Δευτέρα, 14 Οκτωβρίου, 2024 - 05:58

Άξιο παιδί της Ρωμιοσύνης

Όχι, ο Μίκης δεν ήταν ούτε ήρωας ούτε άγιος. Άνθρωπος ήταν. Με τα λάθη, τα πάθη και τις αντιφάσεις του. Είχε όμως την μαεστρία, όλα αυτά τα μικρά και τα εφήμερα να τα σμιλεύει με δυσεύρετα υλικά - που μόνο αυτός κατείχε σε ανεξάντλητες ποσότητες: με δεξιότητα, με νότες, με πατριωτισμό, με όραμα, με αγώνα, με πείσμα, με εγκαρτέρηση, με πόνο, με αίμα.
Η Ρωμιοσύνη αποχαιρέτησε πριν από λίγες ημέρες τον Μίκη. Αποχαιρέτησε ένα κομμάτι τής ψυχής της –το πιο προικισμένο, το πιο  πατριωτικό και το πιο μαχητικό - ίσως το μεγαλύτερο του 20ου αιώνα. Ωστόσο δεν τον αποχωρίστηκε. Ο θάνατος του Θεοδωράκη δεν ήταν το τέλος, αλλά η αφετηρία. Η αρχή μιας νέας πορείας, αρκεί να το θελήσουμε, με οδηγητή τις μεγάλες παρακαταθήκες του υψηλόφρονα και ψηλόκορμου Έλληνα καλλιτέχνη για ελευθερία και εθνική ενότητα. Κληρονομιές που ίδιος διαμόρφωσε - σε πείσμα των εχτρών και των δικών του, με την μουσική του, τον ασίγαστο αγώνα του, τις διώξεις και τις εξορίες του.
 
Ας σκουπιστούν τα δάκρυα. Δεν αρμόζουν οι θρήνοι για την απώλεια του. Όλοι θνητοί είμαστε, άλλωστε, «το μόνο φτάσιμο, το μόνο σίγουρο, είναι ο θάνατος. ‘Όλοι φτάνουν εκεί –και μάλιστα χωρίς προσπάθεια». Ας δούμε όμως πίσω από τον θάνατο του την μεγάλη εικόνα –αυτή της υπερηφάνειας. Ότι, αυτή η μικρή χώρα με τη μεγάλη Ιστορία, βγάζει τεράστια μεγέθηˑ μεγέθη που ήρθαν στον τόπο μας όχι για να ζήσουν και να πεθάνουν, αλλά για να μείνουν για πάντα μαζί μας. Για να παιδαγωγούν και να εμπνέουν γενιές και γενιέςˑ τις τωρινές και τις μελλοντικές. Τις αιώνιες γενιές του Γένους των Ελλήνων. Μεγέθη που ήρθαν σε αυτόν τον μικρό και ευλογημένο τόπο όχι μόνο για το σήμερα, αλλά για το αύριο.
 
Ο Μίκης δεν πέθανε. Το κορμί του μόνο ξεκουράστηκε σε κάποιον ήσυχο ίσκιο της Κρήτης. Η ψυχή του είναι εδώ. Παρούσα. Μελωδούσα. Μια ψυχή βαθιά ριζωμένη μέσα στη συνείδηση της κοινωνίας –με το μουσικό του έργο του να κυλάει στις φλέβες της και να ανάβει τις καρδιές. 
 
Όχι, ο Μίκης δεν ήταν ούτε ήρωας ούτε άγιος. Άνθρωπος ήταν. Με τα λάθη, τα πάθη και τις αντιφάσεις του. Είχε όμως την μαεστρία, όλα αυτά τα μικρά και τα εφήμερα να τα σμιλεύει με δυσεύρετα υλικά - που μόνο αυτός κατείχε σε ανεξάντλητες ποσότητες: με δεξιότητα, με νότες, με πατριωτισμό, με όραμα, με αγώνα, με πείσμα, με εγκαρτέρηση, με πόνο, με αίμα. Λάξευε όχι για κρύψει τρωτά και ελαττώματα, αλλά για να χτίσει. Και μέρα με τη μέρα, πέτρα τη πέτρα, λαβωματιά τη λαβωματιά, είδε την ανατολή να ροδίζει και σιγά – σιγά το φως να πληθαίνει. Οικοδόμησε μια ασύλληπτη υπερκόσμια διάσταση. Έγινε παγκόσμιος. Έγινε αιώνιος. Ποιος δεν συζήτησε τις πολιτικές σκέψεις του; Ποιος  δεν ασχολήθηκε με τον αγώνα του; Ποιος δεν ερμήνευσε τις θέσεις του; Ποιος δεν τραγούδησε ανά την υφήλιο τις δημιουργίες του;
 
