Σάββατο, 20 Απρίλη, 2024 - 07:38

Η τυραννία της μειονότητας

Η Κύπρος οφείλει να καταστεί ένα κανονικό κράτος, απαλλαγμένο από παρωχημένες και αναχρονιστικές δουλείες, που υπονομεύουν την ταυτότητα και το μέλλον της

Γράφει ο Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης*

Η εξέταση των διαδικασιών που επιτρέπουν σε κοινωνικές και πολιτειακές δομές, όπως αυτές εκδηλώνονται προπάντων στον δυτικό κόσμο, την ανάδειξη πολιτικών ηγεσιών δημοκρατικής εξουσίας,  παραπέμπει συχνά στην αποκαλούμενη τυραννία της πλειοψηφίας υπό την έννοια πως οι πολλοί επιβάλλουν τη θέλησή τους στους λίγους και αυτό εάν δεν οικοδομείται σε συνθήκες μιας οιονεί εναλλαγής στην εξουσία, δημιουργεί ένα πλαίσιο διαρκούς διαδρομής της μειοψηφίας υπό την κυρίαρχη παρουσία της πλειοψηφίας.

Η αρχή αυτή θεωρείται ως δημοκρατική κατάκτηση της ανθρώπινης σκέψης από την εποχή της Κλασσικής Ελλάδας, ότι δηλαδή οι πολλοί κυβερνούν και η μειοψηφία υπακούει, προβάλλοντας τις απόψεις της και διεκδικούσα την εν ευθέτω χρόνω μετεξέλιξή της σε πλειοψηφία, δηλαδή σε κυβερνητική αρχή, μια διάσταση που ουσιαστικά καθόρισε το λεγόμενο δημοκρατικό πλαίσιο του σύγχρονου ευρωπαϊκού και δυτικού πολιτισμού.

Σε περιπτώσεις, όπου η μειοψηφία λειτουργεί ως θεσμικό ή δομικό εμπόδιο στην πραγμάτωση της αρχής της πλειοψηφίας, τότε δημιουργούνται συνθήκες μιας εν τοις πράγμασι υπονόμευσης του δημοκρατικού φαινομένου. Τούτο γιατί η μειοψηφία ή η κατά ταύτα πολιτική μειονότητα δικαιούται, έχει την ευκαιρία να καταστεί, στο πλαίσιο της δημοκρατικής διαδικασίας, από μειοψηφία σε πλειοψηφούσα κυβερνητική αρχή. Αυτό είναι το βασικό πλαίσιο, ο πυρήνας της δημοκρατικής διαδικασίας και όχι της δημοκρατίας αυτής καθ΄ εαυτής.

Εάν όμως η μειονότητα ή η πολιτική μειοψηφία, είτε στο πολιτικό, είτε στο εθνικό επίπεδο παρουσίας της στη συγκεκριμένη κρατική οντότητα, διαθέτει τη θεσμική δύναμη να παρεμποδίζει μια εν τοις πράγμασι λειτουργούσα ανάδειξη της πλειοψηφίας σε κυβερνώσα αρχή και δη της πολιτικής πλειοψηφίας, ανεξαρτήτως εθνικής ταυτότητας ή προέλευσης, τότε εκδηλώνεται παραβίαση αυτού τούτου του πυρήνα της δημοκρατικής αρχής, που παραπέμπει στο πλειοψηφούν γεγονός.

Σε συνέχεια των ανωτέρω, κραυγαλέο παράδειγμα παραβίασης της δημοκρατικής αρχής, κατά τρόπο ανάγλυφο, συνιστά η διάρθρωση και δομική κατασκευή του μετααποικιακού πολιτεύματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Αυτή η κατασκευή εμφανίζει συμπτώματα φυλετικού, δηλαδή εθνικού διαχωρισμού, προδήλως παραβιάζοντaw το της δημοκρατικής αρχής πολιτικό γεγονός. Κατά ταύτα πρέπει κανείς να υπογραμμίσει πως η εν προκειμένω παρά φύσιν προσέγγιση συνταγματικής διάρθρωσης συνιστά και τη ρίζα γένεσης και πορείας του Κυπριακού Προβλήματος.

