Σμύρνη 1922: Το έγκλημα της Δύσης σε βάρος του Ελληνισμού
Ήταν προδιαγεγραμμένη η Καταστροφή στη Σμύρνη, το 1922; Είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί το συγκεκριμένο ερώτημα, με τις απόψεις των ιστορικών για το τι ακριβώς συνέβη τότε να διίστανται, ακόμη και μέχρι σήμερα –έναν αιώνα μετά την εθνική τραγωδία. Αναμφισβήτητα, υπήρξαν λόγοι και αιτίες για την μεγαλύτερη ίσως ταπείνωση του Ελληνισμού στην μακραίωνη Ιστορία του. Όπως, αναμφίβολα κανείς από τους κρατούντες της εποχής, όσοι απ’ αυτούς αποφάσισαν και συνέχισαν την Εκστρατεία της Ελλάδας στη γη της Ιωνίας, πριν και μετά το 1920, δεν υπήρξε συνειδητά επίορκος. Ασχέτως εάν η δικαιολογημένη οργή και πικρία αναζήτησαν εξιλαστήρια θύματα και η εθνική πανωλεθρία εκτονώθηκε (;) με τις εκτελέσεις έξι πολιτικών και στρατιωτικών στο Γουδή, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, μέσα σ’ ένα πολιτικό κλίμα άγριου θυμού και εντός ενός άκρως διαιρετικού περιβάλλοντος «πατριωτών – απάτριδων» - «βασιλικών – βενιζελικών» -απότοκο του εθνικού διχασμού της θλιβερής περιόδου 1915 -1917.
Όσο πατριώτης ήταν ο λαοφιλής Ελευθέριος Βενιζέλος -με τα λάθη του, άλλο τόσο φιλόπατρις ήταν και ο λαοπρόβλητος βασιλιάς Κωνσταντίνος -με τα σφάλματά του. Και οι δύο πλευρές δεν είχαν άλλο όραμα –προφανώς με διαφορετικές προσεγγίσεις ο καθένας τους- παρά, αυτό της Μεγάλης Ιδέας. Οι δρόμοι τους, αν και παράλληλοι, ήταν διαφορετικών στοχεύσεων. Ο ένας είχε προσανατολισμό την Σμύρνη, ο άλλος την Κωνσταντινούπολη. Το όνειρο και των δύο πλευρών σε κάθε περίπτωση συνόρευε, το οποίο δεν ήταν άλλο από την ύπαρξη του ελληνισμού στα πατρογονικά του εδάφη, όπως παλαιότερα, στις δύο αντικρυστές ακτές του Αιγαίου Πελάγους. Ιδέα που καλλιεργήθηκε στους Έλληνες καθ’ όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας, που δεν κατάφερε όμως να υλοποιηθεί στην Επανάσταση του 1821 –παραμένοντας ωστόσο άσβεστη φλόγα στους κατοπινούς χρόνους, για να πάρει τελικά σάρκα και οστά τον Μάιο του 1919 με την εκστρατεία του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Μόνο που το σύνθημα «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», που τόσο βεβιασμένα γιορτάστηκε, δεν έμελλε να διαρκέσει επί πολύ.
