Οι ΗΠΑ αλλάζουν σελίδα
Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν αυτός που χάραξε την πορεία της εκστρατείας του, αψήφησε τους συμβούλους του και παραβίασε κάθε κανόνα «πολιτικής ορθότητας». Σίγουρα αυτό εξέπληξε το πολιτικό κατεστημένο. Η υποψήφια των Δημοκρατικών Χίλαρι Κλίντον προσπάθησε, μονότονα, να κεφαλαιοποιήσει υπέρ αυτής τη «ρατσιστική» και «αντιφεμινιστική» διάσταση του αντιπάλου της, χωρίς επιτυχία
Από τον Μιχάλη Έρνεστ*
Τώρα που έχει κερδίσει την προεδρία και ανεδείχθη ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται, για να θυμηθούμε μια από τις αγαπημένες φράσεις τους, σαν μια «πολιτική ιδιοφυΐα». Για όσους σοκάρονται από τον χαρακτηρισμό, ας σοβαρευτούμε. Ο ίδιος χλεύαζε την ιδέα ότι χρειαζόταν δημοσκοπήσεις ή πολλή διαφήμιση. Νωχελικά και βαριεστημένα κινήθηκε και ως προς τη συλλογή κεφαλαίων (δωρεών) και την υποστήριξη του χολιγουντιανού παράγοντα.
Αντιθέτως, φάνηκε να αποδέχεται με ευχαρίστηση την εχθρική πολιτική των επικριτών του, αναπτύσσοντας ένα μπαράζ από προσβολές που θα έκαναν ακόμα και τον Λένιν, ο οποίος συνέβαλε πολύ στο λεξικό προσβολών πολιτικών αντιπάλων, υπερήφανο. Αλλά κυρίως ο Τραμπ επινόησε μια εκλογική στρατηγική που βασίστηκε στη Rust Belt που τον ώθησε στην προεδρία. Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν αυτός που χάραξε την πορεία της εκστρατείας του, αψήφησε τους συμβούλους του και παραβίασε κάθε κανόνα «πολιτικής ορθότητας». Σίγουρα αυτό εξέπληξε το πολιτικό κατεστημένο.
Η υποψήφια των Δημοκρατικών Χίλαρι Κλίντον προσπάθησε, μονότονα, να κεφαλαιοποιήσει υπέρ αυτής τη «ρατσιστική» και «αντιφεμινιστική» διάσταση του αντιπάλου της, χωρίς επιτυχία, αφού συμβόλιζε σε όλη την εκστρατεία της ένα απομεινάρι της παλαιάς τάξης πραγμάτων. Συγγραφείς όπως ο Michael Lind προειδοποιούσαν πριν από χρόνια για την άνοδο μιας «υπερ-τάξης» της Αμερικής που ήταν αδιάφορη για τις οικονομικές τύχες της υπόλοιπης χώρας. Τόσο το Δημοκρατικό όσο και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα θεωρήθηκε ότι ανέχτηκαν ή/και δημιούργησαν αυτή την κατάσταση.
Η αμφισβήτηση ήταν ακριβώς η ισχύς του Τραμπ, που ουσιαστικά εξήγγειλε μια «Νέα Συμφωνία» (New Deal), όχι κατά το πρότυπο του Φραγκλίνου Ρούζβελτ τη δεκαετία του 1930 που βασιζόταν στην παρέμβαση του κράτους, αλλά με τη δραστηριοποίηση των αμερικανικών επιχειρήσεων στο εσωτερικό, με επενδύσεις για την ανάπτυξη των υποδομών και της ανταγωνιστικότητας. Παρά το γεγονός ότι οι Αμερικανοί που ψήφισαν ενδιαφέρονται πρωτίστως για την εγχώρια και οικονομική μεταρρύθμιση, οι διεθνείς προκλήσεις πιθανόν να αποδειχθούν πιο πιεστικές. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τραμπ έχει τη δυνατότητα να ανακατευθύνει την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η προσπάθεια πρόβλεψης της νέας αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση.
Υπάρχουν ασφαλώς ορισμένα ευρύτερης σημασίας θέματα που μας ενδιαφέρουν. Η (φαινομενικά) ηπιότερη, συγκριτικά με Ομπάμα και Κλίντον, άποψη του Τραμπ για τη Ρωσία (η Μόσχα, άσχετα με ό,τι φαντάζονται πολλοί, δεν θεωρείται ότι αποτελεί μεγάλη απειλή για τις ΗΠΑ) δεν αποτελεί αρνητική εξέλιξη για την Ελλάδα, που αντιμετωπίζει τη Ρωσία ως έναν σημαντικό εταίρο για την Ευρώπη και υπογραμμίζει με κάθε ευκαιρία την ανάγκη εύρεσης ενός modus vivendi. Ωστόσο παραμένει η σκληρή θέση της αμερικανικής διπλωματίας για μείωση της εξαρτήσεως της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια. Η προτεραιότητα αντιμετώπισης της ισλαμικής τρομοκρατίας ενδέχεται να αυξήσει τη σημασία της Τουρκίας, στη νέα διοίκηση στην Ουάσιγκτον, με όποιες συνέπειες αυτό μπορεί να έχει για τις υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό.
Η διαφαινόμενη καλή συνεργασία των ΗΠΑ με τον πρόεδρο Σίσι της Αιγύπτου και τη σκληρή κυβέρνηση του Ισραήλ πιθανώς δεν βλάπτει τη χώρα μας, εφόσον οι στρατηγικές σχέσεις με Κάιρο και Τελ Αβίβ συνεχίζουν να εξελίσσονται. Ανησυχία προκαλεί το ενδεχόμενο τριγμών εντός του ΝΑΤΟ, με βάση τις εκπεφρασμένες θέσεις Τραμπ για ουσιαστικότερη αμυντική συνεργασία των χωρών μελών της Ε.Ε. (που σημαίνει αύξηση της ευρωπαϊκής συμβολής στον καταμερισμό εργασίας), καθώς και η δυσκολία συνεργασίας ΗΠΑ – Ε.Ε., με δεδομένο ότι η ρητορεία Τραμπ αντιμετωπίζει την Ε.Ε. με ανταγωνιστικούς όρους (αβέβαιο φαντάζει και το μέλλον της υπό διαπραγμάτευση εμπορικής συμφωνίας ΗΠΑ- Ευρωπαϊκής Ενωσης, ΤΤΙΡ) και όχι με την έννοια που την αντιλαμβάνονταν οι Ομπάμα και Κλίντον, ως εταίρο του οποίου η συνοχή πρέπει να διαφυλαχθεί. Σε βάρος επίσης των ελληνικών συμφερόντων θα ήταν μια επιδείνωση των σχέσεων των ΗΠΑ με το Ιράν.
Τέλος, είναι εμφανές ότι η ανάδειξη Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ καθιστά την επίσκεψη του προέδρου Ομπάμα στην Αθήνα στις 15-16 Νοεμβρίου μικρής χρησιμότητας για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αφού η Αθήνα δεν θα μπορεί πλέον να βασίζεται στις ΗΠΑ ως αντιστάθμισμα στη Γερμανία.
*Ο Μιχάλης Έρνεστ είναι Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών
ΦΩΤΟ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