έχει προσλάβει πολλές μορφές. Μία από αυτές υπήρξε η έκδοση και η κυκλοφορία εκατοντάδων εντύπων και χιλιάδων βιβλίων, η δημιουργία ιστοσελίδων, οι παρεμβάσεις στα ΜΜΕ κ.λπ. Προσωπικά, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, συμμετέχω σε αυτή την ιδεολογική διαπάλη με έντυπα (Άρδην, Ρήξη, ν. Λόγιος Ερμής), με την έκδοση εκατοντάδων βιβλίων, με παρεμβάσεις και εκδηλώσεις, από κοινού με χιλιάδες –κυριολεκτικά– ανθρώπους όλων των προελεύσεων και ειδικοτήτων.
Μια άλλη, σημαντική πλευρά αυτής της περιόδου προετοιμασίας υπήρξε η επί δεκαετίες συμμετοχή του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου σε κινητοποιήσεις για τα εθνικά θέματα – διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, παράδοση Οτσαλάν, Σχέδιο Ανάν, Συμφωνία των Πρεσπών, κ.λπ.· σε μεγάλες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, όπως η σύγκρουση γύρω από την Ιστορία, με αφορμή το βιβλίο της κ. Ρεπούση· τέλος, στην αντιμετώπιση της λαίλαπας των μνημονίων, με τη δημιουργία της «Σπίθας», του Μίκη Θεοδωράκη, στην οποία και συμμετείχα, ή με το κίνημα των «αγανακτισμένων».
Στις δημοτικές εκλογές άρχισαν να εμφανίζονται ψηφοδέλτια του ίδιου χώρου που κατόρθωσαν να εισέλθουν στα δημοτικά συμβούλια σε αρκετές μεγάλες πόλεις, π.χ., Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Κομοτηνή· τέλος, και στο πολιτικό πεδίο εμφανίστηκαν νέες κινήσεις, όπως το «Κίνημα Άρδην», το 2016, καθώς και κάποιες κινήσεις που προέκυψαν μέσα από τη μεγάλη πατριωτική κινητοποίηση ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Σήμερα εισερχόμαστε σε μια περίοδο κατά την οποία αυτές οι ιδεολογικές και πολιτικές απόπειρες θα αρχίσουν να αποκρυσταλλώνονται σε ευρύτερα πολιτικά σχήματα. Και αυτό διότι η αναπόφευκτη πτώση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ σηματοδοτεί το οριστικό και αμετάκλητο τέλος της μεταπολίτευσης. Είναι καιρός να αρχίσει να εμφανίζεται μια νέα πολιτική έκφραση στην Ελλάδα. Γνωρίζω ότι αυτές οι εκλογές δεν είναι η καταλληλότερη στιγμή, διότι υπάρχει έντονη πόλωση στο παλιό πολιτικό σύστημα. Η κρίση του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του θα έρθει μετά τις εθνικές εκλογές. Από εκεί και μετά θα έχουμε, κατά τη γνώμη μου, μια πολιτική έκρηξη στην Ελλάδα. Αυτό που συνέβη σε άλλες χώρες της Ευρώπης θα συμβεί και εδώ.
Οι βασικές αρχές αυτού του κύματος του δημοκρατικού πατριωτισμού, το οποίο προσδοκούμε, συμπυκνώνονται σε έξι σημεία: πατριωτισμός, κοινωνική δικαιοσύνη, περιβαλλοντική συνείδηση, παραγωγική ανασυγκρότηση, πολιτιστική αναγέννηση, δημοκρατία.
Σας ακούω να λέτε στην προεκλογική σας εκστρατεία, «Η Αθήνα πρωτεύουσα του Ελληνισμού». Πώς το εννοείτε;
Κατ’ αρχάς, είμαστε αντίθετοι στον υδροκεφαλισμό που οδηγεί στην αποκοπή της Αθήνας από την υπόλοιπη χώρα και τη μεταβολή της σε μια πόλη «γενίτσαρο» του ελληνισμού, σε μια χωματερή της παγκοσμιοποίησης.
«Αθήνα για την Ελλάδα», διότι πιστεύουμε σε μια Αθήνα πρωτεύουσα του ελληνισμού και όχι πρωτεύουσα της ρεμούλας και της αποεθνικοποίησης. Αυτή η εξέλιξη, άλλωστε, οδηγεί και στην καταστροφή και την παρασιτοποίηση της ίδιας της Αθήνας, που γίνεται μια πόλη που εκδιώκει τους Έλληνες κατοίκους της.