Ο μονόδρομος προς τη Σμύρνη
«Τι δουλειά είχε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη;» ήταν και είναι το ερώτημα πολλών –ειδικών και μη-, αφήνοντας ευθείες κατηγορίες ή έμμεσες αιχμές εναντίον του Ε. Βενιζέλου. Δεν ήταν τόσο του κρητικού πολιτικού –αν και ο ρόλος του ήταν καθοριστικός, όσο των πολεμικών συγκυριών της εποχής. Υπάρχουν ιστορικές στιγμές που τα γεγονότα οδηγούν από μόνα τους τις εξελίξεις και καθορίζουν την μοίρα των λαών. Και η μοίρα της Ελλάδας, έτσι όπως το έφεραν οι εξελίξεις τής περιόδου εκείνης, ήταν να βρεθεί στη Σμύρνη. Όποιος άλλος κι αν βρισκόταν στη θέση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ακόμη κι από τους κατήγορούς του, την ίδια απόφαση θα έπαιρνε, περί αποστολής του ελληνικού στρατού στη Μικρασία. Ποιος αρχηγός κράτους ή πρωθυπουργός δεν θα δραττόταν της ευκαιρίας -που θα του έδιναν οι Μεγάλες Δυνάμεις (Σύμμαχοί του), προκειμένου να πραγματοποιήσει η χώρα του την εθνική της ολοκλήρωση –με άλλα λόγια την Μεγάλη Ιδέα, εκφράζοντας το πανελλήνιο αίσθημα;
Η λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, έφερε τους νικητές (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) να διαμοιράζονται τα εδάφη της ηττημένης οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Ελλάδα ήταν στο συνασπισμό των νικητών, θα άρμοζε να ήταν εκτός του διαμοιρασμού; Πόσω μάλλον όταν στα μικρασιατικά εδάφη, γενικά στην οθωμανική αυτοκρατορία υπήρχε ελληνικό στοιχείο της τάξης περίπου 2.000.000 Ελλήνων; Εάν η Ελλάδα δεν απέστελλε εκστρατευτικό σώμα, να λάβει το «μερίδιο» της –αυτό της Σμύρνης που της καθόρισαν οι Σύμμαχοί της- δύο τινά θα συνέβαιναν: ή το ελληνικό στοιχείο θα εκτίθετο σε απηνείς διωγμούς από την πλευρά των Τούρκων ή, το «μερίδιο» της Σμύρνης θα καταλαμβανόταν κατά πάσα πιθανότητα από την Ιταλία. Εκ του αποτελέσματος, προφανώς, όλα κρίνονται. Ωστόσο, με άγνωστο ή αμφίβολο εξαρχής το τελικό αποτέλεσμα της ελληνικής Εκστρατείας, εάν ο Ε. Βενιζέλος αρνείτο το «λουλούδι της Ιωνίας», και στη θέση της Ελλάδος βρισκόταν η αδηφάγος εδαφικά Ιταλία, δεν θα αποκαλούνταν ως μέγιστος προδότης που παραιτήθηκε από πατρώα γη; Αν άρχιζαν αμείλικτοι διωγμοί εναντίον των Μικρασιατών Ελλήνων, με την Ελλάδα απούσα –περιορισμένη στο ρόλο του θεατή, δεν θα επρόκειτο περί εγκλήματος καθοσιώσεως –με ένοχη την ελληνική κυβέρνηση;
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να πει κανείς, βλέποντας την «πρώτη εικόνα» αμέσως μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου, ότι η Εκστρατεία της Ελλάδος στη Σμύρνη ήταν για εθνικούς και πατριωτικούς λόγους επιβεβλημένη. Ίσως και να ήταν μονόδρομος.
Η αποστολή του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη
Η ευθύνη της απόφασης
Όμως, στα μεγάλα εγχειρήματα υπάρχουν και οι «δεύτερες εικόνες», αθέατες στην αρχή, οι οποίες όταν εμφανιστούν καθορίζουν πιθανώς και το τελικό αποτέλεσμα. Και εδώ ακριβώς έγκειται η πολιτική οξυδέρκεια ενός ηγέτη: στο να έχει από την αρχή εκείνη την ενόραση για τα μετέπειτα γεγονότα, λογαριάζοντας όλες τις ενδεχόμενες διπλωματικές και πολιτικές μεταβλητές, και ανάλογα να πράξει σύμφωνα με το συμφέρον της χώρας του. Να πει το μεγάλο «ναι» ή το μεγάλο «όχι» -όπου και τα δύο, ανάλογα της συγκυρίας, εμπεριέχουν το στοιχείο της φιλοπατρίας. Μήπως, λοιπόν, πίσω από την εκτυφλωτική «πρώτη εικόνα» της πραγμάτωσης της Μεγάλης Ιδέας και της εθνικής ευκαιρίας η Ελλάδα να βρεθεί στη μικρασιατική πλευρά του Αιγαίου, κρύβονταν μια σειρά δυσμενών δεδομένων των οποίων η μετέπειτα φανέρωσή τους έμελλε να καθορίσουν αρνητικά / τραγικά την ελληνική ιστορία στη Μικρά Ασία; Εάν ναι, ο έμπειρος επί των διεθνών σχέσεων Ελευθέριος Βενιζέλος, δεν τα γνώριζε (πράγμα απίθανο) ή, πίστευε ότι θα τα υπερέβαινε -διατηρώντας το παιγνίδι των διεθνών ισορροπιών υπέρ της Ελλάδος μέχρι το τέλος; Και ποια ήταν η «αρχή» και ποιο ήταν το «τέλος»; Η Συνθήκη των Σεβρών –που αναμφίβολα μεγάλωνε την Ελλάδα- ήταν ένας επίλογος με μια ιστορική νίκη του Ελληνισμού ή, η απαρχή μιας ιστορικής Καταστροφής του; Η Ιστορία, δυστυχώς, δεν καθορίζεται ούτε από οραματισμούς ούτε από συναισθηματισμούς, αλλά από τα γεγονότα και το αποτέλεσμα.