Το Σύνταγμα για την ίδρυση και λειτουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας, προϊόν συζητήσεων τρίτων, δηλαδή εξωγενών παραγόντων και όχι της βούλησης του κυπριακού λαού, συζητήσεις που κορυφώθηκαν κατά τον Δεκέμβριο του 1958 και αρχές του 1959 με τις εν προκειμένω επακολουθήσασες συμφωνίες, που διημείφθησαν στη Ζυρίχη και το Λονδίνο, ορθώς αποκαλείται και ως δοτό. Ο προσδιορισμός αυτός προκύπτει, καθώς δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός λαού, αλλά ανασκευάζοντας το δημοκρατικό γίγνεσθαι, το προσαρμόζει σε δύο κοινοτικές εκφάνσεις του αποικιακού λαού, δηλαδή σε ένα επίπεδο φυλετικού διαχωρισμού, στο πλαίσιο οικοδόμησης ενός κρατικού, πολιτικού σχήματος με βασικούς συντελεστές δυο κοινότητες που στη συνέχεια προσδιορίστηκαν ως τουρκοκυπριακή και ελληνοκυπριακή.

Η αιτιολογική βάση που προσδιορίζει το εν προκειμένω σύνταγμα ως δοτό παραπέμπει στο ότι ο λαός δεν ήταν επί της ουσίας διαχωρισμένος, αλλά διαχωρίσθηκε τεχνηέντως. Τα δεδομένα επί του εδάφους καταμαρτυρούν και την πιο πάνω συλλογιστική, καθώς ο αποικιακός λαός ήταν διεσπαρμένος εν συνόλω σε όλη την επικράτεια του νησιού. Εξ αυτού, δεν υπήρχε εδαφική βάση επί της οποίας να θεμελιούται οποιαδήποτε αξίωση γεωγραφικού διαχωρισμού.

Προκειμένου να επιτευχθεί η συγκέντρωση εθνικών ομάδων επί συγκεκριμένης εδαφικής ζώνης, που θα επέτρεπε τη διχοτόμηση, η Τουρκία φρόντισε στο πλαίσιο των διακοινοτικών ταραχών του Δεκεμβρίου 1963 και αρχών του 1964, να μετακινήσει τουρκοκυπριακούς πληθυσμούς από μεικτά χωριά διάσπαρτα σε όλη την Κύπρο σε συγκεκριμένες περιοχές, κυρίως του βορρά. Αυτό θα επέτρεπε, όπως και έγινε, την αξιοποίηση ενός μομέντουμ, για να δημιουργήσει συνθήκες υπαγορεύουσες τον εθνικό διαχωρισμό και στο εδαφικό πλαίσιο, έτσι ώστε να οικοδομηθεί η παράσταση μιας τουρκικής «κρατικής οντότητας» στη βόρεια περιοχή της Κύπρου.

Ειδικότερα, λίγα έτη αργότερα κατά το 1974, ο σχεδιασμός αυτός περί μιας εδαφικής βάσης, επεκτάθηκε με τη μετακίνηση και συγκέντρωση των Τουρκοκυπρίων σε μια συγκεκριμένη εδαφική ζώνη στο βόρειο τμήμα της Κύπρου.

Αυτό το γεγονός ουσιαστικά μαρτυρεί και καταγράφει πως είναι ικανό ένα αφήγημα υπονόμευσης της αρχής της πλειοψηφίας διά της μειονότητας, να γεννήσει διχοτομικές διεργασίες και να συμπαρασύρει το κρατικό πλαίσιο μιας μετααποικιακής δομής σε μια εν τοις πράγμασι διαρκή υπονόμευση του δημοκρατικού γεγονότος. Το τελευταίο θα μπορούσε να ονομαστεί και προσφυώς ως «τυραννία της μειοψηφίας».