 
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν, είναι και θα είναι ένα μεγάλο Μέγεθος για την Ρωμιοσύνη. Ασύγκριτο. Δεν θυμάμαι κανέναν από τους περασμένους, απ’ αυτούς που ήρθαν κι έφυγαν, όσο τιμημένοι κι αν ήταν,  που να κατάφεραν με το έργο τους να διεισδύσουν παντού όσο ο Θεοδωράκης. Ο Μίκης και που δεν χώρεσε; Μπήκε  στα φτωχόσπιτα, στα σαλόνια των αστών, στις λαϊκές γειτονιές, στις μεγαλουπόλεις, στις πλατείες, στις λεωφόρους, στις ταβέρνες, στους καφενέδες, στις λουλουδιασμένες αυλές, στα γιαπιά, στα γλέντια, στα φεστιβάλ, στα πανηγύρια, στις εκδρομές, στις συγκεντρώσεις, στις πορείες, στα θέατρα, στους κινηματογράφους, στα σχολεία, στα αμφιθέατρα πανεπιστημίων, στα στάδια…Και ένα, από τα πολλά για τα οποία η Ελλάδα οφείλει να τον ευγνωμονεί, είναι ότι έμαθε στους απλούς πολίτες τους μεγάλους Έλληνες ποιητές –διευρύνοντας την ψυχή και την παιδεία τους. Εκατομμύρια στόματα τραγούδησαν τους στίχους του Ελύτη, του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Αναγνωστάκη και πολλών άλλων επενδυμένους με την μουσική του.
 
Μοναχική ήταν η πορεία του στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Οι «Δρόμοι Παλιοί», σε στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη, ήταν, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, το πιο αγαπημένο του τραγούδι. «Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα / δίχως να γνωρίζω κανένα. / Κι ούτε κανένας, κι ούτε κανένας / με γνώριζε, με γνώριζε». Και μια ολόκληρη ζωή βρισκόταν κυνηγημένος και προδομένος. Δεν τον άφηναν ποτέ να ησυχάσει. Κυνηγημένος από τους πολιτικούς του αντιπάλους, και προδομένος από τους κόκκινους συντρόφους του. Στους μαύρους και τους κόκκινους χρόνους της ζωής του, μόνος του ψυχώθηκε και μόνος του κραταιώθηκε. Η ποιητική σκέψη του Ελύτη, από μια στιγμή και μετά, τον εξέφραζε απόλυτα, «πήρα και στεφανώθηκα την άλω μόνος. Το στάρι που ευαγγέλισα, το δρέψα μόνος». Για αυτό οι δρόμοι των δύο αυτών μεγάλων ανδρών συναντήθηκαν στο «Αξιον Εστί» -δίνοντας στην Τέχνη ένα από τα πιο κορυφαία δημιουργήματα. 
 
Για την σκληρή δεξιά ο Θεοδωράκης ήταν ο ΕΑΜίτης της Αντίστασης, ο κομμουνιστής των δεκεμβριανών και του Εμφυλίου –και ο πράκτορας του σοβιετικού επεκτατισμού, και για την δογματική αριστερά ο προδότης του προλεταριάτου. 
 