Εξάλλου, οι εκλογές στην Αθήνα, ταυτόχρονα πρωτεύουσα του υπαρκτού ελληνισμού και πόλη με χιλιάδες προβλήματα και ανάγκες, επιτρέπουν τη σύνθεση ανάμεσα στον ελληνισμό, ως καθολικό όραμα, και την τοπικότητα, ενώ αποτελούν και το πρελούδιο μιας ευρύτερης πολιτικής κινητικότητας. Απέναντι, λοιπόν, στους τρεις συστημικούς υποψήφιους της παγκοσμιοποιημένης και αποεθνικοποιημένης Αθήνας των ΜΚΟ ή στη φοβική ή φασιστική αναδίπλωση, είναι δυνατή μια εναλλακτική πρόταση που να συνδυάζει την εμμονή στην παράδοση και το ταυτόχρονο άνοιγμα στην ελληνική οικουμενικότητα, μια πρόταση που να συνδυάζει τον πατριωτισμό και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Και γιατί να είναι η Αθήνα πρωτεύουσα του Ελληνισμού και όχι –ας πούμε- η Θεσσαλονίκη; Ο Μυστράς; Το Άγιον Όρος;
Το γεγονός ότι η Αθήνα, μέσα από την ιστορική συρρίκνωση του ελληνισμού στα όρια του ελληνικού έθνους-κράτους, λειτουργεί ως η πρωτεύουσα του «υπαρκτού ελληνισμού» αποτελεί ένα τετελεσμένο γεγονός. Αυτή η παραδοχή δεν αναιρεί το γεγονός πως ο υδροκεφαλισμός της Αθήνας έχει επισωρεύσει αναρίθμητα δεινά στη σύγχρονη Ελλάδα, και τον ελληνισμό, και γι’ αυτό και θα πρέπει να τιθασευτεί ή ακόμα και να αναστραφεί. Προφανώς, η Θεσσαλονίκη θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι μια αυθεντική συμπρωτεύουσα, ήδη, με τη μεταφορά σε αυτήν μεγάλου μέρους των αρμοδιοτήτων του κεντρικού κράτους, των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και της πολιτιστικής ζωής. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν θετική και για την πόλη της Αθήνας, ο γιγαντισμός της οποίας αποτελεί παράγοντα επιδείνωσης της ποιότητας ζωής των ίδιων των Αθηναίων. Παράλληλα, επειδή δεν αντιστοιχεί με τα μεγέθη του ελληνικού έθνους και κράτους, στην πραγματικότητα απομακρύνει την Αθήνα από την Ελλάδα μεταβάλλοντάς την σε «παράσιτο της παγκοσμιοποίησης». Όσο για τον Μυστρά και το Άγιο Όρος –και θα προσέθετα τους Δελφούς και την Αρχαία Ολυμπία–, αποτελούν τα σύμβολα της ελληνικής διαχρονίας και υπ’ αυτή την έννοια διεκδικούν τον τίτλο των πολλαπλών «πρωτευουσών» ενός πολιτισμού που διαφέρει ουσιωδώς από το συγκεντρωτικό πρότυπο της αρχαίας Ρώμης.
Ποιο πραγματικά πιστεύετε ότι είναι το λίκνο του πολιτισμού μας, του Ελληνισμού μας, η Αθήνα ή η Κωνσταντινούπολη; Δημοκρατία του Περικλέους ή Βασιλεύουσα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου;
Σε συνέχεια των όσων προανέφερα, για τα πλουραλιστικά χαρακτηριστικά του ελληνικού έθνους και της διαχρονίας του, πιστεύω πως και οι δύο αυτές ιστορικές πόλεις αποτελούν ταυτόχρονα το λίκνο του πολιτισμού μας, μαζί όμως με τη μινωική Κρήτη, την Ιωνία, τη Θεσσαλονίκη… Και προπαντός δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρχει αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο μεγάλες στιγμές της ιστορικής μας διαδρομής, δηλαδή την Αρχαία Ελλάδα και τη βυζαντινή Ρωμιοσύνη στις οποίες μάλιστα θα προσέθετα το Σούλι, τη Μάνη, τα νησιά του Αιγαίου και το Άγιον Όρος, για την τρίτη μεγάλη στιγμή της ιστορίας μας, μετά το Βυζάντιο, τον νεότερο Ελληνισμό.
Και για να σας προβοκάρω λίγο. Πόσο εθνικιστής είστε;
Όπως γνωρίζετε, ο όρος εθνικιστής φορτίστηκε αρνητικά για να δηλώσει εκείνον και εκείνους που εμφορούνται από επιθετικές νοοτροπίες και επικροτούν τις επιθετικές ενέργειες ενός έθνους ενάντια στα άλλα – ιδιαίτερα των επεκτατικών εθνών όπως η Γερμανία του Χίτλερ ή η Ιταλία του Μουσολίνι. Πράγματι, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια λέξη που στο παρελθόν σήμαινε την ταύτιση κάποιου πολίτη με το έθνος του (αρκεί να θυμίσουμε πως κάποτε ο Παπαναστασίου είχε γράψει ένα βιβλίο με τον τίτλο «Εθνικισμός», με θετικό πρόσημο) κατέληξε να αποκτήσει αρνητική χροιά. Μετά, λοιπόν, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η λέξη πατριωτισμός υποκατέστησε τον εθνικισμό ο οποίος ταυτίστηκε πλέον με την επιθετικότητα έναντι άλλων εθνών. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν θα μπορούσα να χαρακτηριστώ εθνικιστής αλλά οπωσδήποτε εθνιστής και πατριώτης, δηλαδή ως άνθρωπος που αποδίδει καθοριστική σημασία στην ταύτιση του ατόμου με το συλλογικό υποκείμενο του έθνους και την υπεράσπισή του. Και δεν είναι τυχαίο πως μόνο οι Χρυσαυγίτες, συνδεδεμένοι ιστορικά με τον επιθετικό ναζισμό και φασισμό, αυτοχαρακτηρίζονται ως «εθνικιστές», ενώ οι εθνομηδενιστές αποκαλούν «εθνικιστές» όλους τους πατριώτες.