Μπορεί το άδοξο τέλος της Εκστρατείας να μην βρήκε τον Βενιζέλο στο τιμόνι της χώρας, αυτό όμως δεν τον απάλλασσε εντελώς από τις ευθύνες της Καταστροφής. Δικός του ήταν ο «τοκετός». Δική του ήταν η απόφαση για την αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη. Η Συνθήκη των Σεβρών που κατοχύρωνε την ζώνη της Σμύρνης στην Ελλάδα, την δική του υπογραφή έφερε –μόνο που αντί για διοίκηση και την τήρηση της τάξης όπως προέβλεπε, ο ελληνικός στρατός ενεπλάκη σε μια πολεμική επιχείρηση με το τουρκικό έθνος, σε μια γραμμή μετώπου που ξεπερνούσε τα 700 χιλιόμετρα. Προφανώς, αν και συνέχισαν αυτό που βρήκαν, δεν απαλλάσσονται των ευθυνών οι μετέπειτα κυβερνώντες του Ε. Βενιζέλου, οι οποίοι ηττήθηκαν μη γνωρίζοντας τα όρια αυτού του στρατιωτικού τολμήματος και το πως θα απεγκλωβίζονταν με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Όπως μεγάλο θα ήταν, αν και εκτός κυβερνητικής εξουσίας, το μερίδιο της νίκης που θα αναλογούσε στον Ε. Βενιζέλο -στη περίπτωση εκείνη που θα κέρδιζαν την Εκστρατεία οι βασιλικές κυβερνήσεις, ως ο αδιαμφισβήτητος «πρωτομάστορας» του εγχειρήματος που ήταν, εξίσου το ίδιο μεγάλο μερίδιο ευθύνης είχε και στην ήττα –αν και απών από την πολιτική σκηνή της χώρας.
«Υποστηρίχθηκε, η ήττα στη Μικρά Ασία ήταν προδιαγεγραμμένη και αναπόφευκτη, και ο Βενιζέλος ήταν αυτός που έκανε το βασικό λάθος, το οποίο συνέχισαν οι αντιβενιζελικοί ηγέτες μετά τις εκλογές του 1920. Και, εάν οι τελευταίοι εκτελέστηκαν το 1922, το μείζον στρατηγικό λάθος και η αντίστοιχη ευθύνη, πάντως, ανήκαν στον Βενιζέλο». (Άγγελος Συρίγος – Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Μικρασιατική Καταστροφή, 50 ερωτήματα και απαντήσεις». Εκδόσεις ‘‘Πατάκη’’).
Πόσο διορατικός ήταν ο Βενιζέλος;
Τα γεγονότα εξελίχθηκαν τελείως διαφορετικά απ’ ότι τα φαντάζονταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, για να φανεί ότι ο αρχιτέκτονας της ελληνικής παρουσίας στη Σμύρνη, ήταν ναι μεν ένας άριστος πολιτικός παίκτης -με γρήγορα αντανακλαστικά που καρπωνόταν τις ευκαιρίες, ένας οξυδερκής και ταυτόχρονα συναισθηματικός αρχηγός, ένας επιδέξιος συζητητής που κατάφερνε να πείθει, ένας ικανότατος διαπραγματευτής εθνικών ζητημάτων, μια παράτολμη ιδιοσυγκρασία που δεν ορρωδούσε να φτάσει στ’ άκρα προκειμένου να επιτύχει αυτό που θεωρούσε επωφελές για τη χώρα του, –αλλά, ήταν δε, ένας πολιτικός πολύ λιγότερος της μεγάλης φήμης που τον συνόδευε ως έναν διορατικό ηγέτη. Αν και διπλωματικός χαρακτήρας, «μετρ» στο παίγνιο των διεθνών ισορροπιών και συσχετισμών, δεν ήταν ιδιαίτερα των μακρινών οριζόντων – ένας «διπλωμάτης» ο οποίος θα μπορούσε να προαισθανθεί ακόμη και τα «απροσδόκητα» γεγονότα που προκαλεί ένας διαρκής ανταγωνισμός συμφερόντων –βασικός κανόνας στο διπλωματικό πεδίο- ιδίως σε εμπόλεμες καταστάσεις. Σε κάθε περίπτωση οι απόψεις για τον Ε. Βενιζέλο, εδώ και εκατό χρόνια, διίστανται.