Η ρήξη του ’49 
 
Από το 1949 βρίσκεται άστεγος κομματικά. Βρίσκεται εκτός των γραμμών του ΚΚΕ. Απομακρύνεται από μόνος του, αηδιασμένος από το «μπρος – πίσω» του κόμματος - από τις θέσεις της 6ης Ολομέλειας σχετικά με τα «Δεκεμβριανά», όμοιες με εκείνες που είχε διατυπώσει ο Θεοδωράκης το 1944 –πλην όμως τότε ήταν εκτός γραμμής της ηγεσίας και κομματικό ανταρτοδικείο τον είχε καταδικάσει σε θάνατο (η ποινή δεν εκτελέστηκε λόγω εξέλιξης των μαχών στην Αθήνα). Στην αυτοβιογραφία του «Δρόμοι του Αρχάγγελου» (Ε΄ τόμος) θα γράψει για εκείνη την περίοδο: «όταν μας έφεραν στο Δ΄ Τάγμα Μακρονήσου τις εφημερίδες για να διαβάσουμε τις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας, το σαράκι της αμφιβολίας, που έκτοτε με βασάνιζε, βρήκε τροφή για να θεριέψει. Κάτι έσπασε μέσα μου: η πίστη στην ηγεσία του ΚΚΕ. Και από τότε έπαψα να είμαι μέλος του Κόμματος. Και συνέβη λοιπόν αυτό το πρωτοφανές, να με βασανίζουν για κάτι που είχα πάψει να είμαι –μέλος του ΚΚΕ. Όταν στο μέσο των ομαδικών βασανισμών ο μοίραρχος της Χωροφυλακής που μας συνόδευε από το άλλο στρατόπεδο έπαθε σοκ μπροστά σε μια μορφή βίας που ούτε ο ίδιος –βαμμένος αντικομουνιστής εν τούτοις- δεν φανταζόταν και έσκυψε και μου είπε: ‘‘Παιδί μου, είναι κανίβαλοι! Σε παρακαλώ κάνε δήλωση για να γλιτώσεις’’, δεν του είπα: ‘‘Δεν υπογράφω, γιατί είμαι κομμουνιστής’’, αλλά ότι: ‘‘Δεν υπογράφω, γιατί είμαι Κρητικός’’ και το εννοούσα.
 
»Για μας τους Έλληνες κομμουνιστές, που ασπαστήκαμε από την πρώτη μας νεότητα τη νέα ιδεολογία, όλη αυτή η περίοδος υπήρξε ένα οδυνηρό σχολείο. Μπήκαμε στο Κόμμα φορτωμένοι με μύθους, που όσο προχωρούσαμε προς την Απελευθέρωση κατέρρεαν ο ένας μετά τον άλλον. Βαθιά προβληματισμένοι από την αλαζονεία της κομματικής εξουσίας στο τρίμηνο της κόκκινης κυριαρχίας στην Αθήνα (από Οκτώβριο μέχρι Δεκέμβριο του 1944), βγήκαμε από τη μάχη του Δεκέμβρη γεμάτοι ερωτηματικά.
 
»Όμως ο αντίπαλος δεν μας επέτρεψε να συνέλθουμε, να ζητήσουμε εξηγήσεις, να διαφωτιστούμε. Οι διώξεις ήταν απανωτές. Συλλήψεις, ξυλοδαρμοί, δολοφονίες, δίκες φυλακίσεις, εξορίες. Με κορύφωση την κόλαση της Μακρονήσου. Εκεί έμελλε να με μεταφέρουν στις 26 Μαρτίου του 1949, στο Α΄ Τάγμα, για να με βασανίσουν, λίγες μέρες μετά την ανάγνωση των πρακτικών της 6ης Ολομέλειας, που με οδήγησε στην απόφασή μου να εγκαταλείψω οριστικά τις γραμμές του ΚΚΕ.
 
»Στη δεκαετία του ’50 προσπάθησα να αφιερωθώ στη Μουσική ολοκληρωτικά. Και πράγματι, με τη μουσική ξεπέρασα την εσωτερική κρίση. Ηρέμησα. Αρνήθηκα όλες τις προτάσεις να ξαναμπώ στο ΚΚΕ. Το 1957 εξ άλλου οι Σοβιετικοί επίσημοι απαγόρευαν την εκτέλεση του έργου μου «Σουίτα Αρ. 1» -τη στιγμή μάλιστα που είχα τιμηθεί με το χρυσό μετάλλιο στο Φεστιβάλ της Μόσχας –προσθέτοντας έτσι ένα ακόμα επιχείρημα μέσα μου για την πνευματοκτόνο ιδιότητα του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού, αυτού που θα κατήγγειλε ο Γκορμπατσώφ τριάντα χρόνια αργότερα.
 