Βρίσκεται σε κρίση ή σε παρακμή ο Ελληνισμός; Ή σε κάτι χειρότερο, στο ιστορικό του τέλος; Αποδέχεστε ή απορρίπτετε τη θεωρία του Σπέγκλερ ότι κανένας από τους πολιτισμούς της Ιστορίας δεν είναι αιώνιος και ότι ο καθένας έχει συγκεκριμένη διάρκεια ζωής;
Είναι προφανές πως βρισκόμαστε σε μια μεγάλη ιστορική καμπή, πλανητικών διαστάσεων, που δεν αφορά μόνο τους Έλληνες και τον ελληνισμό αλλά το ίδιο το ανθρώπινο είδος, που βρίσκεται στο σταυροδρόμι της αυθυπέρβασής του μέσα από την παραγωγή ενός νέου είδους, του αποκαλούμενου μετανθρώπου. Έτσι, όλα τα έθνη βρίσκονται μπροστά στην απειλή της βύθισής τους στη χοάνη μιας παγκοσμιοποίησης που δεν είναι μόνο οικονομική ή πολιτισμική αλλά πρωτίστως τεχνολογική. Όμως, ακόμα και μέσα σε αυτά τα πλαίσια, συνεχίζεται και θα συνεχιστεί η πορεία των εθνών, τουλάχιστον στη διάρκεια του τρέχοντος αιώνος, και μάλιστα οξύνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, για να καταλάβουν μια καλύτερη θέση σε αυτόν τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Οι Έλληνες, λοιπόν, εάν θέλουν να συνεχίσουν να επιβιώνουν ως συλλογικό υποκείμενο, είναι υποχρεωμένοι να βαδίσουν κυριολεκτικώς ενάντια στην Ιστορία, που μοιάζει να τους έχει καταδικάσει. Και αν είναι αλήθεια πως όλοι οι πολιτισμοί γεννιούνται και πεθαίνουν, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους φορείς τους, δηλαδή τους λαούς και τα έθνη. Έτσι, μπορεί ο αρχαίος περσικός πολιτισμός να έχει σβήσει εδώ και πολλούς αιώνες, όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο με το ιρανικό έθνος.
Ο ελληνισμός, εκκινώντας από την αρχική του κοιτίδα, στις όχθες του Αιγαίου Πελάγους, διέτρεξε μια ιστορία 3000 χρόνων κατά την οποία –ουσιαστικά μέχρι το 1922– είχε κατ’ εξοχήν εξωστρεφή χαρακτηριστικά και άρδευσε πολλούς ξένους πολιτισμούς και ηπείρους. Επηρέασε καθοριστικά τον παγκόσμιο και κατ’ εξοχήν τον δυτικό και χριστιανικό πολιτισμό, εξαντλώντας εν πολλοίς την αρχική του ορμή και την πολιτισμική και πληθυσμιακή του πυκνότητα μέσα από αυτή τη διασπορά. Το 1922, λοιπόν, έλαβε τέλος, οριστικά, αυτός ο κλασικός τρόπος ύπαρξης του Έλληνα ανθρώπου. Έκτοτε, εισήλθαμε σε μια περίοδο βαθιάς παρακμής που διαρκεί ήδη 100 χρόνια και διαρκώς επιδεινώνεται, απειλώντας μας και με ιστορική εξαφάνιση.
Οι Έλληνες, μετά από μια μακρά περιπλάνηση στις γειτονιές όλου του κόσμου, όπου έσπειραν τον πολιτισμό τους, γύρισαν πλέον, ως «Νεοέλληνες», στην ιστορική τους κοιτίδα, γερασμένοι, εξαντλημένοι, συρρικνωμένοι. Μόνο μια μεγάλη γενιά μέχρι σήμερα, η «Γενιά του ’30», από τον Σεφέρη μέχρι τον Πικιώνη, επιχείρησε να ανιχνεύσει μια ιστορική διέξοδο μέσα από τη δημιουργική αναβίωση των αξιών του ιστορικού ελληνισμού, στον «στενό τόπο» που πλέον ορίζει τη μοίρα μας. Ωστόσο, αυτό το μήνυμα, παρότι ισχυρό, δεν μπόρεσε να ριζώσει σε τέτοια έκταση στο λαϊκό σώμα και στην πολιτική πραγματικότητα ώστε να εγκαινιάσει μια νέα, τέταρτη ιστορική περίοδο του ελληνισμού. Και όμως, αυτή είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να μη συντριβούμε. Και βέβαια, όπως υπογράμμιζε ο Παναγιώτης Κονδύλης, δεν αναφερόμαστε στην υποθετική στιγμή που «θα καταρρεύσουν ταυτόχρονα» όλες οι εθνικές ταυτότητες, αλλά στο γεγονός ότι κάποιοι ξένοι εισβολείς θα περάσουν… τα δικά μας σύνορά.