Το ρίσκο της Μεγάλης Ιδέας
Σε κάθε περίπτωση, ο Ε. Βενιζέλος πήρε ένα μεγάλο εθνικό ρίσκο, άσχετα εάν δεν το παραδέχτηκε ποτέ, πιστεύοντας ακράδαντα ότι τα συμφέροντα των δρώντων παικτών (των Συμμάχων) του 1919 –στα οποία είχε εντάξει και τα συμφέροντα της Ελλάδας- δεν θα μεταβάλλονταν στη Μικρά Ασία και θα παρέμειναν τα ίδια για τους επόμενους χρόνους, είτε ο ίδιος θα ήταν στην εξουσία είτε όχι. Κάτι όμως που δεν συνέβη.
Ποια ήταν τα τρωτά σημεία γύρω από την απόφαση, πριν και μετά από την ανάληψη της ευθύνης για την στρατιωτική ελληνική παρουσία στην Σμύρνη, το 1919; Πρώτον: η Ελλάδα, στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, βρισκόταν σχεδόν σε εξαθλιωμένη οικονομική κατάσταση. Το χρέος της ήταν διογκωμένο υπερβολικά από τα διάφορα δάνεια προς εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεών της, από την περίοδο των βαλκανικών πολέμων και μετά. Μόνο για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ξοδεύτηκαν σε πολεμικές δαπάνες 2.000.000.000 δραχμές. Δεύτερον αναλήφθηκε εκτός υφιστάμενων γεωγραφικών συνόρων ένα μεγάλο πατριωτικό και στρατιωτικό εγχείρημα που προϋπόθετε στο εσωτερικό εθνική ενότητα. Δεν υπήρχε. Πολιτικοί, Πολίτες, Στρατός, ήταν διαιρεμένοι. Στην Σμύρνη βρέθηκε η «μισή» Ελλάδα και όχι συσσωματωμένοι οι Έλληνες. Τρίτον: η απόδοση της Σμύρνης στους Έλληνες, όσο διαρκούσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ούτε για μία στιγμή δεν είχε περάσει από το μυαλό των Συμμάχων –πέραν των όποιων κατά καιρούς ασαφών αναφορών. Αντιθέτως, είχε συμφωνηθεί να παραχωρηθεί σε άλλη χώρα – σύμμαχο της Αντάντ. Η Σμύρνη ήταν μόνο στο μυαλό του Βενιζέλου. Από την πλευρά των Συμμάχων, η απόδοση της Σμύρνης στην Ελλάδα, στο πλαίσιο μιας «αλλαγής πλεύσης» των συμφερόντων τους, ήταν μια λύση ανάγκης της τελευταίας στιγμής. Τέταρτον: η στρατιωτική αποστολή της Ελλάδος αποφασίστηκε από την «Τριπλή Συνεννόηση» (Αντάντ), τελείως βεβιασμένα, σε συνθήκες «κατεπείγοντος», στο πλαίσιο ενός εδαφικού ανταγωνισμού αναμεταξύ των μελών της. Πέμπτον: Εξίσου βεβιασμένη ήταν ανταπόκριση της Ελλάδας. Μέσα σε λίγες ημέρες βρέθηκε να αποβιβάζει στρατό στη προκυμαία του Και, της Σμύρνης, χωρίς προηγουμένως να έχει εξασφαλισμένη κάποια συμμαχική στρατιωτική υποστήριξη και οικονομική αρωγή. Ήταν τελείως ολομόναχη, στηριζόμενη αποκλειστικά στις δικές της δυνάμεις. Στην αποδοχή της απόφασης υπερίσχυσε ο πατριωτισμός της Μεγάλης Ιδέας, χωρίς να ληφθούν επισταμένως υπόψη οι στρατιωτικές και οι οικονομικές δυνατότητες της χώρας για ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα. Έκτον: η συγκατάβαση της Ελλάδας να έχει στη Σμύρνη τον ρόλο του τοποτηρητή των συμφερόντων της Συμμαχίας (ιδιαίτερα της