»Τα πράγματα για μένα ήσαν σαφή. Δεν μπορεί να είναι ούτε να λέγεται Αριστερά η παράταξη που δεν σέβεται τη δημοκρατία, ούτε μέσα στο Κόμμα ούτε μέσα στην Κοινωνία. Όμως, όπως η Εκκλησία, που είχε χρεωθεί την Ιερά Εξέταση, τελικά μονοπώλησε τον Χριστιανισμό, το ίδιο και η καινούργια Εκκλησία –το κόμμα –χρεωμένο με εκατομμύρια θυμάτων και με δάκρυα λαών ολόκληρων, τελικά μονοπωλεί την Αριστερά. Πώς να βιώσεις μια τέτοια αλήθεια, όταν έχεις θυσιάσει τα νιάτα σου σ’ αυτή την ιδεολογία;».
Από τότε, από κει και πέρα, ο Θεοδωράκης, όπως λέει στην αυτοβιογραφία του, αποφασίζει να υπερασπιστεί τον χαμένο για εκείνον κομμουνισμό, τα προδομένα ιδανικά του, την ποδοπατημένη από ανάξιους ηγέτες νεότητά του, που την είχε αφιερώσει ολόκληρη στο κόμμα και στον λαό.
 
Περισσότερη δημοκρατία
 
Από τη δεκαετία του ’50 χαράσσει μια νέα πορεία –για μια άλλη Αριστερά, της εκτός κηδεμονίας του ΚΚΕ. Κινείται προς μια σύγχρονη και ανανεωτική Αριστερά, σε μία αντίληψη εθνικής συμφιλίωσης. Και αναζητεί ένα κίνημα το οποίο θα έβγαζε στην επιφάνεια προοδευτικές δυνάμεις –που κυριαρχούσαν τότε στις σύγχρονες κοινωνίες της Ευρώπης. Δυνάμεις που θα είχαν εντελώς απελευθερωθεί από ξεπερασμένες θεωρίες, αναλύσεις και δόγματα. Που θα ακουμπούσαν στέρεα πάνω στην πραγματικότητα και θα έθεταν σαν κύριους κοινωνικούς στόχους τη Δημοκρατία, την Ευημερία και την Πολιτιστική Ανάπτυξη. «Ζητείται η προοδευτική θεωρία», θα σημειώσει ο ίδιος ο Θεοδωράκης, «που θα συσπειρώσει άτομα και ομάδες με ανησυχίες, οράματα και ιδανικά για έναν καλύτερο κόσμο χωρίς βία και δάκρυα, χωρίς ταξικές, κομματικές ή προσωποπαγείς εξουσίες, έναν κόσμο, μέσα στον οποίο ο άνθρωπος να μπορεί να ανακαλύπτει την καλύτερη πλευρά του εαυτού του. Έναν άνθρωπο χωρίς τους σημερινούς καταναγκασμούς, τα άγχη και τις ψυχώσεις που του επιβάλλει μια καταναλωτική κοινωνία, καθώς τον αναγκάζει να παράγει και να καταναλώνει και να καταναλώνει για να παράγει».
 
 
Η νέα ιδεολογική πρωτοβουλία του ήρθε, δυστυχώς, σε λάθος πολιτική στιγμή. Σε χρόνο που τα μίση δεν είχαν σβήσει και οι πληγές του Εμφυλίου ήσαν ακόμη νωπές. Οι διώξεις του αντιπάλου, των ηττημένων, βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους. Δεν θα μπορούσε να ήταν και διαφορετική η κατάσταση. Όποιος κι αν ήταν ο νικητής –στη δε περίπτωση νίκης της δογματικής Αριστεράς ήταν περίπου ως δεδομένο ότι η βία που θα ξεσπούσε σε βάρος της ηττημένης πλευράς θα ήταν πολύ πιο ανηλεής –τουλάχιστον αυτό απεδείχθη στα κράτη της Α. Ευρώπης και των Βαλκανίων όπου επικράτησε η δικτατορία του προλεταριάτου. Από την άλλη πλευρά, οι κερδισμένοι του Εμφυλίου, η συντηρητική (φιλοβασιλική δεξιά) και η φιλελεύθερη πλευρά, ιδίως η πρώτη –δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα δεν έχει σημασία - φοβόταν τον ίσκιο της και δεν μπορούσε να δει μακρύτερα πέρα από τη μύτη της. Έτσι, μέσα στο κλίμα του φανατισμού, και των αντίποινων, δεν μπόρεσε να διαγνώσει την ιδεολογική μεταστροφή του Θεοδωράκη –τον οποίο ακόμη εξακολουθούσε να βλέπει ως κομμουνιστή –εχθρό του καθεστώτος. Αποτέλεσμα ήταν ο Μίκης, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές του ’60, να «επιστρέψει» στην προμετωπίδα του ΚΚΕ, την τότε ΕΔΑ (το κομμουνιστικό κόμμα ήταν εκτός νόμου).
 