Η σημερινή Ελλάδα κινδυνεύει με ιστορική εξαφάνιση πολύ πριν από τα υπόλοιπα έθνη. Και σε αυτή ακριβώς τη διαπίστωση εδράζεται και ο εθνισμός μου. Οι Έλληνες είναι υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν τη λογική του «σκορπίσματος» και της άρδευσης των ξένων λαών και πολιτισμών, που, στην τελική παρακμιακή της έκφανση, παρήγαγε τον Νεοέλληνα γραικύλο, και να ξαναγίνουν «Έλληνες». Η μόνη δυνατότητα απάντησης είναι η αντιστροφή της φοράς του βέλους, ώστε ο Οδυσσέας να γυρίσει επιτέλους στο σπίτι του. Και από εκεί, φέροντας ως ιστορικό του απόθεμα όλον τον πλούτο αυτής της μεγάλης διαδρομής –«Η Ιθάκη σε έδωσεν το ωραίο ταξίδι»– να ξεκινήσει, εάν το κατορθώσει, μια νέα πορεία «από τα μέσα», ακριβώς για να μπορέσει να επιβιώσει και έτσι να ολοκληρώσει ταυτόχρονα και το ανολοκλήρωτο πρόσωπο του νεώτερου ελληνισμού.
Ας μείνουμε στον Σπέγκλερ ο οποίος, σχεδόν πριν από έναν αιώνα, είχε προδικάσει τον αφανισμό του δυτικού πολιτισμού, επισημαίνοντας ως σημάδια κατάρρευσής του την επικρατούσα δύναμη του χρήματος, την κυριαρχία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και την έλλειψη πρότυπων διανοουμένων και δημιουργών σε όλους τους τομείς του πολιτισμού και της παιδείας. Μήπως οι απόψεις του είναι εξαιρετικά επίκαιρες και προσφέρονται προς προβληματισμό;
Μήπως ο τύπος του πάλαι ποτέ γνήσιου αστού Έλληνα, του άρχοντα και του καπετάνιου, είτε στη πόλη είτε στη κοινότητα είτε στο νησί, έχει εκλείψει; Μήπως έχει ενσκήψει ο τύπος του «βολεψάκια», του «νταλαβερτζή» και του «να περνάμε καλά»; Ζούμε μήπως στην «βασιλεία του πολτού»;
Ας το θέσουμε όμως και διαφορετικά:
Μήπως τα «μοντέλα» άλλαξαν (ανεπιστρεπτί;) και μαζί με αυτά μεταλλάχθηκαν και οι Έλληνες (ανεπιστρεπτί;) – φυσικά και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, επομένως για ποιο ακριβώς πράγμα καθόμαστε και μιλάμε; Μιλάμε, δηλαδή, να κρατήσουμε ή να επανέλθουμε στις αξίες του χθες με όρους του σήμερα;
Όταν αναφερόμαστε σε υπέρβαση της παρακμής, αυτή έχει ως προϋπόθεση ακριβώς την «ήττα του Νεοέλληνα από τον Έλληνα», τον οποίο φέρει ακόμα μέσα του, έστω αποδυναμωμένο, έστω εν σπέρματι. Ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τον Εμφύλιο, κυριάρχησε ο ανθρωπολογικός τύπος του ελισσόμενου ανάμεσα στις εξουσίες, χωρίς στέρεη πολιτιστική παράδοση, ανθρώπου. Οι μαυραγορίτες μεταβλήθηκαν στη νέα άρχουσα τάξη, εκτοπίζοντας την παλιά αστική τάξη που καταστράφηκε στον πόλεμο, ενώ στην πολιτική κυριάρχησαν οι θεραπαινίδες των μεγάλων δυνάμεων και των πρεσβειών, και όχι μόνο στα «αστικά» κόμματα αλλά και στην κομμουνιστική Αριστερά. Έτσι ολοκληρώθηκε η μετάλλαξη του Νεοέλληνα σε γραικύλο, που αδιαφορεί για την πολιτιστική του κληρονομιά, καταστρέφει το φυσικό και δομημένο περιβάλλον και μαϊμουδίζει κραυγαλέα όλα τα ξένα πρότυπα και μόδες. Αυτός ο γραικύλος Νεοέλληνας κατέλαβε σταδιακώς την πολιτική και πνευματική εξουσία και εξόρισε το ελληνικό ήθος, την αυστηρότητα, την ντομπροσύνη, την αξιοπρέπεια στο περιθώριο της δημόσιας ζωής και, στην καλύτερη περίπτωση, σε προστατευμένους ιδιωτικούς χώρους και μικροπεριβάλλοντα. Ο Έλληνας άνθρωπος και οι αξίες του καταποντίστηκαν κάτω από την κυριαρχία των ελίτ του γραικυλισμού. Τι τρανότερο παράδειγμα από την κυριαρχία ενός πολιτικού όπως ο κ. Τσίπρας και όλου του εσμού που σέρνει πίσω του, μόνη επιδίωξη των οποίων είναι η ηροστράτεια κατεδάφιση όποιας αξίας έχει μείνει ακόμα όρθια.
Δηλαδή, μετά την κρίση του παραδοσιακού ταξιδευτή και οικουμενικού Έλληνα, που όργωνε τα πελάγη και τις ηπείρους, αναδύθηκε ως υποκατάστατό τους μια παρακμιακή μορφή ατζέντηδων και γραικύλων, που μισούν τον πολιτισμό που γέννησε αυτός ο τόπος.
Και εάν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, από πού άραγε μπορεί να αντλήσει κανείς την οποιαδήποτε αισιοδοξία; Μόνο σκάβοντας στο λαϊκό σώμα και στο κομμάτι της ψυχής μας που παραμένει συνδεδεμένο, έστω με μια μικρή κλωστή, με τη μεγάλη παράδοση, τις αξίες και τον πολιτισμό μας, μπορεί να βρει κανείς τις δυνατότητες μιας οποιασδήποτε ανάκαμψης.
Και επειδή τα ψέματα έχουν τελειώσει και η ανάκαμψη είναι προϋπόθεση για την επιβίωσή μας, θα μπορούσαμε ίσως, μέσα από μια μεγάλη και μακράς πνοής ανορθωτική και επαναστατική πορεία, να εγκαινιάσουμε αυτό που θεωρώ μια αναγκαία τέταρτη στιγμή στη διαχρονία του ελληνικού πολιτισμού. Πράγμα που δεν μπορεί να γίνει με μια απλή «επιστροφή στην παράδοση» αλλά μέσα από τη χρησιμοποίησή της ως το λίπασμα που θα γονιμοποιήσει και θα πυροδοτήσει αυτό που ο Σεφέρης έλεγε «ελληνικό ελληνισμό», δηλαδή έναν εκσυγχρονισμό στηριγμένο στην παράδοσή μας.
Παράθυρο στο Πήλιο /Ζωγραφική Σωτήρης Σόρογκας
Η δεκαετής οικονομική κρίση πόσο φρονημάτισε τον λαό; Μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για κάτι καλό; Να κρατήσουμε την ελπίδα ζωντανή; Και αν θέλετε την δική μου γνώμη, η μνημονιακή εποχή δεν ανέδειξε –ως έπρεπε– τίποτε φοβερές ποιότητες. Τουναντίον ανέδειξε ασημαντότητες και γελοιότητες. Η άνοδος της ασημαντότητας που έλεγε και ο Καστοριάδης. Ήρθε στην επιφάνεια ό,τι κατακάθι είχε απομείνει στον πάτο…
Θα ήταν αδύνατο η παρούσα κρίση να αναδείξει μια άμεση θετική απάντηση διότι, στην πραγματικότητα, αποτελούσε την ολοκλήρωση και την εμβάθυνση της παρακμής και, κατά συνέπεια, κάθε καινούργιος αναβαθμός της σήμαινε ένα ακόμα σκαλοπάτι στην καθοδική πορεία του ελληνισμού. Η κρίση στην πρώτη φάση της παρήγαγε τον Τσίπρα, τον Βαρουφάκη, τον Καμένο, τον Κατρούγκαλο…
Ωστόσο, θέλω πάντα να ελπίζω, γιατί διαφορετικά θα είχα καταδικαστεί και εγώ, όπως και τόσοι άλλοι, στην απραξία. Και πιστεύω, όντως, πως, έστω από την αρνητική πλευρά, έχει ολοκληρωθεί ένας ιστορικός κύκλος, ο ιστορικός κύκλος της μεταπολίτευσης. Και δεδομένου ότι –δυστυχώς– οι λαοί μαθαίνουν πάντα μέσα από την εμπειρία τους, πιστεύω πως έχουμε χωνέψει το ιστορικό τέλος των ιδεολογιών που ταλανίζουν τους Έλληνες από τον Εμφύλιο και μετά. Συναφώς, και οι σημερινοί σκυλοκαυγάδες ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά έχουν καταστεί εντελώς ανούσιοι, μια και η πρακτική τους είναι ταυτόσημη σε όλα τα πεδία, ενώ οι νεοεισελθέντες στα σαλόνια της εξουσίας, εκείνοι της Αριστεράς, ξεπέρασαν τους αντιπάλους τους σε χαμέρπεια, πολιτικαντισμό, ξεπούλημα του εθνικού πλούτου, υποταγή στα ξένα συμφέροντα.
Θέλω να ελπίζω πως, επιτέλους, ολοκληρώνεται ο κύκλος της παρακμής και οι Έλληνες, έχοντας απορρίψει τις παρωπίδες των διχαστικών ιδεολογιών, θα μπορούσαν ίσως να επιχειρήσουν τη μεγάλη επανάσταση που απαιτεί η σωτηρία του έθνους.
Τι σας πληγώνει στην Αθήνα; Πείτε μου δυο-τρία μέτρα άμεσης προτεραιότητας που προτείνει ο συνδυασμός σας.
Η διόγκωση των προβλημάτων της Αθήνας οδηγεί στην ολοκληρωτική αλλοίωση του χαρακτήρα της πόλης.
Το πρώτο είναι η μεγάλη αλλαγή που έχει γίνει, από την Ομόνοια μέχρι τον Άγιο Ελευθέριο, στη σύνθεση της πόλης, με το μεταναστευτικό κύμα που υπολογίζεται ότι αντιπροσωπεύει περίπου ένα 30% με 35% του πληθυσμού. Στην απογραφή του 2011 ήταν 22% οι καταγεγραμμένοι αλλοδαποί στην Α΄ Αθηνών. Και το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχει διασπορά των μεταναστευτικών πληθυσμών. Οι Έλληνες φεύγουν και το κέντρο σταδιακά μεταβάλλεται σε γκέτο.