Τούτο γιατί η περίπτωση, στην οποία γίνεται αναφορά, εν προκειμένω η Κύπρος, αποικία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας κατά τα μέσα του 20ου αιώνα, δικαιούτο, όπως συνέβαινε και με τις υπόλοιπες αποικιοκρατούμενες περιοχές του κόσμου, που διεκδικούσαν ελευθερία, την εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής ως δημοκρατικού δικαιώματος, που θα παρέπεμπε στην αυτοδιάθεση των λαών.

Μέσω της υπονόμευσης της ως άνω αρχής, δηλαδή εκείνης της αυτοδιάθεσης, γεγονός που επισφραγίστηκε με τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, παραβιάστηκε και ο πυρήνας της δημοκρατίας, δηλαδή το σχήμα ένας άνθρωπος – μία ψήφος. Υπογραμμίζεται πως αυτό, ειδικά για τους αποικιοκρατούμενους λαούς κατά την υπό αναφορά περίοδο, ήταν αναγκαστικό δίκαιο, το οποίο στην περίπτωση της Κύπρου δεν έτυχε εφαρμογής.

Ως εκ τούτου και κλείνοντας την κυκλική παράθεση γεγονότων, που προηγήθηκε, μεταφέροντάς τα σε ενεστώτα χρόνο και απαντώντας στο πως εξακολουθεί να πραγματώνεται στη μεγαλόνησο ένα σχήμα τυραννίας της μειοψηφίας, εν προκειμένω της μειονότητας, επισημαίνεται πως η ουσία του προβλήματος, που υφίσταται σήμερα στην Κύπρο παραπέμπει στην αρχική κατασκευή ενός συστήματος αντιδημοκρατικής διάρθρωσης, ικανού να υπονομεύσει την ύπαρξη κράτους και πληθυσμού ως πολιτικό γεγονός, αλλά και ως ανθρώπινη ύπαρξη διαρκώς και σε συνέχεια.

Συναφώς, οι συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα από το 1974 και εντεύθεν για την επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος θα έπρεπε να στοχεύουν, πέραν της άρσης των υφισταμένων συνθηκών κατοχής και εποικισμού, στην ανάδειξη και απάλειψη του προπατορικού αμαρτήματος του Κυπριακού, που παραπέμπει στη δυαδική αρχή της ισότητας μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας, προβάλλοντας κατά ταύτα την κρατούσα διεθνώς διάσταση ενός κοινού πολιτικού λαού και την εν προκειμένω ισότητα των πολιτών.

Τα ανωτέρω μηνυματικά εκπέμπονται, ακόμη και ως κώδων, προκειμένου να αναλογίζεται σε κάθε της βηματισμό η ηγεσία του τόπου, πως η Κύπρος οφείλει να καταστεί ένα κανονικό κράτος, απαλλαγμένο από παρωχημένες και αναχρονιστικές δουλείες, που υπονομεύουν την ταυτότητα και το μέλλον της. Καταληκτικά, καθίσταται πρόδηλο και αναγκαίο, ιδιαιτέρως μετά από τόσες κατακτήσεις δικαιωμάτων των λαών και των ανθρώπων ανά την υφήλιο, πως η χώρα αυτή, κράτος - μέλος πλέον της ΕΕ, δικαιούται, όπως όλα τα άλλα κράτη – μέλη, πρωτίστως δημοκρατία, ελευθερίες και εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας, μη αποδεχόμενη τα προβαλλόμενα για τη λύση του Κυπριακού Προβλήματος, εξωγενή ενίοτε, μοντέλα επίλυσης συγκρούσεων από «καλοπροαίρετους» κήρυκες και παρατρεχάμενους του διεθνούς παράγοντα.

*O Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης είναι Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο