Σάββατο, 14 Σεπτεμβρίου, 2024 - 03:47

Ελληνοτουρκικός διάλογος - Αποχαιρέτα τον Ελληνισμό που χάνεις;

Είναι η πρώτη φορά που στον Ελληνισμό τού δίνεται η δυνατότητα, μετά την μικρασιατική καταστροφή, να πρωταγωνιστήσει σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσόγειου.

Πολύ εφησυχασμό διακρίνω και αυτό με κάνει λίγο ανήσυχο. Τι έγινε αίφνης, κι από κει που «θα έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά» και «Μητσοτάκης γιοκ», περάσαμε στις βεγγέρες και στους θερμούς εναγκαλισμούς; Μήπως ο Τούρκος πρόεδρος δέχτηκε την επιφοίτηση του Προφήτη του και από λύκος έγινε αρνάκι τού Θεού του -κι ο δικός μας ο πρωθυπουργός πίστεψε στο απίστευτο, ότι μπορεί η χώρα μας να τα βρει με τον ιστορικό της εχθρό, που τυγχάνει να είναι και ο αιώνιος κακός μας γείτονας;

Τι να σας πω δεν ξέρω. Σίγουρα, κάτι παραπάνω από εμένα, και από εσάς, θα ξέρουν οι αξιότιμοι ταγοί της Ελλάδας και της Τουρκίας. Κι εάν αυτά που ξέρουν και που συζητούν κρυφίως μεταξύ τους, εφόσον δεν αποκρύπτουν τίποτα κατακριτέες αποφάσεις, γιατί δεν μας τα λένε κι εμάς -να κοιμόμαστε ήσυχοι τα βράδια και να μην βλέπουμε εφιαλτικά όνειρα, ότι μπορεί ξαφνικά να δούμε τους νεο Οθωμανούς στην πλατεία Συντάγματος; Εκτός εάν πιστέψουμε ότι στις μεταξύ τους συζητήσεις, ο Έλληνας πρωθυπουργός ενδιαφέρεται να αυξήσει το τουριστικό συνάλλαγμα από τα παράλια της ανατολίας προς τα νησιά του Αιγαίου -και ο Τούρκος πρόεδρος, με την χορήγηση επταήμερης βίζας εξπρές, καίγεται για τους συμπατριώτες τουρίστες του στο που θα τρώνε καλύτερο μουσακά και χωριάτικη σαλάτα, στη Χίο ή στο Καστελόριζο…

Ο διεθνής παράγοντας

Να το σοβαρέψω κι ας προβληματιστούμε όλοι μαζί. Προφανώς, και καλά κάνει ο πρωθυπουργός της Ελλάδας και συζητάει με τους απέναντι. Μια πολιτισμένη και φιλειρηνική χώρα, όπως είναι η πατρίδα μας, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από έναν διάλογο με τον αντίπαλο. Ίσως και να εξασφαλίζει μια νηνεμία στην μεταξύ τους αντιπαλότητα τους, πρόσκαιρη μεν, αλλά χρήσιμη δε. Και ο εν εξελίξει διάλογος έχει επιφέρει κάποια προσωρινά αποτελέσματα καθόλου ευκαταφρόνητα -όπως την μείωση των μεταναστευτικών ροών (μόλις πριν από λίγα χρόνια η Τουρκία μας είχε κηρύξει ασύμμετρο πόλεμο στον Έβρο με τους λαθρομετανάστες), και την απουσία των υπερπτήσεων των τουρκικών πολεμικών αεροσκαφών πάνω από τα ελληνικά νησιά -που εγκυμονούσε ανά πάσα στιγμή ένα «ατύχημα» και κατά πάσα πιθανότητα θα επέφερε κι ένα θερμό επεισόδιο. Το ζητούμενο, ωστόσο, δεν είναι η προσωρινή αποκλιμάκωση, αλλά η τελική απόληξη του διαλόγου. Αργά ή γρήγορα (μάλλον γρήγορα) ο διάλογος θα εισέλθει στον καυτό πυρήνα των διαφορών (η αίσθηση μου είναι ότι ήδη συζητήθηκαν). Και η κατάληξη του διαλόγου, εάν και εφόσον επέλθει κάποια συμφωνία, δεν μπορεί, παρά να έχει βασικά έναν νικητή!