Πώς άραγε θα μπορούσαμε να πάρουμε κάποια μέτρα, έστω και ανεπαρκή; Πρώτον, χρειάζεται αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης. Η Ελλάδα έχει σύνορα και πρέπει να φυλάσσονται και οι παράνομοι ή παράτυποι μετανάστες να επιστρέφουν στις πατρίδες τους. Δεύτερον, οι πρόσφυγες να εγκαθίστανται προσωρινά, αλλά με ποσόστωση, σε όλες τις περιοχές της Αθήνας και όχι τελικώς οι πλούσιοι, οι οποίοι τους χρησιμοποιούν ως φθηνό εργατικό δυναμικό, να μένουν στο άσυλο της Φιλοθέης ή της Κηφισιάς και να έχουν μεταβάλει το κέντρο της Αθήνας σε hot spot. Δεν είναι τυχαίο ότι από τα Πατήσια ξεκίνησε κι εκεί εκτινάχθηκε τελικώς η Χρυσή Αυγή. Υπολογίζεται ότι η Α΄ Αθηνών έχασε περίπου 200.000 ελληνικό πληθυσμό τα 20-25 τελευταία χρόνια.
Το δεύτερο στοιχείο που οδηγεί στην έξωση των Ελλήνων, από την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, είναι η μετατροπή της κομπίνας του Airbnb σε μηχανισμό έξωσης των Αθηναίων από τα σπίτια τους. Διότι αγοράζονται μαζικά –ιδιαίτερα από Κινέζους, Άραβες, Τούρκους κ.λπ.– τα διαμερίσματα των μεγάλων περιοχών της Αθήνας. Για παράδειγμα –είναι πασίγνωστο– ένας Κινέζος γιατρός είχε αγοράσει 730 διαμερίσματα στο κέντρο. Αγοράζουν αθρόα διαμερίσματα και αυτό ανεβάζει τα ενοίκια στο κέντρο.
Η πλήρης απουσία κανονισμών μετέβαλε αυτό που αρχικά εμφανίστηκε σαν βοήθημα για πολλούς ανθρώπους σε μηχανισμό μαζικής αγοράς των διαμερισμάτων στον αστικό ιστό. Εξέλιξη που αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη αιτία έξωσης των Αθηναίων. Έτσι, τα ενοίκια ανεβαίνουν διαρκώς παρότι συνεχίζεται η κρίση.
Ένα τρίτο μεγάλο πρόβλημα είναι η ερήμωση του κέντρου της Αθήνας από πολιτιστικές δραστηριότητες: η μεταφορά της Βιβλιοθήκης, η μεταφορά της Λυρικής Σκηνής, η μεταβολή του Πολυτεχνείου και του Χημείου σε χώρους χωρίς φοιτητές, επιτείνουν τα προβλήματα και οδηγούν στην εγκατάλειψη της Πατησίων.
Χαρακτηριστική είναι η κατεύθυνση που παίρνει ο πολιτισμός στην Αθήνα. Ακόμα και το Φεστιβάλ Αθηνών επιχειρήθηκε να παραδοθεί στον Γιαν Φαμπρ και τα «παλλόμενα πέη» του. Πρόκειται για έναν δήθεν πολιτισμό ο οποίος είναι απλά κακέκτυπο και βλαχομπαρόκ μίμηση της παγκοσμιοποίησης. Διεξάγεται ένας πολιτιστικός πόλεμος. Ας θυμηθούμε το αίσχος της «Documenta», που μεταφέρθηκε ως παράρτημα του Κάσελ από τη Γερμανία στην Αθήνα. Το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσό χρημάτων έρχεται μέσα από ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις και ΜΚΟ έχει μεταβάλει τον πολιτισμό σε πεδίο της παγκοσμιοποίησης.
Τελικώς, η Αθήνα που είναι ήδη αποκομμένη από την υπόλοιπη Ελλάδα ως υδροκεφαλική, απομακρύνεται ακόμα περισσότερο.
Στην κατεύθυνση της αναζωογόνησης της και της επανασύνδεσής της με την ελληνική πραγματικότητα, μια δημοτική αρχή με όραμα θα μπορούσε να κάνει πολλά, ακόμα και να ξαναφέρει τους Έλληνες μέσα στην πόλη. Αρχικώς, να επαναφέρει τις παραγωγικές δραστηριότητες: τυπογραφεία, βιβλιοδετεία, μικρές βιοτεχνίες. Να επιδοτήσει την εγκατάστασή τους στον αστικό ιστό. Να διευκολύνει την εγκατάσταση νέων ζευγαριών με μείωση –ένα μέτρο άμεσο– των δημοτικών τελών, δίνοντας ταυτόχρονα κίνητρα για εργαζόμενες μητέρες. Να επιδοτήσει όσους φέρνουν την κατοικία τους πλησιέστερα στην εργασία, μειώνοντας τον κυκλοφοριακό και ενεργειακό φόρτο και τη ρύπανση, ανασυστήνοντας ταυτόχρονα τις γειτονιές.