Ο ίδιος θα πει στην αυτοβιογραφία του: «Όμως, η Δεξιά μου χάλασε τα σχέδια. Με τους διωγμούς και τις απαγορεύσεις εναντίον μου και στα τραγούδια μου, με οδηγούσε βήμα βήμα προς την πολιτικοποίηση. Δεν ήθελαν και πολύ για να ξυπνήσουν μέσα μου τα νωπά αντιδεξιά, αντιμοναρχικά και αντιαμερικανικά σύνδρομα, που τόσο καλά τα ένιωθα στην ψυχή μου και πάνω στις σάρκες μου. Η κυβέρνηση Καραμανλή επέλεξε την τακτική της αδικίας, της μεροληψίας. Με αντιμετώπιζε σαν πολίτη β΄ κατηγορίας, σαν εχθρό. Με απέκλειε από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Η Αστυνομία άνοιγε τα τζου – μποξ και έσπαγε τους δίσκους μου. Καταδίωκε τους ακροατές των συναυλιών μου. Τρομοκρατούσε τους φίλους της μουσικής μου. Σιγά σιγά γλιστρούσα προς την πολιτική αντίσταση.
 
»Αυτό που συνέβη στις σχέσεις μου με το ΚΚΕ, ήταν ότι με συνέδεαν μαζί του οι κοινοί μας εχθροί και μας χώριζαν η πλήρης αντίθεσή μου προς την ηγεσία, η έλλειψη εμπιστοσύνης στις αποφάσεις της και, τέλος, η βεβαιότητά μου ότι και το ΚΚΕ κάτω από άλλες συνθήκες, όταν δηλαδή θα πάψει να είναι το κόμμα των διώξεων, των μαρτύρων και των θυσιών και γίνει κόμμα εξουσίας, θα αναπαράγει τις ίδιες ακριβώς μορφές βίας, εναντίον των οποίων σήμερα παλεύει».
 
Με την ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) του Ηλιού δεν θα αργήσει να διαφωνήσει. Με μία Κίνηση, το «Μανιφέστο της Αθήνας», με μέλη παλιούς ΕΑΜίτες και πρώην φυλακισμένους και εξόριστους, επιχειρεί τον εκδημοκρατισμό της. Αποτυγχάνει. Έρχεται σε ριζική ρήξη με την ηγεσία της κατά τις μέρες της δολοφονίας και της κηδείας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη (27 Μαΐου 1963). Από την αυτοβιογραφία του Θεοδωράκη: «Οι ηγέτες της ΕΔΑ θέλανε να κρατήσουν την κηδεία σε όρια ανώδυνα για την τότε κυβέρνηση, γι’ αυτό και προσπάθησαν να μας απομονώσουν. Εμένα η περιφρούρηση της ΕΔΑ με έκλεισε στο κυλικείο του Σιδηροδρομικού Σταθμού Λαρίσης κατά την άφιξη της σορού και την επομένη, την ημέρα της κηδείας, με εμπόδισαν να μπω στην Μητρόπολη».
 
Ο χαφιεδισμός
 
Ο Θεοδωράκης ιδρύει την νεολαία των Λαμπράκηδων και περιοδεύει την Ελλάδα, πόλη – πόλη, χωριό – χωριό. «Οι Λαμπράκηδες έγιναν η ‘‘ΑΛΛΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ’’. Η πρώτη αντιδογματική, γνήσια δημοκρατική Αριστερά στην Ευρώπη. Ο πρόδρομος των κοσμογονικών αλλαγών, που ακολούθησαν από το 1968 και μετά και που οδήγησαν στον ευρωκομουνισμό κι από κει στη Περεστρόικα και στην κατάλυση των ολοκληρωτικών καθεστώτων στις κομμουνιστικές χώρες», θα υπογραμμίσει στην αυτοβιογραφία του. 
 