Θα μου πείτε, τι είδους συμφωνία θα είναι αυτή εφόσον θα έχει αναδείξει μόνον έναν κερδισμένο; Και πως γίνεται, εάν η μια πλευρά αισθανθεί ότι θα εξέλθει νικημένη από τον διάλογο, να προχωρήσει στο τέλος σε συμφωνία με τον θριαμβευτή; Δεν γίνονται, θα πείτε, αυτά τα πράγματα. Δεν υπάρχει πολιτικός, θα πείτε επίσης, ο οποίος θα δεχθεί να υπογράψει μια συμφωνία που θα παραχωρεί εθνική κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα στην γειτονική χώρα. Και πράγματι, έτσι είναι (ή έτσι πρέπει να πιστεύουμε), δεν υπάρχει Έλληνας πολιτικός ο οποίος θα θελήσει να λειτουργήσει προς όφελος της Τουρκίας, και σε βάρος της χώρας του…

Μόνο, ξέρετε, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Τόσο απλά όσο το σκέπτεται  το μυαλό μας και το αντιλαμβάνεται η εθνική μας συνείδηση. Είναι πολύ πιο σύνθετα. Να το πως κάπως διαφορετικά, το παιγνίδι είναι (θα είναι) πολύπλευρο. Σε τέτοια ζητήματα, που δεν άπτονται μόνο στις διαφορές δυο γειτονικών χωρών, αλλά που αναφέρονται σε γενικότερα γεωπολιτικά συμφέροντα μιας ολόκληρης περιοχής, στη συγκεκριμένη περίπτωση της Νότιας και Ανατολικής Μεσογείου, δεν έχει τόσο σημαίνοντα ρόλο η βούληση του ενός κράτους, (πατριωτική βούληση, εάν θέλετε), όσο η ισχυρή θέληση του διεθνή παράγοντα. Και η Ελλάδα, ως μικρή χώρα (και που ποτέ δεν θέλησε να αποκτήσει ισχύ), είναι άκρως εξαρτώμενη από τον διεθνή παράγοντα - προσδεμένη  μέχρι τα μπούνια. Σχεδόν πάντοτε, οι ισχυροί αποφάσιζαν για εμάς. Πότε θετικά και πότε αρνητικά, ανάλογα των συμφερόντων τους.

Ας θυμηθούμε την συμφωνία Ζυρίχης – Λονδίνου, το 1959. Φαινομενικά ήταν μια πολύ καλή συμφωνία, μια ιστορική συμφωνία -με την οποία η Κύπρος απαλλάχτηκε από την βρετανική κυριαρχία και κατέστη ένα ανεξάρτητο κράτος. Ποιος δεν θεώρησε τότε ότι επρόκειτο περί μιας μεγάλης εθνικής επιτυχίας; Κι όμως, επί της ουσίας, επρόκειτο περί του ενταφιασμού των πόθων του Ελληνισμού, του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού, ο οποίος διακαώς επιθυμούσε την ένωση με την μητέρα Ελλάδα -δικαίωμα το οποίο είχε εκφραστεί μ’ ένα δημοψήφισμα ήδη από το 1950, της τάξης του 96% υπέρ της ένωσης. Ποιος σεβάστηκε και έλαβε υπόψη του τότε το εθνικό δίκιο της Ελλάδας αλλά και της Κύπρου -μήπως οι ισχυροί της εποχής; Αντίθετα, οι τελευταίοι ήταν αυτοί που επέβαλαν το δικό τους «δίκαιο» και πίσω από την ανεξαρτητοποίηση (δήθεν) της νήσου επέβαλαν έμμεσα την ΝΑΤΟποίηση της, καθιερώνοντας τους εαυτούς τους, η Αγγλία και η Τουρκία, ως προστάτιδες δυνάμεις (εγγυήτριες τις ονόμασαν) -και για τα μάτια του κόσμου συμπεριέλαβαν και την Ελλάδα. Σχέδιο που ολοκληρώθηκε με την εισβολή της Τουρκίας το 1974, κάνοντας η τελευταία χρήση του δικαιώματος της ως εγγυήτριας χώρας -με τις ΗΠΑ και την Αγγλία να απαγορεύουν στη Ελλάδα να ασκήσει κι αυτή το ίδιο δικαίωμά της. Έτσι, και το τελευταίο φυλάκιο τους Ελληνισμού έπεσε στα χέρια του διεθνούς παράγοντα -των διεθνών συμφερόντων, σ’ ένα βασικό μέλος του ΝΑΤΟ, την Τουρκία.

Η κυριαρχία της «Γαλάζιας Πατρίδας»

Τι έχει απομείνει στον Ελληνισμό, μόνο το Πέλαγος. Το Αιγαίο, όχι βέβαια όπως παλιά -ως επίκεντρο μιας οικουμενικότητας που ένωνε δύο απέναντι ακτές, αλλά ως γεωγραφικό σύνορο. Σύνορο, ωστόσο, που με τα νησιά και τις νησίδες του, και μαζί με την εναπομείνασα Κύπρο, βγαίνει στην νότια και ανατολική Μεσόγειο και στον ορυκτό πλούτο που έχει. Κι εδώ είναι το «ζουμί» της υπόθεσης, το έννομο συμφέρον της Ελλάδας βγαίνει κόντρα στα μεγάλα και παράλογα συμφέροντα της Τουρκίας. Και τα συμφέροντα της γειτονικής χώρας δεν είναι όμοια με αυτά της Ελλάδας. Εάν ήταν όμοια, πάνω – κάτω θα τα είχαμε ήδη βρει. Η χώρα μας τι επιθυμεί; Ειρήνη, επιβίωση και να κατέχει αυτό και μόνο που της καθορίζει το διεθνές δίκαιο. Η Τουρκία δεν επιδιώκει το ίδιο. Ένα πολεμοχαρές κράτος είναι, με απάνθρωπο πολίτευμα, και στο πλαίσιο του αναθεωρητισμού του, «Γαλάζια Πατρίδα» (Mavi Vatan) το ονομάζει, αποβλέπει στο να καταστεί μια απόλυτος θαλάσσια χώρα -τουτέστιν να έχει μια ολοσχερή κυριαρχία σε Αιγαίο, Νότια και Ανατολική Μεσόγειο. Να καταστεί, με άλλα λόγια, μια ισχυρή διαπεριφερειακή δύναμη -ηγέτιδα χώρα επί όλων των μουσουλμανικών πληθυσμών επί της γης. Στο να έχει βαρύνοντα ρόλο στα παγκόσμια πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά δρώμενα.

Αντιλαμβανόμαστε ότι τα συμφέροντα που παίζονται είναι τεράστια, με τον διεθνή παράγοντα (τους μεγάλους παίκτες) να μην μένει απέξω από τον σκληρό χορό της αντιπαράθεσης, από τα μεγάλα οφέλη που έχει στα βάθη της μια τεράστια θαλάσσια έκταση. Θα εμπλακεί, και μάλιστα πρωταγωνιστικά και καθοριστικά.

Κι εμείς ως χώρα, έχοντας ζωτικά ενδιαφέροντα, τι κάνουμε μπροστά σε αυτή τη σύγκρουση των γιγάντων και των τεράστιων συμφερόντων; Εδώ είναι η αγωνία μου και η αγωνία όλων μας, το πόσο ανθεκτικές θα είναι οι αντιστάσεις του πολιτικού μας συστήματος στις όποιες αφόρητες πιέσεις ή τις ασφυκτικές προτροπές που θα δεχθεί.

Να δούμε τάχιστα τι συνέβη με την λεγόμενη Συμφωνία των Πρεσπών, που κατέστη πάλι επίκαιρη, καθώς η νέα πολιτική ηγεσία των Σκοπίων αναφέρεται στη χώρα τους με την ονομασία «Μακεδονία» κι όχι με το συνταγματικό της όνομα ως Βόρεια Μακεδονία, βάσει της συμφωνίας; Ποιος νομίζετε ότι την επέβαλε και υπογράφηκε με πανηγυρικό τρόπο από τους τότε πρωθυπουργούς, κ.κ. Τσίπρα και Ζάεφ; Τα εθνικά συμφέροντα των δύο χωρών; Όχι βέβαια. Δεν μπαίνω στην κουβέντα εάν η συμφωνία ήταν ιστορική, ή συμφέρουσα , ή κατάπτυστη, ή προδοτική, ή προβληματική -έχει γίνει αυτή η κουβέντα και ο καθένας μας έχει βγάλει τα συμπεράσματα του. Κι αν αναφέρομαι προς στιγμή, είναι για να επισημάνω ότι -όχι βέβαια κάτι το άγνωστο-, η συμφωνία επιβλήθηκε στις δύο χώρες από τις ΗΠΑ και την Γερμανία. Ήταν τέτοιο το momentum εκείνη την εποχή που επιβαλλόταν στην FYROM να δοθεί ένα νέο όνομα ώστε να εξασφαλιστεί η συναίνεση της Ελλάδας (που το έθετε ως όρο) στην ένταξη του γειτονικού κράτους στο ΝΑΤΟ. Και πράγματι, μετά την συμφωνία των Πρεσπών, το γειτονικό κράτος εντάχθηκε στην ατλαντική συμμαχία.

Να θυμίσω ότι η πάγια εθνική γραμμή της Ελλάδας για το Σκοπιανό, από εποχής Κωνσταντίνου Καραμανλή, ήταν καμία σύνθετη ονομασία στο γειτονικό κρατίδιο που να περιέχει τον όρο Μακεδονία. Τι έγινε αυτή η …αδιαπραγμάτευτη εθνική γραμμή; Πέρασαν τα χρόνια και ο άνεμος που φύσηξε την πήρε μαζί του! Με μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία ψηφίστηκε στην ελληνική Βουλή η σύνθετη ονομασία «Βόρεια Μακεδονία». Και η Νέα Δημοκρατία, που ως αντιπολίτευση είχε καταψηφίσει την Συμφωνία των Πρεσπών (για ψηφοθηρικούς λόγους), σήμερα ως κυβέρνηση, όχι μόνο την τιμά και την σέβεται -αλλά και εύχεται μην τυχόν και παραβιαστεί…

Momentum για Αιγαίο

Υπάρχει σήμερα momentum για Αιγαίο -Α. Μεσόγειο; Νομίζω πως ναι. Ο διάλογος που γίνεται μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν προέκυψε τυχαία. Δεν ξύπνησαν ένα πρωί οι κ.κ. Μητσοτάκης και Ερντογάν, κι από εκεί που ήταν στα μαχαίρια, είπαν παίρνοντας το πρωινό τους, «βρε δε πάμε να κουβεντιάσουμε μπας και τα βρούμε», και τηλεφώνησε ο ένας στον άλλον! Πόσο άμεσο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα του διαλόγου; Εκτιμώ ότι έχει δρόμο ακόμα. Και νομίζω πως ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν βιάζεται ιδιαίτερα. Όσο παρατείνεται το υπάρχον κλίμα των «ήρεμων νερών» εξυπηρετεί αφάνταστα τη χώρα -και, το βασικότερο, αυτό που ενδιαφέρει τον κ. Μητσοτάκη είναι να κερδίζει όσο περισσότερο χρόνο μπορεί, ώστε να προχωρούν οι εξοπλισμοί (Ραφάλ, Μπελαρά κ.λ.π.) -αν και ενδομύχως θέλει επί ημερών της πρωθυπουργίας του να συνδέσει το όνομα του με την Ιστορία -ανάλογα με τον Ελευθέριο Βενιζέλο (πολιτικό του ίνδαλμα), ο οποίος το 1930 είχε υπογράψει με τον Κεμάλ Ατατούρκ σύμφωνο φιλίας. Αυτός που σίγουρα βιάζεται και που θα προσπαθήσει να επισπεύσει τα πράγματα, είναι ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν. Επείγεται στην υλοποίηση της «Γαλάζιας Πατρίδας».

Και ποια μπορεί να είναι η λύση που θα προκρίνουν οι ισχυροί της Δύσης; Δεν είμαι ειδικός για να ξέρω, αλλά κάποιες δημοσιογραφικές σκέψεις / προσεγγίσεις μπορώ να κάνω, λαμβάνοντας υπόψη δύο σοβαρά δεδομένα -και τα υπόλοιπα αφήνονται στην κρίση του καθενός: Πρώτον: Τον αναθεωρητισμό της Τουρκίας –«Γαλάζια Πατρίδα». Δεύτερον: Την πρόσφατη δήλωση / σκέψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν, να καταστεί η Τουρκία ένα μέρος της ενεργειακής διασύνδεσης της Βόρειας Αφρικής με την Μεσόγειο και την Ευρώπη.

Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, όπως αντιλαμβάνεστε, είπε πολύ ξεκάθαρα ποιο είναι το σχέδιο, το οποίο φυσικά θα είναι υπό την καθοδήγηση και επιτροπεία των ΗΠΑ: να συνδεθεί η Ανατολική Μεσόγειος με την νοτιοανατολική Ευρώπη, οι οποίες θα συσχετιστούν με τη Μαύρη Θάλασσα, θα «πιάσουν» ένα κομμάτι της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής και όλο το τόξο να καταλήξει στον Ινδικό ωκεανό. Το σχέδιο αυτό, που νομίζετε πως κολλάει περισσότερο, στα συμφέροντα της Ελλάδας ή στις επιδιώξεις της αναθεωρητικής Τουρκίας; Κακά τα ψέματα, η στρατηγική της «Γαλάζιας Πατρίδας» εμπεριέχεται στο σχέδιο των Αμερικανών. Συνεπώς, στην διαπραγμάτευση μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας, ποιος θα έχει το πάνω χέρι -ή, για να το πω καλύτερα, ποια χώρα θα έχει περισσότερο τις…πλάτες της Αμερικής;

Η σημερινή αποκλιμάκωση με την Τουρκία, χρήσιμη μεν, νομίζω πως δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένας ελιγμός, μια αναδίπλωση του Ερντογάν -στο να εξευμενίσει καταστάσεις και να δείξει «καλό πρόσωπο» προς τον διεθνή παράγοντα, προκειμένου να τον σύρει προς το μέρος του. Ας μην γελιόμαστε, ο τουρκικός αναθεωρητισμός είναι πάγιος και διαρκής. Δεν πρόκειται να κάνει πίσω η Τουρκία. Τις προθέσεις της τις έχει δείξει τα τελευταία χρόνια. Με το τουρκο – λιβυκό σύμφωνο όπου απέκλεισε θαλάσσιες ζώνες (ΑΟΖ) της Κρήτης και άλλων ελληνικών νησιών. Με τις σεισμικές έρευνες σε ανοριοθετημένες περιοχές νοτίως του Καστελόριζου. Με τις παράνομες γεωτρήσεις εντός της κυπριακής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Με την έγερση θέματος αποστρατιωτικοποίησης ελληνικών νησιών αμφισβητώντας την εθνική κυριαρχία τους. Με την μετατροπή της Αγίας Σοφίας και εσχάτως της Μονής της Χώρας σε χώρους μουσουλμανικής λατρείας. Με τις συνεχείς αναφορές στην μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης ως τουρκική, και πάει λέγοντας. Όλα αυτά, κι όσα σχεδιάζει ακόμη, τα παίρνει πίσω η Τουρκία; Όχι βέβαια. Καλό, λοιπόν, είναι να μην τρέφονται ψευδαισθήσεις – η Τουρκία θα…ξαναδείξει τα δόντια της…

Η εθνικιστική αντίληψη της Τουρκίας

Ο στρατηγικός οραματισμός της «Γαλάζιας Πατρίδας» δεν είναι σημερινός, έρχεται από το παρελθόν. Ουδέποτε η γειτονική χώρα διέγραψε από την εθνική συλλογική της μνήμη την Επανάσταση του 1821 και τους βαλκανικούς πολέμους του 1912 – 1913, κοσμοϊστορικά γεγονότα για την Ελλάδα -αλλά, και που οδήγησαν στην κατάρρευση όχι μόνο ενός κράτους, αλλά μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας, της οθωμανικής. Όπως ποτέ δεν μπόρεσε να ανεχτεί την απώλεια των νήσων του Αιγαίου -κι άν ένας λόγος που η Τουρκία μπήκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ήταν άλλος από το να επανακτήσει τα νησιά του αρχιπελάγους από την Ελλάδα· που τελικά, η Τουρκία, ήταν από την πλευρά των ηττημένων του Μεγάλου Πολέμου, και τα νησιά του Αιγαίου κατοχυρώθηκαν και επίσημα στη χώρα μας με την συνθήκη της Λωζάνης. Κι εάν ένας λόγος που προσωπικά ο Ερντογάν τα τελευταία χρόνια βάλει κατά της συνθήκης της Λωζάνης και να θέτει ζήτημα αναθεώρησης της -κάπου έναν αιώνα μετά την υπογραφή της- είναι επειδή εξακολουθεί να ορέγεται τα νησιά του Αιγαίου (τα υποτιθέμενα γ’ αυτόν χαμένα τουρκικά νησιά), τα οποία, κατά τον Τούρκο Πρόεδρο, δεν ανήκουν στην ελληνική κυριαρχία / επικράτεια. Κι αυτό επειδή η Ελλάδα τα έχει εξοπλίσει κατά παράβαση της συνθήκης της Λωζάνης -λες και η χώρα μας δεν έχει το δικαίωμα της αυτοάμυνας (βάσει αποφάσεων του ΟΗΕ)  και στο να εξοπλίζεται απέναντι σε μια αποδεδειγμένη επιθετικότητα της γειτονικής Τουρκίας (βλέπε Κύπρο).

Ας μην διαφεύγει ακόμη της προσοχής μας ότι το τουρκικό πολιτικό σύστημα έχει γαλουχηθεί δεκαετίες τώρα (το ίδιο και ο τουρκικός λαός) με την εθνικιστική αντίληψη ότι η χώρα τους είναι αδικημένη από την Γεωγραφία. Ότι, ενώ διαθέτουν μια τεράστια ακτογραμμή και ενδοχώρα, είναι μια χώρα εγκλωβισμένη εξ αιτίας των εκατοντάδων ελληνικών νησιών και νησίδων. Και επί τη βάσει αυτής της αρρωστημένης ψύχωσης, πιστεύουν ότι η Ιστορία τους το χρωστάει -να πάρουν δηλαδή πίσω αυτά που κάποτε είχαν (σημείωση: τι να πει και η Ελλάδα για το τι της χρωστάει η Ιστορία). Αυτή η εθνικιστική τρέλα /αναθεωρητισμός, οδηγεί τους γείτονες στην διεκδίκηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων στο μισό ελληνικό Αιγαίο. Υποστηρίζουν, ότι τα περισσότερα ελληνικά νησιά του Αιγαίου δεν έχουν ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη) επειδή επικάθονται επί τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Συνεπώς, τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας στη θάλασσα φθάνουν μέχρι την μέση γραμμή μεταξύ των δύο ηπειρωτικών ακτών. Δηλαδή, μεταξύ των παραλίων της Αττικής και των μικρασιατικών ακτών. Που πάει να πει, κατά την Τουρκία «κυρία Ελλάδα κάντε ότι θέλετε αλλά μέχρι τη μέση του Αιγαίου, το άλλο μισό ως κυριαρχικό δικαίωμα ανήκει σε εμένα»! Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης θα το έλεγε ως εξής: «Τα εμά εμά, και τα σα εμά» (διήγημα ΄΄Ολόγυρα στη λίμνη΄΄) -πιο απλά, «Τα δικά μου δικά μου, και τα δικά σου δικά μου». Κι ακόμα πιο απλά, η Τουρκία θέλει να βάλει χέρι στον πλούτο της Ελλάδας και της Κύπρου…

Ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δεν τα γνωρίζει όλα αυτά; Προφανώς και τα γνωρίζει, έξυπνος άνθρωπος είναι και για αυτό εξοπλίζει για κάθε ενδεχόμενο την χώρα με σύγχρονο πολεμικό υλικό από Γαλλία και ΗΠΑ. Βέβαια όλα αυτά στοιχίζουν…τα μαλλιά της κεφαλής μας, αλλά δεν πειράζει -και καλά κάνει. Τότε γιατί προσέρχεται σε διάλογο, θα αναρωτηθεί κανείς, ευελπιστεί μήπως ο Ερντογάν και η Τουρκία κάνουν πίσω από τις διεκδικήσεις τους; Δεν είναι τόσο αφελής να το πιστεύει αυτό, λέω εγώ. Από την άλλη, ο Ερντογάν γιατί προσέρχεται σε διάλογο με τον Μητσοτάκη και τη Ελλάδα; Πιστεύει ότι θα πείσει τον Έλληνα πρωθυπουργό να αποδεχθεί τις παράλογες απαιτήσεις του και να του παραδώσει ελληνική κυριαρχία; Φυσικά και ο Τούρκος πρόεδρος δεν είναι ούτε κι αυτός αφελής, ώστε να πιστεύει ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Τότε;

Όταν, λοιπόν, ο διάλογος θα προσκρούσει …στον τοίχο, -και επειδή είναι μάλλον εξαιρετικά απίθανο να συμβεί πολεμική αναμέτρηση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (η διεθνής τάξη πραγμάτων δεν θα επιτρέψει για ευνόητους λόγους έναν τρίτο πόλεμο, μετά από αυτόν σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή)-, είναι το σημείο που θα παιχτεί όλο…το ματς -την διεξαγωγή του οποίου και την λήξη (λύση) του θα αναλάβουν παρασκηνιακά διεθνείς «διαιτητές». Η «παράγκα» του διεθνούς παράγοντα (ΗΠΑ). Και ο διάλογος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, στο σημείο μηδέν, θα φύγει σ’ ένα βαθμό από τα θέματα εθνικής κυριαρχίας (υποτίθεται ως συμβιβαστική λύση), και θα επικεντρωθεί στα ζητήματα των κυριαρχικών δικαιωμάτων μεταξύ των δύο χωρών. Ένας διάλογος όχι τόσο επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου, αλλά επί της αρχής της ευθυδικίας (όλοι να βρούμε το δίκιο μας, όλοι να είμαστε ευχαριστημένοι).

Όμως, πριν εκφέρω την άποψη μου για το πως θα μπορούσε να εξελιχθεί ένα τέτοιο σενάριο επί τη βάσει των θαλάσσιων κυριαρχικών δικαιωμάτων σε Αιγαίο, Νότια και Ανατολική Μεσόγειο, είτε με τον σημερινό πρωθυπουργό της Ελλάδας ή με κάποιον άλλον στη θέση του, χρήσιμο είναι να επισημανθούν τα εξής. Ο διάλογος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι εξ αρχής ετεροβαρής. Η Τουρκία προσέρχεται στον διάλογο με μια τεράστια ατζέντα διεκδικήσεων. Η Ελλάδα προσέρχεται με μηδέν ατζέντα αξιώσεων. Η χώρα μας έχει μόνο μια διαφορά με την Τουρκία, την  οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας /ΑΟΖ -και ως καλοπροαίρετη που είναι, και που σέβεται το διεθνές δίκαιο, δεν έχει πρόβλημα να την πάει προς επίλυση σε διεθνές δικαστήριο. Η Τουρκία δεν έχει μόνο μια διαφορά, αλλά σειρά απαιτήσεων -και θα αποδεχτεί, μια διεθνή διαιτησία μόνο στην περίπτωση εκείνη που θα παραπεμφθούν όλες πακέτο. Εννοείται, πως καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν θα δεχτεί να πάει πακέτο τις διαφορές στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Τι να δεχθεί, δηλαδή, να αποφασίσουν κάποιοι διεθνείς δικαστές εάν τα  ελληνικά νησιά ανήκουν οριστικά στην Ελλάδα;;;!!! Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, είναι σαν να αμφιβάλεις κι εσύ εάν το σπίτι που κατοικείς είναι δικό σου…Εδώ, νομίζω, πως θα πρέπει να υπογραμμιστεί η αβελτηρία του πολιτικού μας συστήματος, που δεν φρόντισε να έχει ατζέντα απαιτήσεων από την Τουρκία. Ενώ όλα τα τελευταία πενήντα χρόνια η Τουρκία «έχτιζε» ατζέντα (από την υφαλοκρηπίδα ξεκίνησε και έφτασε στο να διεκδικεί 153 νησιά), η Ελλάδα κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου -μήπως και εξευμενίσει το θηρίο (μόνο που το θηρίο αύξανε την πείνα και την όρεξή του). Δεν έπρεπε για παράδειγμα η Ελλάδα να έχει στην ατζέντα της την παραβίαση της συνθήκης της Λωζάνης από την Τουρκία, η οποία συνθήκη προάσπιζε τα δικαιώματα των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου; Κάπου 300.000 Έλληνες συγκέντρωναν τα προαναφερόμενα μέρη το 1923, πως αλήθεια εξαφανίστηκαν; Και αντί να εγκαλεί η Ελλάδα την Τουρκία για καταστρατήγηση της συνθήκης, καταγγέλλει η Τουρκία την Ελλάδα για στρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Και αντί η Ελλάδα να έχει στην ατζέντα της την απομάκρυνση του παράνομου κατοχικού στρατού της Τουρκίας από την Κύπρο (ίσως και να το θέτει ως προ απαιτούμενο έναρξης του διαλόγου), είναι η Τουρκία που ζητά την απομάκρυνση του ελληνικού στρατού από τα ελληνικά νησιά!