Παράλληλα, μπορεί να επιχειρήσει και σημαντικές νέες παρεμβάσεις. Ο Δήμος έπρεπε να διαθέτει βιβλιοθήκες και στα επτά διαμερίσματα της πόλης. Να εγκαταστήσει την ημι-εγκαταλελειμμένη βιβλιοθήκη, η οποία βρίσκεται στον σταθμό Λαρίσης, στο κτήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, που έχει πια μεταφερθεί στο ίδρυμα Νιάρχου.
Οι κοινωνικές υπηρεσίες θα έπρεπε να συνδεθούν με το κοινωνικό έργο των ενοριών, απέναντι στην ολοκληρωτική παράδοση τους στις ποικιλώνυμες και αδρά αμειβόμενες ΜΚΟ· ενώ η κοινοτική παράδοση των Ελλήνων θα πρέπει να ενεργοποιηθεί για την αντιμετώπιση του ζητήματος των ανέργων, των αστέγων και της φτώχιας, με πρωτοβουλίες κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
Τέλος, δεν έχουμε πλέον άλλα περιθώρια ούτε άλλο δρόμο πέρα από τη μεταβολή του πολιτισμικού μας κεφαλαίου στο έσχατο όπλο για την επιβίωσή μας. Διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση, δεν υπάρχει άλλη απάντηση από τον «εκσυγχρονισμό της παράδοσης», δηλαδή έναν εκσυγχρονισμό και μια οικουμενικότητα στηριγμένους στη δική μας παράδοση.
Πηγάδι / Ζωγραφική Σωτήρης Σόρογκας
Πόσο «μεταλλαγμένος» είστε κ. Καραμπελιά; Από την επαναστατική αριστερά της δεκαετίας του ’70 και την υπεράσπιση μελών της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Ν έχετε περάσει στον πατριωτισμό, στην Ορθοδοξία, στο Βυζάντιο και στον Αυτοκράτορα Παλαιολόγο. Ομολογουμένως εκπληκτική διαδρομή. Συναρπαστική. Διανύσατε μεγάλες και δύσκολες αποστάσεις. Πείτε μου για αυτό το ιδεολογικό ταξίδι σας.
Όσο και αν σας φαίνεται παράδοξο, η επιδίωξή μου, σε όλη μου τη ζωή, υπήρξε κάτι που ίσως μοιάζει ακατόρθωτο, η «ουτοπία» της ταύτισης λόγων και έργων, έστω και αν γνώριζα πως κάτι τέτοιο μάλλον υπερβαίνει την ανθρώπινη κατάσταση. Το όραμα ενός κόσμου χωρίς εκμετάλλευση, απόλυτα διάφανου, που συγκλόνισε τόσες και τόσες γενιές, μαζί και τη δικιά μου, πρέπει και μπορεί να παραμένει το ζητούμενο των ανθρώπων και των πολιτισμών. Ενώ ταυτόχρονα γνωρίζουμε πως αυτό το αίτημα θα παραμένει διαρκώς ημιτελές. Ο συνδυασμός ουτοπίας και πραγματικών, απτών, βημάτων αλλαγής υπήρξε πάντοτε επιδίωξή μου.
Ο άνθρωπος επιζητεί την τελείωση, είτε μέσα από έναν εγκόσμιο παράδεισο είτε μέσα από έναν υπερβατικό. Και επειδή κατανόησα πως η άμεση εφαρμογή του εγκόσμιου παράδεισου είναι ανέφικτη και οδηγεί στον ολοκληρωτισμό, την τρομοκρατία και ενίοτε στην «κόλαση», προσέγγισα με πολύ μεγαλύτερη κατανόηση εκείνους που αποζητούν τον μόνο πιθανό Παράδεισο, τον υπερβατικό. Αυτή η διαπίστωση με έφερε κοντά στην Ορθοδοξία. Η δεύτερη, και κυριότερη, ήταν η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η Ορθοδοξία αποτελεί τόσο τη συνέχεια του αρχέγονου ελληνικού δρόμου όσο και βασική συνιστώσα της ελληνικής ιδιοπροσωίας και ταυτότητας. Δεν μπορείς να νοήσεις τον Έλληνα χωρίς την Ορθοδοξία.
Τέλος, σε σχέση με τον πατριωτισμό. Συνειδητοποιώντας τον ανέφικτο και ολοκληρωτικό χαρακτήρα της κομμουνιστικής ουτοπίας, ταυτόχρονα κατανοούσα πως η δημοκρατία και η κοινωνική δικαιοσύνη έχουν ως προνομιακό πεδίο εφαρμογής τους το εθνικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, οι οποιοιδήποτε κοινωνικοί ή περιβαλλοντικοί, π.χ., αγώνες μπορούν να διεξαχθούν μόνο στο πεδίο του έθνους και του κράτους του. Και επειδή σήμερα το έθνος μας απειλείται με ιστορική έκλειψη, διαπίστωσα πως μόνο η «επιστροφή» στο ιστορικό και πολιτιστικό μας βάθος μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ανάκαμψη και υπέρβαση της μιζέριας, της μετριοκρατίας, του γραικυλισμού. Μόνο η «επιστροφή» στο υπόδειγμα του Περικλή και του Αλεξάνδρου, η επιστροφή στον «ένδοξό μας βυζαντινισμό» του Κωνσταντίνου Καβάφη, ή στον Μακρυγιάννη και τον Θεόφιλο του Σεφέρη, μπορεί να αποτελέσει τη μόνη στέρεη βάση και τη μοναδική ελπίδα για μια πιθανή ανάκαμψή μας.