Αγγλίας), εν είδει «χωροφύλακα». Αποδέχτηκε, εν όψει του «κατεπείγοντος», η εδαφική κυριαρχία της Σμύρνης να παραμείνει ως είχε, δηλαδή στην οθωμανική αυτοκρατορία. Η αυτοδιάθεση των κατοίκων της περιοχής, στην πλειονότητά τους Έλληνες, θα τίθετο σε δημοψήφισμα μετά την παρέλευση μιας πενταετίας. Επίσημα, η αποστολή της Ελλάδας στα εδάφη της Ιωνίας ήταν να ασκήσει διοίκηση και να διασφαλίσει την τάξη. Έβδομον: δεν υπολογίστηκε ο κίνδυνος, τουλάχιστον σε ολόκληρη την διάστασή του (σχεδόν αναμενόμενος εκ των προτέρων), ότι η παρουσία του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη θα πυροδοτούσε έναν «απελευθερωτικό» αγώνα από την πλευρά των Τούρκων, ο οποίος στην κατάληξή του και εφόσον ήταν νικηφόρος θα κατέληγε στον αφανισμό των ελληνικών πληθυσμών. Όγδοον: δεν ελήφθη σοβαρά υπόψη ότι, η Εκστρατεία της Ελλάδος θα είχε αντίπαλο εξ αρχής μια μεγάλη χώρα -τη σοβιετική Ρωσία (προϊούσης της Εκστρατείας θα ερχόταν και η αποστροφή των «Συμμάχων», της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Αγγλίας).
Για που προόριζαν οι Σύμμαχοι αρχικά την Σμύρνη;
Γιατί τελικά επελέγη η Ελλάδα;
Στη σειρά των στρεβλώσεων δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι, η «Τριπλή Συνεννόηση» (Αντάντ) ουδέποτε είχε στα σοβαρά στο μυαλό της (στη περίπτωση τής νίκης της) την παρουσία της Ελλάδος στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, την απόδοση της Κωνσταντινούπολης την είχε υποσχεθεί στο μέλος της, την Ρωσία (η οποία θα την μετονόμαζε σε «Τσάριγκραντ»)· τη δε Σμύρνη την είχε συμφωνήσει στην Ιταλία ως δέλεαρ προκειμένου να ενταχθεί στην Συμμαχία της –στην οποία, σημειωτέο, η Ελλάδα έγινε εταίρος της λίγο πριν την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι γνωστή η συμφωνία μεταξύ των τριών πρωθυπουργών, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, στον Άγιο Ιωάννη της Μωριέννης (πόλη της γαλλικής Σαβοΐας) τον Απρίλιο του 1917, κατά την οποία σε περίπτωση διαμελισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Ιταλία θα ελάμβανε τη Σμύρνη και το Ικόνιο.
Αν κάτι άλλαξε στο μυαλό των Συμμάχων, προς όφελος της Ελλάδας, είναι τρία απροσδόκητα γεγονότα, εκ των οποίων, τουλάχιστον τα δύο απ’ αυτά, ουδείς στην έναρξη του Πολέμου φαντάζονταν ότι θα συμβούν –φυσικά ούτε ο Ε. Βενιζέλος. Γεγονότα που συνετέλεσαν στην νίκη της Αντάντ, και σε αποφασιστικό βαθμό στην ήττα της Ελλάδας στα εδάφη της Μικράς Ασίας. Πρώτον: η καθεστωτική αλλαγή (1917) στη Ρωσία και η αποχώρηση της από την «Συνεννόηση». Δεύτερον: η είσοδος στη «Συνεννόηση» μιας μεγάλης δύναμης (στη θέση της Ρωσίας), των ΗΠΑ. Τρίτον: η εδαφική απληστία που εκδήλωσε η Ιταλία διεκδικώντας «μερίδα λέοντος» στη δυτική Μικρά Ασία.