Η μαζικότητα των Λαμπράκηδων  ανησυχεί τα δύο κέντρα της Αριστεράς, την Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΔΑ και το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ που βρισκόταν εγκατεστημένο στο Βουκουρέστι. Φοβούνται πως ο Θεοδωράκης θα μετατρέψει τους Λαμπράκηδες σε κόμμα. Αποφασίζεται η διάλυσή τους. Προσπαθούν να μετατρέψουν τους συντρόφους τού Θεοδωράκη σε χαφιέδες, βάζοντας τους να παρακολουθούν τις κινήσεις του και ο ίδιος απειλείται ωμά. Όσοι αρνιούνται τον χαφιεδισμό, με διάφορα προσχήματα, αποστέλλονται στις ανατολικές χώρες. Διηγείται ο Θεοδωράκης: «Το 1966 η δικέφαλη εξουσία αποφάσισε εν κρυπτώ να διαλύσει τους Λαμπράκηδες. Είχε στο μεταξύ στρατολογήσει στο κόμμα τα πιο σπουδαία στελέχη, ώστε να τα βάλει στο χέρι. Το αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση της συρρίκνωσης των Λαμπράκηδων ήταν η απομάκρυνσή μου από το πόστο του Προέδρου. Αυτή η κίνηση έγινε ως εξής: Με κάλεσαν να πάω στο σπίτι ενός ηγετικού στελέχους, όπου συνάντησα ένα μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής και του Γραφείου Εσωτερικού, που μου είπε: ‘‘Θα πρέπει να υποβάλεις γραπτώς την παραίτησή σου από πρόεδρος των Λαμπράκηδων. Για να μην υπάρξουν σχόλια, θα γίνεις μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής. Αν δεν το κάνεις, θα μας αναγκάσεις να σε καταγγείλουμε για αντικομματικές ενέργειες’’». 
 
Στη δικτατορία
 
Κατά την διάρκεια της χούντας του ’67, ο Θεοδωράκης ιδρύει το ΠΑΜ (Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο). Επιχειρεί από το εξωτερικό μια συνεννόηση με τις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις, για μια από κοινού προσπάθεια ανατροπής της δικτατορίας Παπαδόπουλου. Αντιλαμβάνεται γρήγορα πως η αντίσταση της Αριστεράς είναι «στημένη». Πως ήταν στην ουσία ένα παιγνίδι στο χρηματιστήριο της επταετίας, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει κομματικές μετοχές στη μεταχουντική Ελλάδα. Δεν την απασχόλησε ιδιαίτερα, όπως διαπίστωσε, η απαλλαγή από τον ζυγό της δικτατορίας. «Άφησαν αυτή την δουλειά σε άλλους. Στα ‘‘κορόιδα’’. Γι’ αυτούς ο ‘‘αγώνας’’ θα άρχιζε από την επομένη της πτώσης», θα πει ο Θεοδωράκης.
Ανοικτά, εκείνη την περίοδο θα καταγγείλει την απάνθρωπη εξουσία των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», με έμφαση εκείνης της ΕΣΣΔ. Έτσι, ενώ στην Ελλάδα της χούντας απαγορεύονταν η μουσική του και καταστρέφονταν οι δίσκοι του, συνέβαινε το ίδιο και στην κατ’ ευφημισμό «Λαοκρατική Δημοκρατία» της Γερμανίας, όπου επίσης καταστράφηκαν όλοι οι δίσκοι του. 
 
Συνειδητοποιεί, πλέον, ότι η αποκατάσταση της δημοκρατίας μπορεί να προέλθει μόνον από τη «δεξιά». Από το Παρίσι όπου ευρίσκεται συνεργάζεται στενά με τον Κώστα Μητσοτάκη, επίσης αυτοεξόριστο στη γαλλική πρωτεύουσα. Οι δύο άντρες κινούνται αποκλειστικά προς «λύση Καραμανλή». Τα δραματικά γεγονότα της Κύπρου, το 1974, φέρνουν στην Ελλάδα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και δικαιώνουν το δίδυμο Θεοδωράκη – Μητσοτάκη –με τον πρώτο ανοικτά να θέτει το ιστορικό δίλλημα της εποχής
 
«Καραμανλής ή τανκς».
 