Εξάλλου, η σταδιακή επικέντρωσή μου, μετά το 1990, στην πατριωτική συνιστώσα ανταποκρίνεται σε πραγματικές αλλαγές στην ιστορική και γεωπολιτική πραγματικότητα. Σήμερα, το αίτημα του πατριωτισμού επικαθορίζει και όλα τα υπόλοιπα, δυστυχώς ίσως, γιατί καταδεικνύει την έκπτωσή μας, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα.
Σε ό,τι αφορά τη σχέση μου με τους τρομοκράτες, αυτός είναι ένας ακόμα μύθος που κατασκεύασε το μεταπολιτευτικό καθεστώς για να συκοφαντήσει όσους πιστεύαμε πως η τρομοκρατία πρέπει πριν απ’ όλα να ηττηθεί ιδεολογικά. Επειδή πάντοτε θεωρούσα πως οποιαδήποτε ένοπλη αντιπαράθεση με την εξουσία δικαιολογείται μόνο απέναντι στην ξένη κατοχή και σε δικτατορικές εξουσίες, ήμουν, από το 1974 μέχρι σήμερα, ενάντιος στη λογική της τρομοκρατίας. Οι τρομοκράτες, στην πραγματικότητα, επιθυμούν να επιβάλουν τη δική τους άποψη πάνω στη βούληση του λαού και δεν κατανοούν τη διαφορά ανάμεσα σε όραμα και συγκεκριμένα ιστορικά βήματα. Και αυτή η σύγχυση οδηγεί πάντοτε σε ολοκληρωτισμό και τρομοκρατία. Όμως, η περίοδος της τρομοκρατίας έπρεπε να κλείσει και στην Ελλάδα, όπως έγινε στην Ιταλία, δηλαδή με την ιδεολογική ήττα της τρομοκρατίας και με μια βαθύτατη αυτοκριτική των ίδιων των μελών των ένοπλων οργανώσεων, όπως έκαναν άνθρωποι σαν τον Κούρτσιο. Προσπάθησα, αφελώς μάλλον, να πείσω τόσο το ελληνικό πολιτικό και μηντιακό σύστημα όσο και τα ίδια τα μέλη των ένοπλων οργανώσεων για την ανάγκη μιας τέτοιας διεξόδου. Τα κείμενά μου ενάντια στην τρομοκρατία χρονολογούνται από το 1974, αλλά πάντα προσπαθώντας να δώσω μια πολιτική διέξοδο διότι πίστευα πως, εάν δεν γίνει αυτό, η τρομοκρατία θα αναβιώσει, όπως και τελικά έγινε. Οι πολιτικές δυνάμεις αρνήθηκαν να το κατανοήσουν ενώ και κάποιοι από τα συλληφθέντα μέλη της «17 Νοέμβρη» δεν προχώρησαν ποτέ σε κάποια αυτοκριτική. Το αποτέλεσμα ήταν πως μια νέα γενιά ένοπλης βίας και τρομοκρατίας αναπτύσσεται σήμερα και η δική μου προσπάθεια έμεινε χωρίς αποτέλεσμα και χωρίς επαύριο.
Τώρα πια, στο γέρμα της διαδρομής μου, καθώς πια έχουν συσσωρευτεί σε αλλεπάλληλα στρώματα οι εμπειρίες της ζωής, πιστεύω πως όποιος ασχολείται με τα δημόσια πράγματα μπορεί να πάρει δύο ή τρεις πιθανές εναλλακτικές κατευθύνσεις. Η μία, η συνηθέστερη, είναι να εγκαταλείψει τα οράματά του, να «προσαρμοστεί» στην άθλια πραγματικότητα που μας περιβάλλει και ενίοτε να γίνει μέρος της. Αυτό, άραγε, δεν συνέβη με τόσες χιλιάδες και χιλιάδες «αγωνιστές» της δεκαετίας του 60 ή του Πολυτεχνείου, που μεταβλήθηκαν στις πιστότερες θεραπαινίδες της εξουσίας και των πολυεθνικών; Για τον δεύτερο δρόμο, του ολοκληρωτισμού και της τρομοκρατίας, μίλησα ήδη. Ένας τρίτος δρόμος, που αποτελεί και την επιδίωξή μου, είναι να διατηρείς το όραμα «μιας άλλης ζωής πέρα απ’ τα αγάλματα», ως πολικό αστέρα σου και ταυτόχρονα να κατανοείς πως το όραμα, η ουτοπία είναι πάντοτε αναγκαία, αλλά και διαρκώς ανέφικτη στην ολότητά της, κρατώντας εντούτοις τις αξίες της. Το μεγάλο ζητούμενο, δηλαδή, είναι να κινείσαι πάνω στην κόψη ενός ξυραφιού, όπου από τη μία πλευρά βρίσκεται η ενσωμάτωση και από την άλλη η περιθωριοποίηση. Το τι ακριβώς πέτυχα θα κριθεί, κρίνεται, και εξάλλου ποτέ δεν είναι αργά για να πέσεις με πάταγο από την κόψη του ξυραφιού!
Φωτογραφίες: Γιάννης Μάνος