Εγκαταλείπονται τα 12 μίλια;

Στον απευθείας, λοιπόν, ελληνοτουρκικό διάλογο θα τεθούν όλα τα θέματα. Η Τουρκία, στο πιθανό σενάριο που μπορεί να παιχτεί στον διμερή διάλογο, έχει ένα πλεονέκτημα. Με τις τόσες αθεμελίωτες διεκδικήσεις που έχει στην ατζέντα της, έχει το περιθώριο να κάνει εν μέρει πίσω. Να υποχωρήσει δηλαδή σε κάποιες από απ’ αυτές, δείχνοντας έτσι κι ένα πρόσωπο συναίνεσης και μια διάθεση συνδιαλλαγής. Αυτό βέβαια θα συνεπάγει και από την πλευρά της Ελλάδας την υποχρέωση της υποχώρησης, έστω μερικής, από τις εθνικές γραμμές της. Εάν για παράδειγμα η Τουρκία άρει την απαίτηση της περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (άρα αναγνωρίζει την ελληνική κυριαρχία τους), η Ελλάδα ενδεχομένως να μην έχει αντίρρηση να απεμπολήσει το δικαίωμα της στο Αιγαίο, να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 μίλια -και να περιοριστεί στα ως έχει (6 ν.μ.), Σημειωτέο, επέκταση θαλασσίων συνόρων στα 12 μίλια αποτελεί εθνική κυριαρχία -και μάλιστα σκληρή. Ακόμη, για παράδειγμα, στο πλαίσιο του δούναι – λαβείν, μπορεί να αποδεχτεί η Ελλάδα να αφήσει έξω από τον χορό των διευθετήσεων, ζητήματα ΑΟΖ με την Κύπρο (σημείωση: ειδικά στη Κύπρο η Τουρκία κινείται στη «λογική» ότι αποτελείται από δύο κρατίδια και συνεπώς ολόκληρος ο πλούτος της πρέπει να διαμοιραστεί εξίσου και στις δύο πλευρές των κατοίκων της, στην τουρκοκυπριακή και την ελληνοκυπριακή).  

Η μη επέκταση της Ελλάδας της αιγιαλίτιδας ζώνης της στα 12 μίλια στο Αιγαίο -που σε διαφορετική περίπτωση θα σημαίνει ελληνική κυριαρχία του 72% του πελάγους και κυριαρχικό δικαίωμα σχεδόν σε όλο το εύρος υφαλοκρηπίδας / ΑΟΖ- θα διευκολύνει (θεωρητικά) αρκετά την κατάσταση και …λύνει τα χέρια της Τουρκίας -ακόμη και στο να άρει το casus belli. Η συνέχεια, για όλα τα υπόλοιπα στις θαλάσσιες ζώνες, μπορεί να επιφέρει και μια συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων (από την οποία δεν θα απουσιάζουν οι εταιρείες -κολοσσοί του διεθνούς παράγοντα), η οποία με την σειρά του ίσως και να δρομολογήσει ένα σύμφωνο «μη επιθέσεως» μεταξύ των δύο χωρών Ελλάδας – Τουρκίας.