Η ανοικτή υποστήριξη του Θεοδωράκη στο πρόσωπο του Καραμανλή αποτελεί για το ΚΚΕ την δεύτερη μεγάλη προδοσία στην οποία υπέπεσε ο «σύντροφος Μίκης». Την απάντηση την έδωσε ο Θεοδωράκης λίγα χρόνια αργότερα: «Κι όταν ήρθε ο Καραμανλής, τότε είναι που πήραν τα βουνά, έκαναν αντάρτικο, με μάχες στα υψώματα της Αγίας Παρασκευής, μπήκαν στο φοβερό εχθρικό φρούριο της ΕΡΤ για να χτυπήσουν τον αντίπαλο ‘‘απ’ τα μέσα’’. Χτύπησαν, χτύπησαν, ώσπου στο τέλος έγιναν καραμανλικότεροι του Καραμανλή. Είχαν στο μεταξύ εισορμήσει μέσα σε όλα τα εχθρικά φρούρια, τι Τύπος, τι ραδιόφωνα, τι τηλεοράσεις, τι δημόσιες υπηρεσίες και πόστα που τα καθυπέταξαν όλα, και μετά, επί ΠΑΣΟΚ, τα διπλασίασαν και τα τριπλασίασαν. Κι όλα αυτά χάρη στην πίστη τους στην ιδεολογία, στο κόμμα, στο λαό».
 
 
Ωστόσο, θα έλεγε κανείς, ότι οι σχέσεις του μουσικοσυνθέτη με την Αριστερά ήταν σχέσεις «έρωτα και μίσους». Στις περιόδους του έρωτα ο Θεοδωράκης επέστρεφε στη Βουλή ως βουλευτής - επισκέπτης τού ΚΚΕ, δίνοντας κάθε φορά μια ακόμη ευκαιρία στον ίδιο και το κόμμα. Ο ίδιος ήταν κομματικά μεγάθυμος –και ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’80 είχε διευρυμένους τους πολιτικούς ορίζοντές του. Το ΚΚΕ, από την άλλη πλευρά, μη μπορώντας να αγνοήσει το τεράστιο μουσικό και πολιτικό κεφάλαιο που έφερε ο Μίκης –και την τεράστια απήχησή του στο λαό, συγχωρούσε (;) τις «απιστίες» του. Του έδωσε άφεση στην ρήξη του 1949 – 1950, στο «Καραμανλής ή τα τανκς», στην ανοικτή καταγγελία τού «υπαρκτού σοσιαλισμού», τον χαρακτηρισμό (1975) «Γενίτσαροι» για την ΚΝΕ (Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας). Ακόμη, ξεπέρασε (;) την σύμπραξή του, το 1989, με την ΝΔ και τον Κώστα Μητσοτάκη και προσπέρασε (;) τη δήλωσή του, στο συλλαλητήριο για την Μακεδονία στη πλατεία Συντάγματος (4/2/2018), «ο πιο επικίνδυνος φασισμός είναι ο αριστερόστροφος».
 
Κομμουνιστής ή Δεξιός;
 
Γιατί πήγε με την δογματική Αριστερά; Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος:
 
«Μα γιατί ο κομμουνισμός τότε υποσχόταν Ελευθερία και Δημοκρατία. Η κοινωνική δικαιοσύνη ήταν μια από τις συνέπειες της προχωρημένης Δημοκρατίας, της Λαϊκής Δημοκρατίας, μέσα σε συνθήκες της πλατιάς, της παλλαϊκής, της ευρύτερης δυνατόν Ελευθερίας. Τι ήταν η Σοβιετική Ένωση τότε; βασικά ήταν η χώρα που δέχθηκε το συντριπτικό χτύπημα από τον ναζισμό και τελικά τον νίκησε. Αυτό ήταν».
 
Γιατί ήρθε σε διάσταση με το ΚΚΕ; Απάντησε:
 
«Πώς να μην πονώ για τους συντρόφους εκείνους που πιστεύοντας ότι μένουν πιστοί συνέχισαν ν’ αγωνίζονται στις ίδιες κομματικές γραμμές όταν το κόμμα πάλευε να φέρει και στη χώρα μας, τι; Έλληνα κομμουνιστή ηγέτη, τον Έλληνα ‘‘πατέρα του λαού’’, που θα ’παιρνε στην αγκαλιά του το λαό μας –μωρό- να του δίνει με το μπιμπερό στάλα στάλα τη νόθα δημοκρατία και την ανάπηρη ελευθερία, να γίνει κι αυτός, ο λαός μούμια απ’ την αφυδάτωση, έως ότου σκάσει από την έλλειψη οξυγόνου…».
 