Η Ρωσία, με την επικράτηση των επαναστατών μπολσεβίκων και την καθεστωτική αλλαγή του 1917, εξήλθε της «Συνεννόησης» και του Παγκόσμιου Πολέμου, θεωρώντας τον ως ιμπεριαλιστικό –κατά συνέπεια βρέθηκε εκτός του «μεριδίου» της Κωνσταντινούπολης. Η Ιταλία, πραγματοποίησε στα τέλη Απριλίου του 1919, αιφνιδιαστικά και αυθαίρετα -ενώ ο Μεγάλος Πόλεμος είχε πλέον λήξει και οι τρεις Μεγάλοι (Αγγλία, Γαλλία, Αμερική) διαμοίραζαν στη Διάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι τα εδάφη της Τουρκίας- απόβαση στρατιωτικών της δυνάμεων στα παράλια της Μικράς Ασίας και κατέλαβε την Αττάλεια και την Μαρμαρίδα. Το γεωπολιτικό πλαίσιο που είχαν χαράξει τα δύο κυρίαρχα μέλη της Αντάντ, η Αγγλία και η Γαλλία, φάνηκε κάτω υπό αυτές τις συνθήκες πως ανατρεπόταν σε βάρος τους, με την Ιταλία να αποτελεί πλέον μία εν δυνάμει απειλή κατάληψης ολόκληρης της δυτικής Μ. Ασίας και να δημιουργεί τετελεσμένα γεγονότα. Μπροστά στον κίνδυνο αυτόν –ουσιαστικά στον εδαφικό ανταγωνισμό που προέκυψε μεταξύ Αγγλίας – Γαλλίας – Ιταλίας, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο σκέφτηκε την Ελλάδα ως «σφήνα» - «εμπόδιο» απέναντι στα επεκτατικά σχέδια της Ιταλίας.
Τα αλλεπάλληλα γεγονότα, βέβαια, που έμελλε να συνακολουθήσουν, δεν έφεραν την Πόλη –παρά τις υποσχέσεις, και η Σμύρνη σβήστηκε από τον χάρτη του Ελληνισμού.
Οι βλέψεις της Τουρκίας στα νησιά του Αν. Αιγαίου
Τι κι αν η ιδέα απόδοσης της Σμύρνης στην Ελλάδα αποφασίστηκε από τους Συμμάχους το 1919, αυτή γυρνούσε στο μυαλό του Βενιζέλου, σχεδόν με εμμονή, από το 1914. Όχι παράλογα. Τουναντίον, με πατριωτικά κίνητρα, με αποκλειστικό γνώμονα την προστασία των Μικρασιατών Ελλήνων. Εκείνη την χρονική περίοδο η οθωμανική αυτοκρατορία είχε εξέλθει ηττημένη από τον Α΄ βαλκανικό πόλεμο, έχοντας απωλέσει τις ευρωπαϊκές κτήσεις της στη Βαλκανική, καθώς και τα νησιά του Αιγαίου.
Τούτων δοθέντων των γεγονότων, η Τουρκία άρχισε να επανεξοπλίζεται, υφαίνοντας έναν νέο πόλεμο στο Αιγαίο προς ανάκτηση των νήσων. Στο πλαίσιο αυτό, ζητώντας ταυτόχρονα αντεκδίκηση για την απώλεια των εδαφών της στα Βαλκάνια, ξεκίνησε ένα πογκρόμ εναντίον των Μικρασιατών Ελλήνων. Απηνής ήταν ο διωγμός εναντίον των χριστιανών Ελλήνων, στη δυτική Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη. Ένοπλες ομάδες άτακτων -με την πιο «βρώμικη δουλειά» να κάνουν συμμορίες Τσετών- πραγματοποιούσαν επιδρομές στα ελληνικά χωριά και σκορπούσαν τον φόβο και τον θάνατο. Σκότωναν, βίαζαν γυναίκες, λεηλατούσαν κατοικίες, κατέστρεφαν αγρούς και σοδειές. Χαρακτηριστική ήταν η σφαγή στην Παλαιά Φώκαια, το καλοκαίρι του 1914, μια πόλη βόρεια της Σμύρνης η οποία αριθμούσε 9.000 κατοίκους. Μια άλλη μέθοδος εθνοκάθαρσης που εφάρμοσαν εκείνη την περίοδο οι Νεότουρκοι, ήταν τα περιβόητα τάγματα εργασίας («αμελέ ταμπουρού») -επιβάλλοντας να «υπηρετήσει» εκεί όλος ο άρρεν πληθυσμός. Πλέον, το επαναστατικό κομιτάτο / κίνημα των Νεότουρκων «Ένωση και Πρόοδος» (μέλος του οποίου ήταν και ο Μουσταφά Κεμάλ), με φιλελεύθερες επαγγελίες το 1908 περί Ελευθερίας – Ισότητας – Δικαιοσύνης, είχε μεταβληθεί σε ένα άκρως εθνικιστικό καθεστώς με ιδεολογικό μανιφέστο αυτή την φορά το τρίπτυχο «Εκσυγχρονισμός – Ισλαμισμός – Τουρκισμός».