Σε αυτό δε το σενάριο ας μην περιμένει κανείς να κατηγορήσει την Ελλάδα για απεμπόληση εθνικού κυριαρχικού δικαιώματος. Αντιθέτως, αυτό που θα προβληθεί από την ελληνική πλευρά, και μάλιστα ως μεγάλη εθνική επιτυχία, θα είναι η μερική υποχώρηση της Τουρκίας σε κάποια από τα σημεία των διεκδικήσεων της (ούτως ή άλλως αβάσιμα) -και βέβαια η σύναψη ειρήνης με τον προαιώνιο εχθρό. Και δεν αποκλείεται δε να συμφωνηθεί, για…στάχτη στα μάτια, η Ελλάδα να κάνει χρήση του δικαιώματος επέκτασης των θαλάσσιων συνόρων της στα 12 μίλια σε περιοχές όμως αδιάφορου ενδιαφέροντος, όπως π.χ. στην Εύβοια. Μην ξεχνάμε στα γεγονότα των Ιμίων, το 1996, όπου κατ’ εντολή τού Αμερικανού πρέσβη υπεστάλη η ελληνική σημαία σε μια από τις δύο ελληνικές νησίδες, την δυτική Ίμια, («την πήρε ο άνεμος», είχε πει ο αείμνηστος υπουργός Εξωτερικών Θ. Πάγκαλος), όπου, έκτοτε, η Τουρκία «γκρίζαρε» το Αιγαίο, αμφισβητώντας δηλαδή την κυριαρχία μας στα νησιά μας. Και παρά ταύτα, η Ελλάδα πανηγύριζε ως ύψιστη επιτυχία την αποφυγή πολέμου, με τον τότε πρωθυπουργό της χώρας Κ. Σημίτη, από βήματος της Βουλής, να ευχαριστεί την αμερικανική κυβέρνηση. Ως αντιστάθμιζα, επιχείρημα της εποχής, ότι υπεστάλη και η τουρκική σημαία, είναι ανάξιο και γελοίου λόγου. Η τουρκική σημαία που κατέβηκε, είχε αυθαίρετα ανυψωθεί επί ελληνικής νησίδας -στη δεύτερη και μεγαλύτερη νησίδα των Ιμίων… Κάπως έτσι θα κινηθεί και σήμερα η Ελλάδα;

Η ώρα του Ελληνισμού

Στον κάθε ηγέτη, που έχει στα χέρια του την μοίρα της Ελλάδας, επαφίεται εάν θα πει το μεγάλο «Ναι» ή το μεγάλο «Όχι». Εάν θέλει την πατρίδα του μικρή και έντιμη -ή, μεγάλη και ισχυρή. Εάν θα σηκώσει ή χαμηλώσει το ανάστημά του. Και κανείς, όποια απόφαση κι αν πάρει, δεν θα είναι προδότης -όπως και κανένας μας δεν είναι περισσότερο πατριώτης από τον άλλον. Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, εν μέσω μιας ρευστότητας στην περιοχή μας -με το καζάνι να ξαναβράζει στα βαλκάνια. Δεν έχουμε, συνεπώς, την «πολυτέλεια» ακραίων λόγων κι ενός νέου διχασμού -που τόσο πολύ στοίχισε στο παρελθόν σε αυτήν την έρημη πατρίδα μας. Νηφαλιότητα χρειάζεται. Κι ας σταθμιστούν όλοι οι παράγοντες. Ωστόσο, δε μπορεί να μην επισημανθεί, ότι ο Ελληνισμός βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη ευκαιρία. Στο χέρι των πολιτικών της Ελλάδος είναι εάν θα θελήσουν να την αδράξουν, με ποιόν τρόπο -ή, αν θα πρέπει να την αφήσουν. Είναι η πρώτη φορά που στον Ελληνισμό τού δίνεται η δυνατότητα, μετά την μικρασιατική καταστροφή, να πρωταγωνιστήσει σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσόγειου. Για πρώτη φορά η Ελλάδα και η Κύπρος αποκτούν γεφύρωση (δυνητικά), καθώς οι Οικονομικές Ζώνες τους (ΑΟΖ) εφάπτονται. Και για πρώτη φορά επίσης η Ελλάδα προεκτείνεται, συνορεύοντας, μέσω των ΑΟΖ, με Λίβανο, Συρία, Ισραήλ και Αίγυπτο. Με την Κύπρο ως «κόμβο» όλων των προαναφερόμενων χωρών, να λειτουργεί εν τέλει ως πολλαπλασιαστής της γεωπολιτικής ισχύος του Ελληνισμού. Εάν χαθεί η επαφή με την Κύπρο, θα ακολουθήσει το Αιγαίο, η Μακεδονία, η Θράκη… -και τότε…αποχαιρέτα τον Ελληνισμό που χάνεις…

Το προανέφερα και πιο πάνω, δεν είναι η Ελλάδα που θα αποφασίσει από μόνη για την τύχη της. Οι σύμμαχοί (Ελλάδας και Τουρκίας) δεν θα αφήσουν κανέναν να διαπραγματευτεί μόνος του χωρίς να λάβει υπόψη του τα δικά του παγκόσμια στρατηγικά συμφέροντα στη Μεσόγειο. Η ελληνική κυβέρνηση ποντάρει τα ρέστα της στον βωμό των ΗΠΑ. Εκ του αποτελέσματος θα φανεί εάν καλώς πράττει. Ας ευχηθούμε και προσευχηθούμε, σ’ ένα πλαίσιο ευρύτερων συμφερόντων, ανακατατάξεων και συσχετισμών, η Δύση να μην μετατρέψει την Ελλάδα / Ελληνισμό σε «Ιφιγένεια».