Γιατί πήγε με τη ΝΔ και έγινε υπουργός της Δεξιάς; Θα πει σε συζήτησή του με τον Μάνο Χατζιδάκι:
 
«Σήμερα έχουμε δημοκρατία και βέβαια στη δημοκρατία ή έννοια δεξιός ή αριστερός, συντηρητικός ή προοδευτικός, δεν έχει εκείνη την πολωτική και τραυματική έννοια που είχε πριν από το 1974. Ένας Δεξιός σήμερα είναι εξίσου Έλληνας, εξίσου πατριώτης. Και ακόμα κάτι άλλο. Εάν σήμερα, μέσα σε δημοκρατικές συνθήκες, εσύ πεις ότι ‘‘εγώ είμαι πιο δημοκράτης Έλληνας ή πιο πατριώτης από τον άλλον’’, τότε είσαι φασίστας. Καθαρά. Δεν έχει δικαίωμα κανείς, ούτε αριστερός, ούτε δεξιός, ούτε κεντρώος, να μονοπωλήσει τον πατριωτισμό». 
 
Η τελευταία επιθυμία του Θεοδωράκη ήταν να αφήσει αυτόν τον κόσμο σαν κομμουνιστής. Δεν ξενίζει το θέλημά του. Παραξενεύει ίσως όλους αυτούς που τον μίσησαν, επειδή ζήλεψαν την προσωπικότητά και το έργο του. Όλους αυτούς, που για αποδεχτούν και να αναγνωρίσουν κάποιον, πρέπει να είναι στο ύψος τους. Κι αν δεν είναι, να τον φέρουν. Στο ανάστημα του νάνου. Στην Ελλάδα, άλλωστε, βρισκόμαστε, που χτύπησε αλύπητα όλα τα άξια παιδιά της. Από τον Ελύτη μέχρι τον Καζαντζάκη, από τον Χατζιδάκι μέχρι τον Παλαμά, από τον Σικελιανό μέχρι τον Καποδίστρια και τον Κολοκοτρώνη. Δυστυχώς, έτσι συμβαίνει πάντα στα γιγάντια Μεγέθη που τυχαίνει να γεννηθούν μέσα λιλιπούτεια Νούμερα. Που δεν γίνεται να μην λασπωθούν τα πόδια τους εάν πρέπει να πορευτούν μέσα από ανθρώπους της σειράς με ψιλικατζίδικα μυαλά.
 
Ναι, ο Μίκης ήθελε να φύγει από την ζωή σαν Αριστερός. Ανθρώπινο. Στη εγκόσμια δύση του, οι θύμησες του κάθε ανθρώπου τον επιστρέφουν στα όνειρα και στο ρομαντισμό της νιότης του. Αυτά νοσταλγεί, αυτά τελικά, στον απολογισμό που κάνει, είναι ολόκληρη η ζωή του –η αγνότητα στα πρώτα περπατήματα της ζωής. Και ο Θεοδωράκης, όσο κι αν πικράθηκε στη ζωή του, δεν μπορούσε λίγο πριν από το τελευταίο ταξίδι του να απαρνηθεί τα πρώτα περπατήματά του στους δρόμους των πολιτικών του πόθων. Να αποκηρύξει τους μύθους του. Να μην γυρίσει στα πρώτα νιάτα του, στο πρώτο χώμα που τον έθρεψε –και να σκεπαστεί με αυτό. Κι ως μεγαλόκαρδος που ήταν έσβησε από το μυαλό του όλες τις πικρίες και κακοσύνες, τις λεπτομέρειες –όπως είπε, για να μείνουν τα μεγάλα μεγέθη. Και ο Θεοδωράκης ήταν τόσο μεγάλο Μέγεθος που δώρισε τον εαυτό του στην Ελλάδα –και ο μικρός αυτός τόπος μάς τον δώρισε στη συνέχεια σε όλους εμάς, σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Ρωμιοσύνη θα περπατά ανά τους αιώνες αντάμα με τον Μίκη.